ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ
ΛΟΓΟΣ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΔΙΟΝΥΣΙΟ ΤΟΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗ
(Εκφωνήθηκε στο Μητροπολιτικό Ναό των Αθηνών, μετά τη Θεία Λειτουργία της εορτής του, στις 3 Οκτωβρίου 2024, εκ μέρους των Δικαστικών Ενώσεων, από το Νικόλαο Δρακόπουλο, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ. και Αντιπρόεδρο της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών)
Ι. Με θαυμάσιους διθυραμβικούς στίχους, ο κορυφαίος των λυρικών ποιητών, ο Πίνδαρος, εξύμνησε το μεγαλείο της Αθήνας: «Ω ται λιπαραί και ιοστέφανοι και αοίδιμοι, Ελλάδος έρεισμα, κλειναί Αθάναι, δαιμόνιον πτολίεθρον» . Η τρισένδοξη πόλη της Παλλάδας, στο διάβα της πολυτάραχης ιστορικής της πορείας, ευτύχησε να έχει, κατά την παράδοση της Εκκλησίας, για προστάτη της τη μεγάλη πνευματική μορφή του Άγιου Διονύσιου του Αρεοπαγίτη, που διετέλεσε, μαζί με τον Άγιο Ιερόθεο, και πρώτος επίσκοπος της τοπικής της εκκλησίας. Παράλληλα, ακριβώς λόγω της δικαστικής του ιδιότητας, ο ίδιος Άγιος λογίζεται και ως προστάτης του δικαστικού σώματος στη Χώρα μας. Και είναι, πράγματι, ταιριαστό να υπάρχει αυτός ο ιερός σύνδεσμος ανάμεσα στην Αθήνα, την πόλη- διαχρονικό σύμβολο της Σοφίας και το Σώμα της Δικαιοσύνης, ιδίως μάλιστα, αν δεχόμαστε, όπως ο Πλάτωνας, ότι «συμβαίνει η δικαιοσύνη να είναι σοφία και αρετή» . Σε ένδειξη, λοιπόν, τιμής και αναγνώρισης της ιδιαίτερης αυτής συνθήκης, κάθε χρόνο, δεκαετίες τώρα, ανήμερα του Αγίου Διονυσίου, οι Δικαστικές Ενώσεις συνεορτάζουν τη μνήμη του, είτε εδώ, στο Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών, είτε στον ομώνυμο, περικαλλή ναό του, επί της οδού Σκουφά.
ΙΙ. Από το Βίο του Αγίου λίγα πράγματα είναι με βεβαιότητα γνωστά. Έζησε στην Αθήνα, κατά τον 1ο αι. μ.Χ., και διετέλεσε μέλος, όπως μαρτυρεί και το προσωνύμιό του, της «ἐξ Ἀρείου Πάγου Βουλῆς», του κορυφαίου αυτού ποινικού δικαστηρίου της πόλης. Στη χριστιανική θρησκεία, με την οποία φαίνεται ότι είχε ήδη σχετικώς εξοικειωθεί κατά τα εκτενή ταξίδια του –φέρεται ότι ταξίδεψε μέχρι και την Αίγυπτο-, προσχώρησε ύστερα από τη βαθιά πνευματική εντύπωση που του έκανε το κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου στον ίδιο τον Άρειο Πάγο και η εν γένει διδασκαλία του Αποστόλου των Εθνών. Και μπορεί ο τελευταίος ασμένως να έγινε δεκτός, ώστε να εκφωνήσει τον περίφημο, υψηλού αττικού ύφους, λόγο του, καθ’ ότι «Ἀθηναῖοι (δε) πάντες καί οἱ ἐπιδημοῦντες ξένοι εἰς οὐδέν ἕτερον εὐκαίρουν ἤ λέγειν τι καί ἀκούειν καινότερον» , ωστόσο λίγοι μπόρεσαν αρχικά ή, έστω, ενδιαφέρθηκαν να κατανοήσουν βαθύτερα το παύλειο κήρυγμα για την εγγύτητα του Θεού, τη μετάνοια και, ιδίως, το αναστάσιμο μήνυμά του. Ένας, όμως, από αυτούς τους λίγους εκλεκτούς, που πίστεψαν στα λόγια του Αποστόλου και, κατά τη διατύπωση των Πράξεων, μαζί με άλλους, όπως η «γυνή ὀνόματι Δάμαρις», «ἐκολλήθησαν αὐτῷ» , ήταν και ο μετέπειτα Άγιος, ο Αρεοπαγίτης Διονύσιος.
ΙΙΙ. Το ίδιο το γεγονός της μεταστροφής του Διονυσίου, όπως αυτή εκδηλώθηκε με τον άμεσο τρόπο που ασπάσθηκε τη νέα πίστη, φανερώνει, αν μη τι άλλο, το ακέραιο του χαρακτήρα του και την ανεξαρτησία του φρονήματός του, στοιχεία που ανέκαθεν θεωρούνταν τα κορυφαία προσόντα που πρέπει να διαθέτει ένας δικαστής. Ο Άγιος άκουσε με προσοχή τα επιχειρήματα του Αποστόλου και, πειθόμενος από αυτά, ασπάσθηκε το χριστιανισμό, την καινούρια θρησκεία. Επρόκειτο δε για μια θρησκεία που ξεκίνησε από τους ταπεινούς ψαράδες της Γαλιλαίας, για να εξαπλωθεί ραγδαία σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου και ακόμη πιο πέρα, μια θρησκεία που απευθυνόταν εξισωτικά σε όλους, άνδρες και γυναίκες, ελεύθερους και δούλους, μα φαινόταν να έχει ιδιαίτερη απήχηση στους απλούς, τους φτωχούς, τους αδικημένους και απόκληρους της κοινωνίας. Και η πράξη του αυτή, όντως ιδρυτική της Εκκλησίας των Αθηνών, αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα, αν αναλογισθεί κανείς τι αντιπροσώπευε για την αθηναϊκή κοινωνία, η αρεοπαγιτική του ιδιότητα. Και τούτο, διότι ο Άρειος Πάγος, το πρώτο ιστορικά καταγεγραμμένο δικαστήριο «ἀνδροφονιῶν» (ἐγκλημάτων φόνου), που η ίδρυσή του χάνεται στη αχλύ του μύθου, αναγόμενη στους χρόνους της βασιλείας του Κέκροπα, ήταν ίσως ο παλαιότερος, σε συνεχή λειτουργία, δικαιοδοτικός θεσμός της αττικής έννομης τάξης και μάλιστα, παρά τις κατά καιρούς νομικές και εν γένει πολιτειακές μεταβολές, διατήρησε μέχρι και τη ρωμαϊκή περίοδο την ποινική του αρμοδιότητα , συγκροτούμενος, κατ’ εξαίρεση του κατά κανόνα ισχύοντος στο αθηναϊκό σύστημα απονομής δικαιοσύνης, από ισόβια μέλη, αριστοκρατικής προεχόντως καταγωγής, που είχαν προηγούμενως θητεύσει ως μέλη του Σώματος των Εννέα Αρχόντων της πόλης.
ΙV. Όπως προαναφέρθηκε, ο Διονύσιος διετέλεσε επίσκοπος της πόλης των Αθηνών και έλαβε μαρτυρικό τέλος, καθώς θανατώθηκε είτε δια της πυράς είτε με αποκεφαλισμό, μαζί με τους μαθητές του, Ρουστικό και Ελευθέριο , πιθανότατα επί της βασιλείας του Δομιτιανού (81-96 μ.Χ.). Η μαρτυρία ότι ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης υπήρξε πράγματι επίσκοπος των Αθηνών επιβεβαιώνεται και από την Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσεβίου Καισαρείας . Η δε φήμη και το κύρος του ονόματος του Αρεοπαγίτη, τόσο ως ανεπίληπτου δικαστή όσο και ως στιβαρού θεολόγου, ήταν τέτοια, ώστε του αποδόθηκαν δέκα επιστολές και τέσσερεις δογματικές πραγματείες, οι οποίες, πράγματι, εμφορούνται από έναν ιδιαιτέρως συστηματικό, ταξινομικό και οιονεί κανονιστικό χαρακτήρα, όπως προκύπτει ήδη από τους τίτλους τους («Περί της ουρανίου ιεραρχίας», «Περί της εκκλησιαστικής ιεραρχίας», «Περί θείων ονομάτων» και, τέλος, «Περί μυστικής θεολογίας»). Ανεξάρτητα από το ζήτημα της γνησιότητάς τους, το οποίο ερίζεται , πρόκειται αναμφίβολα για έργα, στα οποία είναι ολοφάνερη η όσμωση της πλατωνικής φιλοσοφίας με τον χριστιανισμό και τα οποία επηρέασαν σημαντικά τη φιλοσοφική και θεολογική σκέψη σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα.
V. Ο έντονος συμβολισμός της συνάντησης του ελληνικού πνεύματος με τη χριστιανική πίστη, όπως αποτυπώνεται στη μεταστροφή και εν γένει στο πρόσωπο του Διονυσίου του Αρεοπαγίτη, έχει αναδειχθεί αρκούντως σε διάφορες ομιλίες στο πλαίσιο του παρόντος εορτασμού και είναι προφανής. Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να σταθώ σε έναν ακόμη, σπανιότερα αναδεικνυόμενο, συμβολισμό, για τον οποίο προσφέρεται ο Βίος του Αγίου Διονυσίου, και αφορά ιδιαίτερα σ’ εμάς, τους δικαστικούς λειτουργούς: Η Δικαιοσύνη, υπό την εκδοχή της θεσμισμένης και ήδη συνταγματικώς κατεστημένης λειτουργίας, είναι εγγενώς ριζωμένη στην παράδοση, είτε αναφερόμαστε, με τη χρήση του συγκεκριμένου όρου, στη νομική παράδοση της οικείας έννομης τάξης είτε στο από μακρού χρόνου διαμορφωμένο κοινωνικό περιβάλλον και στις ιδιογενείς συνθήκες, εντός των οποίων λειτουργεί το δικαιοδοτικό σύστημα. Η δικανική κρίση αντλεί και, τις περισσότερες, φορές, ερείδεται επί της εν λόγω παράδοσης. Ωστόσο, ανέκαθεν –και, ιδιαίτερα, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, οπότε και οι δικαϊκές προκλήσεις, μέσα σ’ ένα διεθνοποιημένο περιβάλλον και σε ραγδαία μεταβαλλόμενες, υπό την επιρροή και των νέων τεχνολογιών, κοινωνικές αντιλήψεις και συνθήκες, έχουν πολλαπλασιασθεί-, ο Δικαστής οφείλει ή, εν τέλει, και εξαναγκάζεται από τα πράγματα να προσαρμόσει τον τρόπο ερμηνείας και εφαρμογής των κανόνων του ισχύοντος δικαίου, λαμβάνοντας υπ’ όψη νέα δεδομένα και προβαίνοντας σε σταθμίσεις που συχνότατα συνδυάζονται και με επανερμηνεία αόριστων νομικών εννοιών, όπως ιδίως τα χρηστά ήθη, δηλαδή καινοτομώντας, ώστε η δικαιοδοτική του κρίση να παραμένει, κατά το δυνατόν, επίκαιρη. Υπό το ανωτέρω πρίσμα, έχουν λάβει χώρα, άλλωστε, όχι μόνο στη Χώρα μας, αλλά και σε άλλες έννομες τάξεις, μείζονος σπουδαιότητας μεταστροφές της νομολογίας, που συνέτειναν στη συνολική πρόοδο της κοινωνίας. Ο Βίος, λοιπόν, του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη και, ιδίως, το κομβικό σημείο του, που είναι ακριβώς η στιγμή που ο Άγιος ασπάζεται –χωρίς ενδοιασμούς, χωρίς επιφυλάξεις, απλώς «πιστεύσας»- τη χριστιανική θρησκεία, αποτελεί μέγιστη παραμυθία για εμάς τους δικαστικούς λειτουργούς, καθώς βρισκόμαστε, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων μας, συνεχώς αντιμέτωποι με την ανάγκη εξεύρεσης μιας ιδανικής ισορροπίας μεταξύ νομικής παράδοσης και καινοτομίας. Το μήνυμα του Βίου του Αγίου Διονυσίου είναι σαφές και μεγαλειώδες μέσα στην απλότητά του και έχει διαχρονική αξία για κάθε λειτουργό της Δικαιοσύνης: παροχή ισηγορίας, διαμόρφωση στέρεας πεποίθησης και, εν τέλει, εκφορά οριστικής κρίσης. Ο Αρεοπαγίτης, επιφανής δικαστικός λειτουργός, εκπροσωπώντας με το γνησιότερο τρόπο το πνεύμα της κλασικής παράδοσης, καθώς και την καθεστηκυία, τρόπον τινά, τάξη της εποχής του, έδωσε την ευκαιρία στον Παύλο, αυτόν τον χαρακτηριστικό τύπο του νέου ανθρώπου, που ήρθε από την Ανατολή, Ιουδαίος την καταγωγή, αλλά και Ρωμαίος πολίτης, με έντονη την ελληνική επίδραση στην παιδεία και την όλη νοοτροπία του, ώστε να του αναπτύξει το λόγο του Ιησού Χριστού και τη σωτηριώδη διδασκαλία του και να στρέψει έτσι την προσοχή του όχι πια στον ατελή ανθρώπινο νόμο, που ρυθμίζει εξωτερικές συμπεριφορές, αλλά στον «ἔσω ἄνθρωπο», που διέπεται από τις αρετές της αγάπης και της μετάνοιας και αγωνίζεται για την ψυχική του σωτηρία. Ο παύλειος λόγος τον κέρδισε και, μαζί, ο ίδιος κέρδισε μια νέα ζωή εν Χριστώ, προσχωρώντας στη νέα πίστη, που, αν αναλογισθούμε το ιστορικό πλαίσιο, συνιστά, όπως προαναφέραμε, αντικειμενικά, μία από τις μεγαλύτερες και πλέον τολμηρές καινοτομίες στην ιστορία της ανθρωπότητας. Μια πίστη επανασταστική, που βασίσθηκε στο ύψιστο αγαθό της ισότητας των πάντων στα μάτια του Θεού, ανεξάρτητα από την καταγωγή, το φύλο, τη νομική ή την πραγματική τους κατάσταση [«Ὅσοι γὰρ εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε. οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ»] , γκρεμίζοντας έτσι κοινωνικές προκαταλήψεις και νομικές κατασκευές αιώνων, μια Εκκλησία, που άνδρες, με το ανάστημα του Διονυσίου του Αρεοπαγίτη, την έβγαλαν, για να θυμηθούμε κάπως τα περίφημα λόγια του Lew Wallace, από τις κατακόμβες και την έφθασαν να πάρει τη θέση των Καισάρων.
VI. Κατ’ ακολουθίαν, λοιπόν, των ανωτέρω, αγαπητοί συνάδελφοι- σεβαστό εκκλησίασμα, «Εἴ τις (εξ ημών) εὐσεβής καί φιλόθεος, ἀπολαυέτω τῆς καλῆς ταύτης καί λαμπρᾶς πανηγύρεως» . Σε κάθε, πάντως, περίπτωση, κάθε δικαστικός λειτουργός, ανεξαρτήτως των θρησκευτικών πεποιθήσεών του, δικαιούται να προσβλέπει στο Διονύσιο Αρεοπαγίτη, τον ηγιασμένο συνάδελφό μας, τον έντιμο δικαστή, τον σκεπτόμενο άνθρωπο, «ως προστάτην καὶ πρεσβευτήν», όπως λέει και η Ιερή του Ακολουθία, «ὅτι ἐν πᾶσιν ἔστη τὸ ἄριστον πρότυπον» . Προπάντων, όμως, μπορεί να τον θεωρεί σύμβολο και πηγή έμπνευσης στον καθημερινό και επίμοχθο αγώνα του να απονείμει το Δίκαιο, στην προσπάθειά του να ισορροπήσει ανάμεσα στο νομικό θετικισμό, από τον οποίο είναι διαποτισμένη η νομική του κατάρτιση, και τις όλο και πιο έντονες επιρροές της δυναμικής επιστροφής των νέων θεωριών του φυσικού δικαίου στο σύγχρονο κόσμο.
___________________________________________________
1. Απόσπασμα 76.
2. Πλάτ., Πολιτεία, A, 351a- d-352a.
3. Πράξεις, 17, 21.
4. Πράξεις 17, 33-34.
5. Βλ., αντί πολλών, Michel Humbert, Πολιτικοί και Κοινωνικοί Θεσμοί της Αρχαιότητας (μτφ. Ιω. Ε. Τζαμτζή), εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα- Θεσσαλονίκη, 2012, σ. 151 και 154.
6. Βλ. και Μ. Συναξαριστὴν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἔκδ. 3η, Ἀθῆναι, 1971, σ. 72.
7. Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία, 3, 14, 10.
8. Για τις δύο κυρίαρχες απόψεις- κατά και υπέρ- βλ. ενδ. π. Γ. Φλωρόφσκυ, Ψευδο-Διονυσίου ἔργα, Θρησκευτικὴ καὶ Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια, τ. 12, στ. 473- 474 και Ι. Μ. Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης. Βίος, Έργο και Θεολογία, Πρακτικά ΣΤ΄ Θεολογικού Συνεδρίου, Ναύπακτος, Οκτ. 2020, αντιστοίχως.
9. Γαλ. 3, 27-28.
10. Ιω. Χρυσοστόμου, Λόγος Κατηχητικός.
11. Εἰς τὸν Ὄρθρον, Μεσῴδιον Κάθισμα.
12. Βλ., αντί πολλών, J. Finnis, Natural Law and Natural Rights (Clarendon Law series), Oxford University Press, 2nd ed, 2011.