ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΑ

ΕΝΩΣΗ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ

ΕΝΩΣΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ ΣτΕ

ΕΝΩΣΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

ΕΝΩΣΗ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ

ΕΝΩΣΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ

ΕΝΩΣΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ ΕΝΟΠΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ

ΕΝΩΣΗ ΜΕΛΩΝ Ν.Σ.Κ.

 

Αθήνα 04/09/2025

ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΕΝΩΣΕΩΝ ΓΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΑΙΤΗΜΑΤΑ

Αξιότιμε κ. Υπουργέ,

          Οι Δικαστικές Ενώσεις της χώρας, ενόψει της επί μακρώ καθήλωσης των δικαστικών απολαβών σε επίπεδα που απέχουν τόσο από το ευρωπαϊκό μέσο όρο τους, όσο και από τα επίπεδα της συνταγματικής επιταγής, που απορρέει από το άρθρο 88 παρ.2 Σ, για αποδοχές ανάλογες του δικαστικού λειτουργήματος, συνεκτιμώντας τις δημοσιονομικές δυνατότητες της χώρας, αλλά και τη ραγδαία αύξηση του κόστους ζωής, καλούν το Υπουργείο Οικονομικών να ανταποκριθεί στα κάτωθι αιτήματα, που περιγράφουν την κατεύθυνση μίας δίκαιης μισθολογικής αναπροσαρμογής, προς αποκατάσταση απωλειών από την εποχή των μνημονίων, η οποία – σύμφωνα με τις κυβερνητικές εξαγγελίες- έχει παρέλθει. Τα αιτήματα συνοψίζονται ως εξής:

  • Επαναφορά των επιδομάτων εορτών και αδείας (13ου και 14ου μισθού) για όλο τον δημόσιο τομέα
  • Αύξηση 20% στον βασικό μισθό αναφοράς του πρωτοδίκη.
  • Επαναφορά επιδομάτων ταχείας διεκπεραίωσης και βιβλιοθήκης στα προ της κρίσης επίπεδα (άρθρο 57 ν.3691/2008)
  • Κατάργηση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης για την καταπολέμηση της ανεργίας (άρθρο 38 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 3986/2011)
  • Ενσωμάτωση διαφορών με τις αποδοχές του ΝΣΚ για όλους τους δικαστές και εισαγγελείς κατά την πάγια νομολογία.
  • Θέσπιση ειδικού μηνιαίου επιδόματος για την κάλυψη δαπανών διαμονής

 

  • Αναγνώριση μισθολογικής προσαύξησης για τους πρώην ειρηνοδίκες που συμπληρώνουν 18 και 20 έτη υπηρεσίας.

Αναλυτικά:

Επαναφορά των επιδομάτων εορτών και αδείας (13ου και 14ου μισθού)

Η κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας δικαιολογήθηκε από την ανάγκη περιορισμού των ελλειμμάτων της Χώρας σε μία χρονική περίοδο, μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης του 2009. Ο δικαιολογητικός αυτός λόγος έχει εκλείψει μετά την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια. Τα Δώρα ουδέποτε έπαψαν να καταβάλλονται στον ιδιωτικό τομέα, ενώ παράλληλα έχει επέλθει η διασύνδεση του κατώτατου μισθού δημοσίου και ιδιωτικού τομέα. Η μη αποδοχή από την κυβέρνηση του δίκαιου αιτήματος για επαναφορά των Δώρων έρχεται σε αντίθεση με τη θέση της περί α) αύξησης του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα κατά 7,7% την τελευταία τετραετία - ποσοστό υπερδιπλάσιο από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (3,3%) και τριπλάσιο της Ευρωζώνης (2,3%), β) εμφάνισης ρυθμού ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας της τάξης του 2,5%, ο οποίος είναι σχεδόν τριπλάσιος σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης και γ) εξασφάλισης πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2024 που ξεπερνά κατά πολύ τις αρχικές προβλέψεις. Στην Ισπανία και την Πορτογαλία, οι οποίες επλήγησαν από την οικονομική κρίση την περασμένη δεκαετία, τα επιδόματα επανήλθαν πλήρως.

Ζητούμε την επαναφορά των επιδομάτων εορτών και αδείας στους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς και σε όλο τον δημόσιο τομέα.

Μισθολόγιο: Αύξηση μισθού πρωτοδίκη κατά 20%. Επαναφορά επιδομάτων

Σήμερα, ο βασικός μισθός του πρωτοδίκη με προσαύξηση προέδρου πρωτοδικών ανέρχεται σε 2.580 ευρώ μικτά, ήτοι 100 ευρώ πάνω από τον αντίστοιχο βασικό μισθό του έτους 2009, όπως είχε καθοριστεί με τον ν. 3691/2008 (2.480 ευρώ). Ωστόσο, το επίδομα ταχείας διεκπεραίωσης του ως άνω δικαστικού λειτουργού ορίστηκε με το άρθρο 57 παρ. 2 του ν. 3691/2008 σε 900 ευρώ, ενώ σήμερα ανέρχεται σε 732 ευρώ, η δε πάγια αποζημίωση ορίστηκε με την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου και νόμου σε 950 ευρώ, ενώ σήμερα ανέρχεται σε 846 ευρώ. Από το παράδειγμα αυτό διαφαίνεται ότι σήμερα, 16 και πλέον χρόνια μετά τη θέση σε ισχύ του ν. 3691/2008, οι συνολικές ακαθάριστες αποδοχές των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών υπολείπονται εκείνων του έτους 2009. Επισημαίνουμε ότι η διαφορά καθαρών αποδοχών είναι πολύ μεγαλύτερη, λόγω της αύξησης του φόρου εισοδήματος, της θέσπισης από το 2011 και εντεύθεν της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης για την καταπολέμηση της ανεργίας, της μεγάλης αύξησης του πληθωρισμού τα τελευταία έτη, χωρίς να συνυπολογίζονται οι ετήσιες απώλειες λόγω της κατάργησης του 13ου και 14ου μισθού.

Κατόπιν αυτών, το αίτημά μας συνίσταται σε οριζόντια αύξηση 20% στον βασικό μισθό του βαθμού βάσης του συνταγματικά κατοχυρωμένου ειδικού δικαστικού μισθολογίου-δηλαδή, αυτόν του πρωτοδίκη. Περαιτέρω, αιτούμαστε να επαναφερθεί το επίδομα ταχείας διεκπεραίωσης, η πάγια αποζημίωση και η αποζημίωση εξόδων παράστασης στο προ κρίσης επίπεδο (βλ. το άρθρο 57 του ν. 3691/2008). Οι αυξήσεις αυτές αντανακλούν την ανάκτηση του προ της κρίσης επιπέδου του μισθολογίου μας (με σημείο αναφοράς το έτος 2009), δεδομένης σε κάθε περίπτωση και της εκτόξευσης τα τελευταία χρόνια του κόστους της στέγης, της Ενέργειας και γενικά του κόστους ζωής.

Κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης υπέρ ανεργίας

Η ειδική εισφορά αλληλεγγύης για την καταπολέμηση της ανεργίας θεσπίστηκε με το άρθρο 38 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 3986/2011, σε χρονική περίοδο (1.7.2011) κατά την οποία το ποσοστό των ανέργων επί του εργατικού δυναμικού στη χώρα μας ανερχόταν σε 18%.

Η διατήρηση της εν λόγω εισφοράς παραβιάζει την αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου και της ισότητας στα δημόσια βάρη, καθώς και την αρχή της αναλογικότητας και του δικαιώματος των δικαστικών λειτουργών στην προστασία της περιουσία τους (άρθρο 4 παρ 1 και 5,  17 και 25 παρ. 1 Σ) καθώς αποτελεί επιβάρυνση που βαρύνει μόνο τους μισθωτούς του Δημοσίου. Σε κάθε περίπτωση, ο έκτακτος χαρακτήρας της, ως επείγοντος μέτρου εφαρμογής του Μεσοπρόθεσµου Πλαισίου Δηµοσιονοµικής Στρατηγικής 2012-2015, έχει μεταβληθεί σε μόνιμο, δεδομένου ότι η εν λόγω εισφορά, η οποία ξεκίνησε να εισπράττεται από 1.1.2011, συνεχίζει να επιβαρύνει τους μισθοδοτούμενος από το Δημόσιο ακόμα και σήμερα, 14 χρόνια μετά, χρονικό διάστημα που υπερβαίνει  το 1/3 του συνολικού χρόνου (35ετία) που κατά την κοινή πείρα υπηρετεί ένας υπάλληλος ή λειτουργός στο Δημόσιο, ενώ κατά τη θέσπισή της δεν προβλέφθηκε συγκεκριμένη διάρκεια επιβολής της, ούτε η εξάρτηση της παρακράτησης αυτής από συγκεκριμένα δημοσιονομικά μεγέθη ή τη μείωση του ποσοστού της ανεργίας και την αντίστοιχη αύξηση της απασχόλησης, γεγονός που καθιστά ασαφή και μη δικαιολογημένη την αιτία θέσπισής της.

Ζητούμε την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης του άρθρου 38 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 3986/2011.

Ενσωμάτωση στις αποδοχές των διαφορών αποδοχών με το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους κατά την πάγια νομολογία

Η παραμονή των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών στον βαθμό που κατέχουν στην πράξη επιμηκύνεται σε σχέση με το ελάχιστο όριο παραμονής που προβλέπει ο νόμος. Έτσι, ενώ στα άρθρα 77 και 89 του ν. 4938/2022 προβλέπεται ότι σε πρόεδρο πρωτοδικών (ή ομοιόβαθμο), προάγεται πρωτοδίκης (ή ομοιόβαθμος) με 5 τουλάχιστον έτη υπηρεσίας, στην πραγματικότητα η προαγωγή αυτή λαμβάνει χώρα περίπου στα 15 έτη, ήτοι σε χρονικό διάστημα τριπλάσιο από το οριζόμενο και διπλάσιο από το χρονικό διάστημα χορήγησης της μισθολογικής προαγωγής του άρθρου 4 παρ. 1α του ν. 2521/1997. Αντίστοιχα ισχύουν για τους βαθμούς του εφέτη (και αντίστοιχους) και προέδρου εφετών (και αντίστοιχους).

Αντιθέτως, ο Δικαστικός Αντιπρόσωπος του Ν.Σ.Κ. προάγεται οπωσδήποτε σε Δικαστικό Αντιπρόσωπο Α΄ Τάξεως μόλις συμπληρώσει 7 έτη συνολικής υπηρεσίας, κατ’ άρθρο 44 παρ. 2 περ. στ’ του ν. 3086/2002, σε συνδυασμό με την περ. α’ υποπερ. αα’ και το άρθρο 27 παρ. 2 του ίδιου νόμου, και λαμβάνει τις αποδοχές του βαθμού αυτού που είναι ίσες με αυτές του προέδρου πρωτοδικών. Ακολούθως, με μόνη προϋπόθεση τη συμπλήρωση 12 ετών συνολικής υπηρεσίας, λαμβάνει την πρώτη μισθολογική προαγωγή (50/100 της διαφοράς του μισθού που λαμβάνει σε σχέση με αυτόν του επόμενου βαθμού) και με τη συμπλήρωση 17 ετών λαμβάνει τη δεύτερη μισθολογική προαγωγή (90/100 της ανωτέρω διαφοράς).

Οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί, προς αποκατάσταση της ισότητας, ασκούν αλλεπάλληλες αγωγές, που επιβαρύνουν το δικαστικό σύστημα. Οι αγωγές αυτές γίνονται δεκτές και επιδικάζονται υπέρ τους οι σχετικές διαφορές, πλέον χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, τόκων και δικαστικών εξόδων.

Ενόψει αυτών, προς αποκατάσταση της αρχής της ισότητας με τους λειτουργούς του Ν.Σ.Κ. ενόψει του, επιβεβλημένου από το Σύνταγμα, κατά τα άρθρα 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2 και με θεσμικά κριτήρια, ύψους των αποδοχών των Δικαστικών Λειτουργών, αλλά και για λόγους συμμόρφωσης με την πάγια στο θέμα νομολογία - και προς αποφυγή επιπλέον δικών- ζητούμε την τροποποίηση των περιπτώσεων α και β της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 2521/1997, όπως αυτό αντικαταστάθηκε, από 1.1.2008, με το άρθρο 57 παρ. 9 του ν. 3691/2008, ώστε να μην υπάρχει διαφοροποίηση των αποδοχών των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών με εκείνων των μελών του Ν.Σ.Κ.

Θέσπιση ειδικού μηνιαίου επιδόματος για την κάλυψη δαπανών διαμονής

Η μετά από απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης ή του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου Διοικητικής Δικαιοσύνης προαγωγή του δικαστικού λειτουργού, η τοποθέτησή του σε κενή οργανική θέση, η μετάθεση δικαστικού λειτουργού άνευ αιτήσεως και η απόσπαση δικαστικού λειτουργού για την αντιμετώπιση υπηρεσιακής ανάγκης, συνεπάγονται την απομάκρυνσή του από τον τόπο κύριας κατοικίας του και τη δημιουργία σημαντικών εξόδων. Τα έξοδα αυτά που αφορούν ιδίως διατήρηση – συντήρηση επιπλέον κατοικίας και δαπάνες μετακινήσεων, λαμβάνοντας υπόψιν ότι είναι συνήθως αντικειμενικά αδύνατη η μετεγκατάσταση των λοιπών μελών της οικογένειάς του λειτουργού λόγω των επαγγελματικών ή εκπαιδευτικών αναγκών τους, απομειώνουν ουσιωδώς το διαθέσιμο εισόδημά του για λόγο που σχετίζεται με την άσκηση των καθηκόντων του, πλήττοντας την ισότητα της οικονομικής μεταχείρισης των λειτουργών της Δικαιοσύνης, καθώς εν τέλει οι πραγματικές οικονομικές απολαβές εκάστου λειτουργού, προσδιορίζονται από το τυχαίο γεγονός της μόνιμης οικογενειακής του εγκατάστασης. Ιδιαίτερα δε στην περίπτωση προαγωγής στο βαθμό του Αρεοπαγίτη ή του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η ανισότητα αυτή καταδεικνύεται έτι περαιτέρω, λόγω του ότι η μοναδικότητα του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου σε συνδυασμό με την υποχρέωση διαμονής κάθε δικαστικού λειτουργού στον τόπο υπηρεσίας του, δημιουργεί σαφές οικονομικό πρόσκομμα για τους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς με μόνιμη κατοικία εκτός Αττικής. Τα παραπάνω έξοδα, δεδομένης της ραγδαίας αύξησης του κόστους ζωής, έχουν καταστεί δυσβάσταχτα για κάθε δικαστικό λειτουργό, ενώ αθροιζόμενα με τις ήδη υφιστάμενες – ως άνω - οικονομικές υποχρεώσεις ενδέχεται να τον επηρεάσουν αρνητικά και τελικά να τον αποσπάσουν από την άσκηση των καθηκόντων του. Επισημαίνεται, τέλος, ότι ανάλογο επίδομα προβλέπεται και χορηγείται, σύμφωνα με τη με αριθμό 6701/1994 απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής των Ελλήνων και στους εκπροσώπους της νομοθετικής εξουσίας, οι οποίοι δεν διατηρούν ιδιόκτητη κατοικία στην Αθήνα και υποχρεώνονται για το λόγο αυτό σε επιπλέον δαπάνες διαμονής στον τόπο άσκησης των καθηκόντων τους.

Ενόψει των ανωτέρω, ζητούμε τη θέσπιση ειδικού μηνιαίου επιδόματος ποσού χιλίων ευρώ (1.000 ευρώ), για την κάλυψη των δαπανών διαμονής στον δικαστικό λειτουργό, από τη στιγμή της προαγωγής/τοποθέτησης/μετάθεσής χωρίς αίτηση/απόσπασής του, με απόφαση του οικείου Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου σε δικαστήριο ή εισαγγελία, η έδρα των οποίων είναι διαφορετική από εκείνη της κύριας κατοικίας του, για όσο χρόνο παραμένει σε αυτήν.

Μισθολογική προσαύξηση για τους πρώην ειρηνοδίκες που συμπληρώνουν 18 και 20 έτη υπηρεσίας.

Να χορηγηθούν στους πρώην ειρηνοδίκες Α’ τάξης, που στις 16.9.2024 είχαν συμπληρώσει τα 18 χρόνια δικαστικής υπηρεσίας, (ή θα συμπληρώσουν στη συνέχεια τα 18 χρόνια), οι μισθολογικές προσαυξήσεις στα ποσοστά που προβλέπονται στο άρθρο 4 παρ.1β’ του ν. 2521/1997, δηλ. το (50/100) της διαφοράς του βασικού μισθού μεταξύ του βαθμού που κατέχουν και του επόμενου δηλ. του εφέτη καθώς και το (90/100) σε όσους συμπληρώσουν στη συνέχεια τα 20 χρόνια δικαστικής υπηρεσίας. Το αίτημά στηρίζεται στις επιταγές που απορρέουν από τον νόμο 5108/2014 για την ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, ο οποίος προβλέπει στο άρθρο 10 ότι «Οι υπηρετούντες, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, ειρηνοδίκες λαμβάνουν όλες τις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών με τους οποίους αντιστοιχούν κατά το άρθρο 8, συμπεριλαμβανομένων των μισθολογικών προαγωγών και κατ' αναλογία των ετών πραγματικής δικαστικής υπηρεσίας».

Επομένως πρέπει να εκδοθεί Υπουργική Απόφαση και να χορηγήσει στους ως άνω δικαστικούς λειτουργούς που στις 16.9.2024 είχαν συμπληρώσει τα 18 χρόνια δικαστικής υπηρεσίας τη μισθολογική προσαύξηση του 4 παρ.1β’ του ν. 2521/1997 και μάλιστα αναδρομικά από την 16.9.2024, όπως φυσικά και σε όσους στο μέλλον (πρωτοδίκες πλέον ειδικής επετηρίδας), συμπληρώσουν τα 18 ή 20 έτη πραγματικής δικαστικής υπηρεσίας, σύμφωνα με τα παραπάνω αναφερόμενα.

Κατόπιν τούτων, ζητούμε άμεση συνάντηση με τον αρμόδιο Υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, προκειμένου να εκθέσουμε αναλυτικά τα αιτήματά μας.

Μετά τιμής

ΟΙ ΠΡΟΕΔΡΟΙ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΕΝΩΣΕΩΝ

Χριστόφορος Σεβαστίδης, Πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών & Εισαγγελέων, Εφέτης

Σοφία Βιτάλη, Πρόεδρος της Ένωσης Συμβουλίου Επικρατείας, Σύμβουλος Επικρατείας

Βανέσσα Παναγιώτα Ντέγκα, Πρόεδρος της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών, Εφέτης Δ.Δ.

Ευάγγελος Μπακέλας, Πρόεδρος της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος, Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου

Κων/νος Εφεντάκης, Πρόεδρος της Ένωσης Δικαστικών Λειτουργών Ελεγκτικού Συνεδρίου, Σύμβουλος

Ευαγγελία Γάκη, Πρόεδρος Ένωσης Δικαστικών Λειτουργών Ενόπλων Δυνάμεων

Εμμανουέλα Πανοπούλου, Πρόεδρος της Ένωσης Μελών Ν.Σ.Κ., Νομική Σύμβουλος του Κράτους

Αθήνα, 28.8.2025
Αρ.πρωτ. 114

Υπόμνημα της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών
Επί του νομοσχεδίου με τίτλο ‘‘Αναμόρφωση πλαισίου και διαδικασιών επιστροφών πολιτών τρίτων χωρών - Λοιπές ρυθμίσεις του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου’’

Το νομοσχέδιο αυστηροποιεί έτι περαιτέρω το πλαίσιο επιστροφής μεταναστών και επιτείνει την καταστολή αυτών, υλοποιώντας τις κατευθύνσεις του νέου Συμφώνου της ΕΕ για τη Μετανάστευση και το Άσυλο, σε συνθήκες ύφεσης και πολεμικής οικονομίας σε όλη την ΕΕ. Ως Ένωση Διοικητικών Δικαστών έχουμε ιδιαίτερη ευαισθησία για τα δικαιώματα (ουσιαστικά και δικονομικά) των μεταναστών και προσφύγων και εναντιωνόμαστε σε κάθε απόπειρα φαλκίδευσης της συνθήκης της Γενεύης, όπως χαρακτηριστικά έγινε πρόσφατα κατά τη συζήτηση της διάταξης για αναστολή για 3 μήνες της δυνατότητας υποβολής αιτήσεων χορήγησης ασύλου από άτομα που εισέρχονται στη χώρα παράνομα με οποιοδήποτε πλωτό μέσο που προέρχεται από τη Βόρεια Αφρική, καθώς και της επιστροφής των ατόμων αυτών, χωρίς καταγραφή, στη χώρα προέλευσης ή καταγωγής, όπου τοποθετηθήκαμε δημόσια με δελτίο τύπου.

Επί των άρθρων του νομοσχεδίου:

1. ΑΡΘΡΟ 4 (περ ζ):
Η περ. ζ΄ σχετικά με τον ορισμό του «κινδύνου διαφυγής» οφείλει να περιλαμβάνει εξαντλητικό και όχι ενδεικτικό κατάλογο κριτηρίων, βάσει των οποίων θα κρίνεται, αναλόγως των περιστάσεων, εάν ο υπήκοος τρίτης χώρας πρόκειται να διαφύγει. Μόνον έτσι διασφαλίζεται ότι η δυνατότητα των αρχών να επιβάλλουν μέτρα στέρησης της ελευθερίας εντάσσεται σε προκαθορισμένα όρια, τα οποία «καθορίζονται σαφώς από δεσμευτική πράξη, της οποίας η εφαρμογή να είναι προβλέψιμη» (ΔΕΕ, C-528/15, Al Chodor, 15.2.2017, σκ. 42). Επιπλέον, κριτήρια όπως η «έλλειψη κατοικίας ή γνωστής διαμονής» δεν δύνανται να συνιστούν αυτοτελώς τεκμήρια κινδύνου διαφυγής, ιδίως σε περιπτώσεις προσώπων που εισέρχονται στη χώρα προκειμένου να υποβάλουν αίτηση διεθνούς προστασίας.

2.ΑΡΘΡΟ 4 (περ. γδ)
Η πρόβλεψη της απομάκρυνσης προς «ασφαλή τρίτη χώρα» ή «πρώτη χώρα ασύλου» ως αυτοτελών προορισμών επιστροφής δεν εναρμονίζεται με το κανονιστικό πλαίσιο της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ. Η Οδηγία, στο άρθρο 3(3), παρέχει έναν εξαντλητικό ορισμό της έννοιας της «επιστροφής», περιορίζοντας τους δυνατούς προορισμούς στις ακόλουθες πιπτώσεις: (α) τη χώρα καταγωγής, (β) χώρα διέλευσης δυνάμει συμφωνίας ή διευθέτησης επανεισδοχής ή (γ) άλλη τρίτη χώρα, στην οποία ο ενδιαφερόμενος συναινεί να επιστρέψει και η οποία δέχεται την επιστροφή του. Η προσθήκη της ασφαλούς τρίτης χώρας και της πρώτης χώρας ασύλου ως αυτόνομων κατηγοριών επιστροφής υπερβαίνει το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας. Οι ρυθμίσεις αυτές αντλούν την έμπνευσή τους από την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για Κανονισμό Επιστροφών [COM (2025) 101 final], η οποία, ωστόσο, τελεί ακόμη υπό διαπραγμάτευση και δεν διαθέτει δεσμευτική ισχύ. Επιπλέον, η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής των επιστροφών προς χώρες που χαρακτηρίζονται ως «ασφαλή τρίτα κράτη» χωρίς σαφή, αντικειμενικά και αυστηρά κριτήρια ενέχει σοβαρούς κινδύνους για την προστασία της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας. Συνεπώς, κάθε επιστροφή σε τρίτη χώρα, πέραν της χώρας καταγωγής, πρέπει να διενεργείται μόνον υπό αυστηρές προϋποθέσεις και με απόλυτο σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

Προτείνουμε να επεκταθεί ο ορισμός των ευάλωτων ατόμων μέσω της προσθήκης των ατόμων με σοβαρές ασθένειες, των ατόμων με νοητική και ψυχική αναπηρία καθώς και των άμεσων συγγενών θυμάτων ναυαγίων (ευθυγράμμιση ορισμού με τον ν.4939/2022).

3. ΑΡΘΡΟ 8
Η μείωση της προθεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης (από 25 σε 14 ημέρες) και του χρόνου παράτασης της προθεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης (από 120 σε 60 ημέρες), δημιουργεί σοβαρές δυσχέρειες ιδίως για κατηγορίες προσώπων που χρήζουν μεγαλύτερου χρονικού διαστήματος για την προετοιμασία της επιστροφής τους, όπως οικογένειες, άτομα με προβλήματα υγείας ή πρόσωπα τα οποία αντιμετωπίζουν διοικητικές καθυστερήσεις ως προς την έκδοση των αναγκαίων ταξιδιωτικών εγγράφων. Περαιτέρω, η τόσο περιορισμένη προθεσμία για την οικειοθελή αποχώρηση υπονομεύει κατ’ ουσίαν τη δυνατότητα αποτελεσματικής δικαστικής προσφυγής κατά της απόφασης επιστροφής ή την υποβολή αιτήματος αναστολής εκτέλεσης, δεδομένου ότι σε πολλές περιπτώσεις η πρόσβαση σε νομική συνδρομή παραμένει διαδικασία χρονοβόρα και ιδιαίτερα απαιτητική. Η δε εισαγωγή της ηλεκτρονικής επιτήρησης ως εναλλακτικού μέτρου αντί της κράτησης, με στόχο την αντιμετώπιση του κινδύνου διαφυγής, εγείρει σοβαρά ζητήματα ως προς τη συνταγματικότητα και τη συμβατότητά της με την αρχή της αναλογικότητας και τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Η ηλεκτρονική επιτήρηση, λόγω του παρεμβατικού χαρακτήρα της, δύναται να επηρεάσει αρνητικά την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου και να επιφέρει σημαντική ψυχολογική επιβάρυνση. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να θεωρείται σύνηθες διοικητικό μέτρο, αλλά θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνον κατ’ εξαίρεση, υπό αυστηρές νομικές εγγυήσεις.

4.ΑΡΘΡΟ 12
Η αύξηση της μέγιστης διάρκειας απαγόρευσης εισόδου σε 10 έτη με δυνατότητα περαιτέρω παράτασης για άλλα 5 έτη ενέχει τον κίνδυνο παραβίασης του άρθρου 11(2) της Οδηγίας Επιστροφής (2008/115/ΕΚ), το οποίο επιτρέπει απαγόρευση εισόδου διάρκειας 5 ετών, με δυνατότητα επέκτασης μόνο σε περιπτώσεις σοβαρής απειλής για τη δημόσια τάξη ή ασφάλεια. Η επίκληση της πρότασης Κανονισμού Επιστροφών, η οποία τελεί ακόμη υπό διαπραγμάτευση και στερείται δεσμευτικής ισχύος, δεν επαρκεί για να δικαιολογήσει τις εν λόγω ρυθμίσεις.

5.ΑΡΘΡΟ 14
Κατά των αποφάσεων επιστροφής που ενσωματώνονται σε αποφάσεις απόρριψης του αιτήματος χορήγησης ή ανανέωσης τίτλου διαμονής καθώς και σε αποφάσεις ανάκλησης ισχύοντος τίτλου διαμονής οι πολίτες τρίτων χωρών έχουν δικαίωμα αίτησης θεραπείας του άρθρου 24 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, Α’ 45) εντός αποκλειστικής προθεσμίας δέκα (10) ημερών από την επίδοση της απόφασης. Η σχετική προθεσμία είναι υπέρμετρα περιοριστική σε σχέση με την προθεσμία των 60 ημερών όπως ισχύει, καθόσον σε διάστημα μόλις δέκα ημερών είναι εξαιρετικά δυσχερές να συγκεντρωθούν τα αναγκαία έγγραφα καθώς και να εξασφαλιστεί η απαιτούμενη νομική συνδρομή.

6.ΑΡΘΡΟ 16
Η νομοθετική πρόβλεψη για την παράταση της διοικητικής κράτησης μεταναστών από δεκαοκτώ (18) σε είκοσι τέσσερις (24) μήνες (άρθρο 16 παρ. 5 και 6 του σχεδίου νόμου) βρίσκεται σε σαφή αντίθεση με το ισχύον ευρωπαϊκό δίκαιο, και συγκεκριμένα με το άρθρο 15 παρ. 5 και 6 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ («Οδηγία Επιστροφών»), το οποίο καθορίζει ως ανώτατη διάρκεια κράτησης τους δεκαοκτώ (18) μήνες. Επιπλέον η εν λόγω ρύθμιση υπερβαίνει τα συνταγματικά όρια που θέτει το εθνικό δίκαιο ως προς τη στέρηση της ελευθερίας χωρίς ποινική δίκη (άρθρο 6 παρ. 4 του Συντάγματος). Η επίκληση της πρότασης νέου Κανονισμού Επιστροφών δεν δύναται να αποτελέσει νομιμοποιητική βάση για την απόκλιση από το δεσμευτικό ενωσιακό πλαίσιο, το οποίο εξακολουθεί να ορίζεται από την ισχύουσα Οδηγία Επιστροφών. Ακόμη και σε περίπτωση μελλοντικής τροποποίησης του ενωσιακού δικαίου, η δυνατότητα παράτασης της κράτησης σε 24 μήνες θα ισχύει μόνον για τα κράτη μέλη, στα οποία μια τέτοια ρύθμιση δεν έρχεται σε αντίθεση με το Σύνταγμα.

7. ΑΡΘΡΟ 23
Η αυτόματη κράτηση όταν παραβιάζονται οι υποχρεώσεις κατά την περίοδο οικειοθελούς αναχώρησης (ηλεκτρονική επιτήρηση, τακτική εμφάνιση ενώπιον των αρχών) ή όταν συντρέχουν παράγοντες κινδύνου κατά το άρθρο 8 (παρ. 4) αντίκειται στο άρθρο 15 της Οδηγίας Επιστροφής, το οποίο απαιτεί ατομική αξιολόγηση πριν την επιβολή κράτησης. Η κράτηση πρέπει να αποτελεί έσχατο μέτρο και να εφαρμόζεται μόνο όταν λιγότερο καταναγκαστικά μέτρα δεν επαρκούν για την επίτευξη του ίδιου σκοπού.

8. ΑΡΘΡΟ 29
Η κατάργηση της άδειας διαμονής για εξαιρετικούς λόγους στερεί από χιλιάδες μακροχρόνια διαμένοντες τη δυνατότητα τακτοποίησης, παρά το ότι ζουν και εργάζονται νόμιμα στην Ελλάδα ή απολαύουν προστασίας βάσει διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου. Μέχρι σήμερα, η ρύθμιση αυτή λειτουργούσε ως δίχτυ ασφαλείας για πρόσωπα με αποδεδειγμένους δεσμούς και συνεχή παρουσία στη χώρα, των οποίων η ανανέωση άδειας απορρίπτεται συχνά για λόγους πέραν της ευθύνης τους (π.χ. διοικητικές καθυστερήσεις). Η χορήγηση άδειας διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους ή για λόγους δημοσίου συμφέροντος (που παραμένουν σε ισχύ) δεν καλύπτει τις πραγματικές ανάγκες αυτών των ανθρώπων, οι οποίοι έχουν θεμελιώσει δεσμούς προστατευόμενους από το άρθρο 8 ΕΣΔΑ. Η κατάργηση της άδειας διαμονής για εξαιρετικούς λόγους δεν θα περιορίσει τη μετανάστευση, αλλά θα ενισχύσει την περιθωριοποίηση και την επισφάλεια.

9.ΑΡΘΡΟ 34
Με το άρθρο 34 του σχεδίου νόμου προβλέπεται η επιβολή παραβόλου ύψους 300 ευρώ για την υποβολή κάθε μεταγενέστερης αίτησης ασύλου, επαναλαμβάνοντας τη ρύθμιση που είχε εισαχθεί αρχικά με το άρθρο 23 ν. 4825/2021 και στη συνέχεια με το άρθρο 94 ν. 4939/2022, με αύξηση του ποσού του παραβόλου από 100 σε 300 ευρώ. Κατά της σχετικής ΚΥΑ που είχε εκδοθεί σε συνέχεια της αρχικής διάταξης εκκρεμεί ήδη αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Εξάλλου, κανένα άλλο κράτος μέλος δεν έχει θεσπίσει αντίστοιχη οικονομική επιβάρυνση για την πρόσβαση στη διαδικασία ασύλου.

Παράλληλα, το ίδιο άρθρο (34) τροποποιεί την παρ. 7 του άρθρου 94 ν. 4939/2022, αντικαθιστώντας την απόρριψη όμοιας μεταγενέστερης αίτησης ως απαράδεκτης (με δυνατότητα προσφυγής) με απλή αρχειοθέτηση από τον Προϊστάμενο, κατά το άρθρο 4 παρ. 4 Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999). Η ρύθμιση αυτή καταργεί στην πράξη τη δυνατότητα άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής κατά της απόφασης που απορρίπτει ως απαράδεκτη μεταγενέστερη αίτηση, κατά παράβαση των διατάξεων άρθρων 40–42 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ.

Σήμερα οι αντιθέσεις και οι ανταγωνισμοί μεταξύ κρατών και μεγάλων οικονομικών συμφερόντων για τον έλεγχο των αγορών, των πρώτων υλών, των ενεργειακών πηγών και των δρόμων μεταφοράς τους, αλλά και για την εξασφάλιση στρατιωτικών πλεονεκτημάτων συχνά επιφέρουν φτώχεια και οικονομική εξαθλίωση σε μεγάλα τμήματα πληθυσμού. Το μεταναστευτικό/προσφυγικό ζήτημα, επομένως, δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται με καταστολή και αυστηροποίηση των διαδικασιών του πλαισίου χορήγησης άδειας διαμονής ή ασύλου. Προς ανακούφιση του προβλήματος η Πολιτεία οφείλει να δημιουργεί αξιοπρεπείς ανοιχτούς χώρους υποδοχής και φιλοξενίας μεταναστών και προσφύγων στους οποίους θα πρέπει να παρέχεται ιατροφαρμακευτική φροντίδα, δωρεάν σίτιση και στέγαση, διερμηνεία και νομική αρωγή, αλλά και θα υπάρχει ειδική μέριμνα για ανήλικους πρόσφυγες και μετανάστες, μητέρες και παιδιά, καθώς και θύματα εμπορίας ανθρώπων. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει η νομοθεσία ευέλικτα να δίνει τη δυνατότητα νομιμοποίησης εκείνων των μεταναστών που ζουν και εργάζονται στην Ελλάδα, ενόψει μιας ήδη διαμορφωμένης πραγματικής κατάστασης που ο νομοθέτης δεν μπορεί να αγνοεί και στην κατεύθυνση της κοινωνικής ένταξής τους.

ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                        Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΒΑΝΕΣΣΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ             ΝΤΕΓΚΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΦΑΪΤΑΣ
ΕΦΕΤΗΣ ΔΔ                                                     ΕΦΕΤΗΣ ΔΔ

ΕΝΩΣΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ
Λ.Ριανκούρ 85, γρ. 217–218, 2ος όροφος
Αμπελόκηποι–Αθήνα, ΤΚ 115-24
Τηλ 210-6996688 και 210-6980777
FAX: 210-6998848
e-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Αθήνα, 25.07.2022
Αρ. Πρωτ. 44

Προς
Τη Διαρκή Επιτροπή Δημόσιας
Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης
και Δικαιοσύνης
της Βουλής των Ελλήνων

 

ΘΕΜΑ: Παρατηρήσεις επί του Σχεδίου Νόμου «Σύσταση Δικαστικής Αστυνομίας και λοιπές επείγουσες διατάξεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης»

Στο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης με τίτλο «Σύσταση Δικαστικής Αστυνομίας και λοιπές επείγουσες διατάξεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης», προβλέπεται στο άρθρο 47 υπό τον τίτλο «Αληθής έννοια των διατάξεων σχετικά με τη δυνατότητα άσκησης καθηκόντων διεύθυνσης στα δικαστήρια και στις εισαγγελίες» ότι

ΕΝΩΣΗ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ
ΕΝΩΣΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ
ΕΝΩΣΗ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΕΝΩΣΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ
ΕΝΩΣΗ ΜΕΛΩΝ Ν.Σ.Κ.

 
 

Αθήνα, 27/8/2020

 Υπόμνημα προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης ενόψει της έναρξης του νέου δικαστικού έτους εν μέσω της πανδημίας του COVID-19

    Κοινοποίηση:

1) Υπουργό Υγείας
2) Πρόεδρο του Αρείου Πάγου
3) Πρόεδρο του ΣτΕ
4) Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου
5) Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου
6) Γενικό Επίτροπο των Διοικητικών Δικαστηρίων
7) Γενικό Επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου
8) Δικηγορικούς Συλλόγους της Χώρας
9) Εθνικό Οργανισμό Δημόσιας Υγείας

 
        
 

  Ενόψει των κινδύνων που δημιουργεί η πανδημία του COVID-19 και η αύξηση των σχετικών κρουσμάτων, και ενόψει της έναρξης του νέου δικαστικού έτους (2020-2021),

ΕΝΩΣΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ
Λ.Ριανκούρ 85, γρ. 217–218, 2ος όροφος
Αμπελόκηποι–Αθήνα, ΤΚ 115-24
ΤΗΛ: 210-6996688 και 210-6980777
FAX: 210-6998848
ΕΜΑΙL: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
ή Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.


Αθήνα, 30.10.2019

 

ΥΠΟΜΝΗΜΑ
ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ


Προς τη Βουλή των Ελλήνων

 

Ενόψει της συζήτησης του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη «Περί Διεθνούς Προστασίας και άλλες διατάξεις»


Αξιότιμοι κύριοι Βουλευτές της Βουλής των Ελλήνων,
Με το παρόν Υπόμνημα η Ένωση Διοικητικών Δικαστών θέτει υπόψη της Βουλής των Ελλήνων τις θέσεις της σχετικά με τα πιο βασικά σημεία του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη «Περί Διεθνούς Προστασίας και άλλες διατάξεις».

ΕΝΩΣΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

Λ.Ριανκούρ 85, γρ. 217–218, 2ος όροφος

Αμπελόκηποι–Αθήνα, ΤΚ 115-24

Τηλ 210-6996688 και 210-6980777

FAX: 210-6998848

mail:Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

                                Αθήνα, 15.10.2018

Αρ Πρωτ. 78

   

ΠΡΟΣ ΤΗ ΔΙΑΡΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ 

ΥΠΟΜΝΗΜΑ

ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

ενόψει της επεξεργασίας του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων «Επείγουσες ρυθμίσεις για την υποβολή δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης και άλλες διατάξεις».

ΕΝΩΣΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

Λ.Ριανκούρ 85, γρ. 217–218, 2ος όροφος

Αμπελόκηποι–Αθήνα, ΤΚ 115-24

Τηλ 210-6996688 και 210-6980777

FAX: 210-6998848

e-mail : Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Αθήνα 15.7.2013

Αρ.Πρωτ.198

Προς 

τον Υπουργό  Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κ. Χαράλαμπο Αθανασίου,

Κοινοποίηση : 

Γενικό Γραμματέα, κ. Ν. Κανελλόπουλο

  

Αξιότιμε Κύριε  Υπουργέ

 Σε συνέχεια της τελευταίας συνάντησης και συζήτησης  που είχαμε  μαζί σας  για θέματα  που αφορούν  τα διοικητικά δικαστήρια  θεωρούμε  σκόπιμο  να  σας θέσουμε  υπόψη   και  εγγράφως  τα παρακάτω  

ΕΝΩΣΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

Λ.Ριανκούρ 85, γρ. 217–218, 2ος όροφος

Αμπελόκηποι–Αθήνα, ΤΚ 115-24

Τηλ 210-6996688 και 210-6980777

FAX: 210-6998848

mail:Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Αθήνα, 26-11-2013

Αρ. Πρωτ. 251

    Προς 

Τον Υπουργό  Δικαιοσύνης Διαφάνειας και

Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, 

κ. Χαράλαμπο Αθανασίου,

            

Αξιότιμε  κύριε Υπουργέ

Σε συνέχεια    των  συζητήσεων  που είχαμε  μαζί σας   οι δικαστικές ενώσεις   σας  υποβάλλουμε  τις θέσεις μας  για τα ζητήματα που θεωρούμε ότι  πρέπει να ρυθμιστούν  άμεσα  ενόψει και του ότι δεν  επιφέρουν δημοσιονομικό  κόστος .

ΕΝΩΣΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

Λ.Ριανκούρ 85, γρ. 217–218, 2ος όροφος

Αμπελόκηποι–Αθήνα, ΤΚ 115-24

Τηλ 210-6996688 και 210-6980777

FAX: 210-6998848

mail:Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Αθήνα, 12-10 -2015

Αρ. Πρωτ.117

ΠΡΟΣ

ΤO YΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΝΩΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

1. Ανάκτηση δικονομικών δικαιωμάτων των πολιτών

       Η Ένωση Διοικητικών Δικαστών εκκινώντας από την επιστημονική εξήγηση των αιτιών του φαινομένου της καθυστέρησης της απονομής της Δικαιοσύνης (το οποίο δεν είναι φαινόμενο αμιγώς δικονομικό, αλλά έχει προεχόντως κοινωνικά αίτια, ήτοι συνδέεται άρρηκτα με την κοινωνική ανισότητα που αναπαράγει διαρκώς διαφορές)