ΕΝΩΣΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ
(Η Συνδικαλιστική Οργάνωση)
Η σύσταση
Χωρίς αμφιβολία η διάταξη του άρθρου 89 παρ.5 του Συντάγματος του 1975, δημιούργησε νέα δεδομένα στη Δικαιοσύνη. Και τούτο διότι με την πρόβλεψη συστάσεως ΕΝΩΣΕΩΣ των δικαστικών λειτουργών (ακριβώς: Άρθρο 89 παρ.5 "Επιτρέπεται η συγκρότηση ενώσεως δικαστικών λειτουργών ως νόμος ορίζει"). Όλοι οι δικαστικοί λειτουργοί έγιναν μέλη των ΕΝΩΣΕΩΝ εκάστου κλάδου της Δικαιοσύνης. Έτσι μέσα από συναινετικές, μεθοδευμένες θαρραλέες, αλλά και υπεύθυνες προτάσεις, διεκδίκησαν και επέτυχαν τη βελτίωση της απονομής της Δικαιοσύνης, εξασφαλίζοντας με τα δεδομένα της κάθε εποχής, σχετική επάρκεια σε δικαστές, δικαστικούς υπαλλήλους, κατάλληλα κτίρια και μηχανολογικό εξοπλισμό. Αυτά δε παράλληλα με τις βελτιώσεις στις δικονομικές διατάξεις για την απονομή της Δικαιοσύνης, καθώς και εκείνες για τη διασφάλιση της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας του δικαστή, αλλά και την παροχή αξιοπρεπών αποδοχών. Όλα αυτά ήταν αδιανόητα πριν από την πιο πάνω Συνταγματική διάταξη. Η μόνη μέχρι τότε σωματειακή οργάνωση των Δικαστών (Πολιτικών) και Εισαγγελέων, προσπαθούσε κάτι να επιτύχει, μέσα σε ένα κλίμα αμφισβήτησης από της πλευράς της Διοικήσεως της Δικαιοσύνης, που κατά τα χρόνια της δικτατορίας ήταν περισσότερο από εχθρικό.
Το μόνο αλλά σημαντικό πρόβλημα με τη Συνταγματική διάταξη ήταν η σύσταση μίας και μόνο ΕΝΩΣΕΩΣ για όλους γενικά τους δικαστικούς λειτουργούς ή η σύσταση χωριστής ΕΝΩΣΕΩΣ για κάθε κλάδο της Δικαιοσύνης (Πολιτικοί Δικαστές, Εισαγγελείς, Δικαστές ΣτΕ, Διοικητικοί Δικαστές, δικαστές του Ελεγκτικού Συνεδρίου κ.λπ.). Ευτυχώς έγινε δεκτό, ότι κάθε κλάδος δικαστών μπορεί να έχει τη δική του ΕΝΩΣΗ. Έτσι και οι Διοικητικοί Δικαστές έχουν την ΕΝΩΣΗ τους.
Ένα άλλο θέμα ήταν ο συνδικαλιστικός χαρακτήρας της ΕΝΩΣΕΩΣ ή εκείνος ενός συνήθους - άχρωμου - σωματείου. Με δειλά βήματα η ΕΝΩΣΗ των Διοικητικών Δικαστών που ξεκίνησε ως μη συνδικαλιστικό σωματείο, πρόδηλα για να εκτιμήσει τις όποιες αντιδράσεις με τη σύστασή της, ταχέως μετεβλήθη σε συνδικαλιστικό κίνημα. Μάλιστα, ο Υπουργός Δικαιοσύνης Γ. Α. Μαγκάκης μιλώντας στη Βουλή κατά τη συζήτηση του Ν/Σ για τον Κώδικα δικαστικών λειτουργών (πρακτικά 25, 27, 28-1-1988) είπε: «Οι δικαστές έχουν αναπτύξει ένα συνδικαλιστικό κίνημα που πράγματι οφείλω να το τονίσω είναι πλουραλιστικό, εμπνευσμένο, αγωνιστικό και ταυτόχρονα απόλυτα υπεύθυνο».
Σε Ευρωπαϊκό επίπεδο λειτουργούσε η Διεθνής Ένωση Δικαστικών λειτουργών. Στο συνέδριό της στη Λωζάνη 12-16/10/1976, την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων της Χώρας εκπροσώπησαν ο Αντιεισαγγελέας Εφετών Βασίλειος Παππάς και ο Εφέτης Στέργιος Βάλλας. Τα σχετικά με τους στόχους, τις επιδιώξεις, τις ενέργειες και την κατάσταση των δικαστικών λειτουργών καταγράφονται στο κείμενο που έχει δημοσιευθεί στο ΝοΒ του 1976 σελ. 1134. Συνοπτικά αναφέρονται και τα εξής:
Διαπιστώνεται μια παρακμή. Η αντίδραση πρέπει να προέλθει μόνο από τους ίδιους τους δικαστές. Κάποτε πρέπει να δείξουν ότι έχουν και αυτοί παρουσία, ανάστημα και λόγο και ότι αξίζουν της προσοχής. Μόνος του κανείς δεν μπορεί να κάνει κάτι, ως εκπρόσωπος όμως του συλλογικού οργανωμένου δικαστικού σώματος, οπλίζεται με αρμοδιότητα και έννομο καθήκον και με δύναμη να κινηθεί και να αγωνισθεί κατά της σοβούσης δικαστικής παρακμής. Τα κυριότερα προβλήματα αναφέρονται: Στην υπεραπασχόληση των δικαστών. Στο ιδιότυπο της εργασίας που είναι παντού η ίδια. Στην έλλειψη ελεύθερου χρόνου. Οι σκληρές συνθήκες εργασίας. Η οικονομική κατάσταση των δικαστών. Η ραγδαία αύξηση της κινήσεως των δικαστηρίων. Η ανυπόφορος πολυνομία.
Οι μαρτυρίες
Για τη σύσταση της ΕΝΩΣΕΩΣ των Διοικητικών Δικαστών έχουν δημοσιευθεί δύο μαρτυρίες συναδέλφων που μετείχαν ενεργά στη σύσταση της ΕΝΩΣΕΩΣ και είναι οι εξής:
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΒΟΪΚΛΗΣ (Το Βήμα των Διοικητικών Δικαστών αρ. 45/ Ιούλιος 2001)
ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΛΕΚΕΑΣ (Το Βήμα των Διοικητικών Δικαστών αρ. 46/Φεβρ. 2002) τα κείμενα των οποίων ακολουθούν.
Από τον ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΒΟΪΚΛΗ Πρόεδρο Εφετών Δ.Δ.
Η Ένωση Διοικητικών Δικαστών ιδρύθηκε το Νοέμβριο του 1976. Το πρακτικό ίδρυσής της έχει ημερομηνία 16 Νοεμβρίου 1976 και το Καταστατικό της εγκρίθηκε με την 3449/1976 απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών.
Ως τότε υπήρχε μία μόνο δικαστική ένωση, η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, που είχε ιδρυθεί το 1958 και είχε πολλές έκτοτε περιπέτειες, όπως: Την εχθρική απ' αρχής αντιμετώπισή της εκ μέρους της Πολιτείας, που δύσκολα ανεχόταν τότε τέτοιες συλλογικές κινήσεις και μάλιστα δικαστών. Τις πειθαρχικές διώξεις ή άλλες μορφές δυσμενούς μεταχείρισης μελών της, ιδίως εκείνων που μετείχαν στη διοίκηση εξ αφορμής της συμμετοχής τους σ' αυτήν και τέλος την απαγόρευση λειτουργίας της από το δικτατορικό καθεστώς (1967), το οποίο και απέλυσε μέλη της διοίκησής της, με αιτιολογία που αναφερόταν κυρίως στη δραστηριότητά τους αυτή.
Οι Διοικητικοί (τότε φορολογικοί) δικαστές δεν μετείχαν στην Ένωση εκείνη αφού αυτή ήταν των πολιτικών - ποινικών δικαστών.
Με όλα αυτά που είχαν προηγηθεί η ίδρυση ένωσης δικαστών, ακόμη και δύο χρόνια μετά την πτώση της δικτατορίας, δεν ήταν καθόλου απλή υπόθεση.
Και τούτο γιατί, παρά την αποκατάσταση του δημοκρατικού πολιτεύματος, με την ψήφιση του νέου Συντάγματος (1975) το οποίο, ας σημειωθεί προέβλεπε και την ίδρυση τέτοιων Ενώσεων «ως ο νόμος ορίζει» (άρθρο 89 παρ. 5), οι δικαστές (εκτός βέβαια απ' αυτούς που ευθέως αντιδρούσαν) ήταν, στην πλειονότητα τους πολύ διστακτικοί να συμμετάσχουν σε τέτοιες κινήσεις, που θα είχαν ενδεχομένως δυσμενείς συνέπειες στην προσωπική τους υπηρεσιακή εξέλιξη. Απ' ό,τι γνωρίζω ως τα μέσα του έτους 1976, δεν είχε τεθεί θέμα για την ίδρυση Ένωσης των Διοικητικών Δικαστών. Ακόμη και κατά την περίοδο των συζητήσεων για το νέο Σύνταγμα και της ψήφισής του (1975) οι δικαστές των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων επιδιώκοντας την αναβάθμιση του κλάδου ενεργούσαν είτε ατομικά είτε ως μικρές ομάδες, όπου είχαν πρόσβαση.
Δόθηκε, όμως, η κατάλληλη αφορμή κι ήταν η εξής:
Όσοι από τους διοικητικούς δικαστές ήταν προηγουμένως δικαστές των πολιτικών - ποινικών δικαστηρίων ή δικηγόροι που, με την ιδιότητα αυτή, είχαν ασφαλιστεί στο Ταμείο Νομικών, για να διατηρήσουν την εν λόγω ασφάλιση και μετά τον διορισμό τους ως διοικητικών δικαστών, έπρεπε ως τότε να έχουν συμπληρώσει δεκαετία, αλλιώς η ασφάλισή τους αυτή διακοπτόταν.
Ήμασταν αρκετοί στην κατηγορία αυτή. Αποφασίσαμε, λοιπόν να επιδιώξουμε νομοθετική ρύθμιση του θέματος και μάλιστα με αναδρομική ισχύ.
Συγκροτήθηκε μια άτυπη επιτροπή τριών - τεσσάρων από εμάς για να μεταβεί στο Ταμείο Νομικών και εκ μέρους και των υπολοίπων, να ενεργήσει σχετικά.
Όταν μπήκαμε εκεί μας παρέπεμψαν για να συζητήσουμε το θέμα στον τώρα συνάδελφο εφέτη Δημήτρη Σολωμό, που τότε ήταν στην νομική υπηρεσία του Ταμείου.
Μας καταδέχτηκε και αντιμετώπισε με εξαιρετικό ενδιαφέρον την περίπτωση μας. Φρόντισε μάλιστα να κανονίσει συνάντηση με τον Πρόεδρο του Ταμείου ή κάποιον άλλο αρμόδιο (δεν θυμάμαι ακριβώς), στον οποίο αναπτύξαμε το όλο ζήτημα και ζητήσαμε την άμεση νομοθετική ρύθμισή του. Αυτός μας ρώτησε πόσοι άλλοι είναι στην ίδια κατηγορία κι εμείς εκεί μπροστά του προσπαθήσαμε να βρούμε πόσοι και ποιοί ήταν αυτοί.
Μας ζήτησε, λοιπόν, να υποβάλουμε μια αίτηση που θα υπογράφουν όλοι οι ενδιαφερόμενοι συνάδελφοι και στην οποία να εκθέτουμε αναλυτικά το ζήτημα.
Γυρίσαμε στο Δικαστήριο κι εκεί στο γραφείο των τότε προέδρων Πρωτοδικών Μιχάλη Ρωξανά και Νικολάου Σπαλιάρα συνεχίσαμε τη συζήτηση για το περιεχόμενο της αίτησης και για το πως θα συγκεντρωθούν οι υπογραφές των ενδιαφερομένων, αφού μερικοί απ' αυτούς υπηρετούσαν σε επαρχιακά δικαστήρια. Εκεί ο επίσης πρόεδρος Πρωτοδικών Δημήτρης Ανδριόπουλος έριξε την ιδέα: «Γιατί να κάνουμε κάθε φορά επιτροπές που εμφανίζονται ότι εκπροσωπούν και άλλους συναδέλφους, όταν επιδιώκουμε την επίλυση ζητημάτων που μας αφορούν και να μη γίνει μια σωματειακή οργάνωση (Ένωση) που έχοντας προσωπικότητα θα εκπροσωπεί νομίμως όλους τους δικαστές των τακτικών διοικητικών (τότε φορολογικών) δικαστηρίων σε όλα τα θέματα που τους ενδιαφέρουν». Η πρόταση βρήκε αμέσως ανταπόκριση, ίσως γιατί οι συνθήκες είχαν πλέον ωριμάσει, αλλά και οι δυσάρεστες μνήμες του παρελθόντος είχαν αμβλυνθεί. Ο Σωκράτης Λεκέας, πρωτοδίκης τότε, ανέλαβε να ετοιμάσει ένα σχέδιο Καταστατικού και να βρει δικηγόρο που θα φρόντιζε να γίνουν οι νόμιμες διαδικασίες για την έγκρισή του.
Όπως, λοιπόν, προανέφερα στις 16.11.1976 συγκεντρωθήκαμε και υπογράψαμε τριάντα επτά (37) ιδρυτικά μέλη το Πρακτικό ίδρυσης σωματείου με την επωνυμία «ΕΝΩΣΙΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ (ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ) ΔΙΚΑΣΤΩΝ» με έδρα την Αθήνα. Ορίσαμε επίσης και πενταμελή προσωρινή διοικούσα επιτροπή από τους: Ιωάννη Νικολόπουλο, εφέτη τότε, Νικόλαο Σπαλιάρα και Ιωάννη Πανάρετο, τότε προέδρους πρωτοδικών, Νικόλαο Βαβούρη και Γεώργιο Σγουρόγλου, πρωτοδίκες τότε.
Την ιδρυτική αυτή πράξη υπέγραψαν με την πιο κάτω σειρά, οι: 1) Ιωάννης Νικολόπουλος, 2) Νικόλαος Σπαλιάρας, 3) Ιωάννης Πανάρετος, 4) Νικόλαος Βαβούρης, 5) Γεώργιος Σγουρόγλου, 6) Δημήτριος Κόκκινος, 7) Διονύσιος Πλέσσας, 8) Ιωάννης Παναγιωτόπουλος, 9) Δημήτριος Ανδριόπουλος, 10) Δημήτριος Βρούβας, 11) Σωκράτης Λεκέας, 12) Γρηγόριος Παππάς, 13) Ευμορφία Λαμπαδάρη, 14) Νικόλαος Διακονικολάου, 15) Μιχαήλ Ρωξάνας, 16) Σεραφείμ Στρατίκης, 17) Εμμανουήλ Βοϊκλής, 19) Παρασκευή Ανδρικοπούλου, 20) Ιωάννης Κουρτέσης, 21) Χαρίκλεια Ντάβαρη, 22) Ελένη Κυριακού, 23) Μάριος Δημητρακαράκος, 24) Ηλίας Κριατσιώτης, 25) Σόλων Κιοϊλός, 26) Ευάγγελος Περιβολαρόπουλος, 27) Ηλίας Τρίγκας, 28) Δημήτριος Κολοβός, 29) Ανδρέας Κομνηνός, 30) Θεόδωρος Θωμόπουλος, 31) Παναγιώτης Βρέττας, 32) Σωτήριος Αδάμ, 33) Μιχαήλ Ζόγκαρης, 34) Ευάγγελος Γεωργίτσης, 35) Κων/νος Παπαδόπουλος, 36) Ελένη Διακομανώλη και 37) Εμμανουήλ Τσιρακάκης.
Τους τρεις από αυτούς (Νικόλαο Διακονικολάου, Ελένη Κυριακού και Ελένη Διακομανώλη) πολύ νέους τότε παρέδρους (είχαν διοριστεί 30.6.1975) τους είχεν αποκαλέσει «νεοσσούς» του δικαστικού σώματος ο συνάδελφος Δημήτριος Ανδριόπουλος που είχε, όπως προανέφερα και την πατρότητα της ιδέας για την ίδρυση της Ένωσης. Τους επισήμανε, μάλιστα, ότι αφού διανύουν ακόμη τη δοκιμαστική υπηρεσία του παρέδρου θα πρέπει «να το σκεφτούν καλά» πριν υπογράψουν και μάλιστα ως ιδρυτικά μέλη της Ένωσης. Έτσι ιδρύθηκε η Ένωση που από το έτος 1977 άρχισε το δημιουργικό της έργο.
Στο αρχικό Καταστατικό της Ένωσης (άρθρο 2) η προαγωγή της νομικής επιστήμης και η επιστημονική συμβολή στη βελτίωση της νομοθεσίας, τίθεται ως βασικός σκοπός της. Παράλληλα, όμως, στους σκοπούς αυτούς περιλαμβάνονται και η δικαστική ανεξαρτησία, η εξύψωση της θέσης των δικαστών και η βελτίωση της οργάνωσης των διοικητικών δικαστηρίων. Πάντως ρητά αποκλείεται ο «συνδικαλιστικός χαρακτήρας» της Ένωσης.
Γι' αυτό και όταν σε κάποια Γενική Συνέλευση της Ένωσης (1979-1980) ο συνάδελφος Κώστας Σιδερής, νέος πρωτοδίκης τότε, τόλμησε, αναφερόμενος στην Ένωση, να μιλήσει για «το συνδικαλιστικό μας όργανο» ο πρόεδρος του Δ.Σ. θεώρησε υποχρέωση του να παρέμβει και να παρατηρήσει ότι «ο συνδικαλισμός δεν συνάδει με το κύρος της δικαιοσύνης και των λειτουργών της», χαρακτηριστικό δε είναι ότι μ' αυτό το «δεν συνάδει» συμφώνησαν και αρκετά μέλη της Ένωσης που μετείχαν στη συνέλευση.
Τρία-τέσσερα βέβαια χρόνια αργότερα, οι παρωχημένες αυτές αντιλήψεις είχαν απομονωθεί και μέσα σ' ένα γενικότερο πνεύμα ανανέωσης, εξουδετερωθεί. Ώστε σε μετέπειτα τροποποίηση του Καταστατικού ο μη συνδικαλιστικός χαρακτήρας της Ένωσης απαλείφθηκε.
Από τον ΣΩΚΡΑΤΗ ΕΠ. ΛΕΚΕΑ τ. Πρόεδρο Εφετών Δ.Δ.
Χαιρετίζω την πρωτοβουλία του φίλου-συναδέλφου Μανώλη Βοϊκλή να γράψει για την ίδρυση της ΕΝΩΣΕΩΣ των ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ (σελ. 9 Ιούλιος 2001 του ΒΗΜΑΤΟΣ των ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ).
Ας μου επιτραπεί να προσθέσω ορισμένα στοιχεία που ανασύρω από το αρχείο μου για την ΕΝΩΣΗ.
Όπως είναι γνωστό πριν από το Σ/75 η ισοβιότητα αλλά και η καθόλου υπηρεσιακή κατάσταση των τότε φορολογικών δικαστών ήταν μετέωρη. Συνδικαλιστικό όργανο, έστω και χαλαρής μορφής, δεν υπήρχε. Η εχθρική στάση της πολιτείας προς την ΕΝΩΣΗ των ΔΙΚΑΣΤΩΝ και ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ απέκλειε και τη σκέψη για συνδικαλιστική δράση. Άλλωστε από τη λειτουργία των φορολογικών δικαστηρίων (Μάρτιος 1962) δεν άργησε να επέλθει η δικτατορία, κατά τη διάρκεια της οποίας ήταν απλά, αδιανόητη κάθε προσπάθεια για την κατοχύρωση της θέσεως των φορολογικών δικαστών. Ο θεσμός των φορολογικών δικαστηρίων δεν είχε ακόμη στεριώσει, ενώ ο μετέπειτα «πρωθυπουργός» της χούντας Ανδρουτσόπουλος σε συγκέντρωσή μας στο Υπουργείο Οικονομικών απειλούσε ακόμη και την κατάργηση του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Η, μετά την κατάρρευση της δικτατορίας, αναθεώρηση του Συντάγματος αποτελούσε μοναδική ευκαιρία για την κατοχύρωση της ισοβιότητας, αλλά και γενικότερα τη ρύθμιση της υπηρεσιακής καταστάσεως των φορολογικών δικαστών. Οι προβληματισμοί και οι συζητήσεις μεταξύ των συναδέλφων ήσαν σε καθημερινή βάση και ο καθένας, άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο, προσπαθούσε, σε προσωπικό πάντα επίπεδο να αναπτύξει τα προβλήματά μας στους γνωστούς του βουλευτές και μέλη της Κυβερνήσεως και να ζητήσει την υποστήριξη τους. Υπήρχε πράγματι μια έντονη κινητοποίηση του συνόλου σχεδόν των συναδέλφων. Όμως εκείνο που διαπιστωνόταν ήταν ότι άλλα έλεγε ο ένας και άλλα ο άλλος προς τον ίδιο ή τους ίδιους βουλευτές και Υπουργούς. Δεν υπήρχε συντονισμός και μία κοινή και ενιαία γραμμή για το τι ακριβώς ζητούσαμε ως σώμα των φορολογικών δικαστών. Έτσι πολλοί βουλευτές μας επισήμαναν ότι πρέπει να αποφασίσουμε τι ακριβώς θέλουμε. Οι οποίες προσπάθειες για την επίτευξη κάποιου συντονισμού δεν είχαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, ενόψει και της ταχύτητας με την οποία ψηφίστηκε το Σύνταγμα. Έτσι ό,τι θεσπίστηκε με το Σ/75 αποτελούσε αναμφισβήτητα σημαντική εξέλιξη δεν ήταν όμως το ζητούμενο.
Κατά την εκτίμησή μου, η εμπειρία που αποκτήσαμε από τις προσπάθειές μας για τη Συνταγματική κατοχύρωση της θέσεώς μας, ήταν η κύρια αίτια που ωρίμασε τη σκέψη για την ανάγκη δημιουργίας ενός συλλογικού οργάνου που θα εξέφραζε προς κάθε κατεύθυνση, τη συνισταμένη των απόψεων μας και θα είχε τη νομιμοποίηση του για την εκπροσώπηση του συνόλου των φορολογικών δικαστών.
Βέβαια προς την ίδια κατεύθυνση οδηγούσαν και άλλα ζητήματα που απασχολούσαν μικρό ή μεγάλο αριθμό συναδέλφων, όπως το ΤΣ Νομικών, το Μ.Τ.Π.Υ., τα ταμεία Αρωγής, η δικηγορική προϋπηρεσία
Τότε, με το Σ/75, τα δεδομένα είχαν αλλάξει. Τη λύση στις σκέψεις μας την έδινε το ίδιο το Σύνταγμα. Η διάταξη του άρθρου 89 παρ. 5 προέβλεπε τη συγκρότηση ΕΝΩΣΕΩΣ των δικαστικών λειτουργών. Έτσι όπως σωστά γράφει ο Μανώλης Βοϊκλής, κάποια μέρα αποφασίσαμε την ίδρυση της ΕΝΩΣΕΩΣ και οι συνάδελφοί μου έκαναν την τιμή να αναθέσουν σε μένα τη σύνταξη του καταστατικού, γιατί ήμουν ο μόνος με μακρά ηγετική συνδικαλιστική δράση στην προηγούμενη υπηρεσία μου Στην προσπάθεια μου αυτή δεν ήμουν μονός. Ιδού η πρόσκληση της 12-11-76 προς τους συναδέλφους για την έγκριση του καταστατικού με τα ονόματα των συνεργατών μου.