ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΜΑΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΑΝΑΘΕΩΡΗΜΕΝΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΕΙΑΣ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΩΝ ΤΑΚΤΙΚΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ
Παναγιώτα Χαραλαμπίδου, Φανή Σωτηριάδου, Γιώργος Μαρμαρίδης
Επί της καθ’ ύλην αρμοδιότητας (άρθρο 6):
Παγίως τασσόμαστε υπέρ των πολυμελών συνθέσεων, έναντι των μονομελών, οι οποίες πρέπει να περιορίζονται σε ήσσονος σημασίας και μικρού οικονομικού αντικείμενου υποθέσεις. Τα συλλογικά όργανα εμπνέουν μεγαλύτερη ασφάλεια (η συλλογική σκέψη είναι πάντοτε ανώτερη) και η διάσκεψη είναι η ουσία του δικαστικού έργου, ενώ, εξάλλου, δεν επιβεβαιώθηκε ότι οι πολυμελείς συνθέσεις ευθύνονται για την καθυστέρηση, τα αίτια της οποίας είναι βαθύτατα και τα έχουμε αναδείξει πολλάκις. Στην κατεύθυνση των πολυμελών συνθέσεων έχουν ήδη γίνει θεμιτώς τροποποιήσεις με προηγούμενο νόμο. Άλλωστε, ο δικαιολογητικός λόγος της γενίκευσης των μονομελών συνθέσεων ήταν, κατά τον νομοθέτη (ν. 3900/2010), «ο συντριπτικός όγκος εκκρεμών υποθέσεων και η συνακόλουθη καθυστέρηση στην απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης» (βλ. αιτιολογική έκθεση του ν. 3900/2010). Ήταν επιλογή του νομοθέτη της οικονομικής κρίσης, οι λύσεις για τα θέματα που ο ίδιος προέκρινε ως σημαντικά και πλέον επείγοντα (προσέλκυση επενδύσεων, είσπραξη φόρων), να επιτευχθούν με θυσία σειράς δικαιωμάτων, μεταξύ των οποίων και τα δικονομικά δικαιώματα των πολλών.
Επί του προτεινόμενου άρθρου διαφωνούμε ιδιαιτέρως με τη διατήρηση της αρμοδιότητας του διοικητικού εφετείου σε πρώτο βαθμό για τις φορολογικές διαφορές έστω πάνω από 250.000 ευρώ. Προτείνουμε την επαναφορά των υποθέσεων αυτών στα πρωτοδικεία, κάτι που θα αποκλείσει και τη μονομέρεια, αφού θα ασχολείται με σοβαρές φορολογικές υποθέσεις κατά βάση το σύνολο του Σώματος (σήμερα στην πράξη οι σοβαρές φορολογικές υποθέσεις εκδικάζονται – και αντίστοιχα τα σχετικά θέματα επιλύονται - από έναν μικρό αριθμό δικαστών των διοικητικών εφετείων, ιδίως αν λάβουμε υπόψη ότι στα μεγάλα εφετεία λειτουργούν ειδικά φορολογικά τμήματα). Επισημαίνουμε για πολλοστή φορά τη δικονομική ασυνέπεια να προβλέπονται δύο βαθμοί δικαιοδοσίας για τις φορολογικές διαφορές με αντικείμενο μικρότερο των 250.000 ευρώ και ένας για εκείνες με αντικείμενο μεγαλύτερο του εν λόγω ορίου. Με τον τρόπο αυτό παρεμπιπτόντως θα εξαλειφθούν και οι δυσλειτουργίες και οι αντιφάσεις που ενίοτε δημιουργούνται σε περιπτώσεις συναφών υποθέσεων άλλες από τις οποίες εκδικάζονται σε πρώτο βαθμό από το πρωτοδικείο και άλλες από το εφετείο (συνεχείς παραπομπές ή και αναπομπές, κίνδυνος αντιφατικών αποφάσεων κ.ά.). Εμμένουμε, επομένως, στην πάγια θέση μας οι διαφορές αυτές να ανήκουν στην αρμοδιότητα του τριμελούς πρωτοδικείου (και με έφεση στο εφετείο).
Επίσης διαφωνούμε με τη διατήρηση της πρόσφατης νομοθετικής μεταρρύθμισης με την οποία οι συμβάσεις προμηθειών και υπηρεσιών περιήλθαν στο διοικητικό πρωτοδικείο. Η επίλυση των συγκεκριμένων διαφορών ιστορικά είναι συνδεδεμένη με τα εφετεία. Αρχικά με τα πολιτικά (άρθρο 17 του ν.δ. 1266/1972) και μετά τον ν. 1406/1983 και με τα διοικητικά, με τη δικαιοδοσία (μεταξύ των πολιτικών και των διοικητικών εφετείων) να καθορίζεται από τον χαρακτήρα της σύμβασης ως διοικητικής ή ιδιωτικής. Η διχοτόμηση της δικαιοδοσίας είχε ως αποτέλεσμα την συχνή έκδοση αντίθετων αποφάσεων διοικητικών και πολιτικών δικαστηρίων ως προς την ερμηνεία των ίδιων διατάξεων (και τη συχνή προσφυγή στο ΑΕΔ). Έτσι ο αναθεωρητικός νομοθέτης το 2001 (άρθρο 94 παρ. 3 του Συντάγματος) έδωσε τη δυνατότητα στον κοινό νομοθέτη να υπαγάγει τις σχετικές διαφορές σε κοινή δικαιοδοσία, κάτι που υλοποιήθηκε με το άρθρο 21 του ν. 4491/2017 για τα δημόσια έργα και με το άρθρο 43 παρ. 24α του ν. 4605/2019 για τις προμήθειες και τις υπηρεσίες. Έκτοτε δικαιοδοσία έχουν τα διοικητικά εφετεία για το σύνολο των δημοσίων συμβάσεων ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα της σύμβασης ως διοικητικής ή ιδιωτικής. Με βάση τα παραπάνω η διάσπαση της συγκεκριμένης αρμοδιότητας δεν βρίσκει έρεισμα στην ιστορική παράδοση των εν λόγω διαφορών, επιφέρει επιβάρυνση στα διοικητικά πρωτοδικεία και σύγχυση στους δικηγόρους και τους διαδίκους. Προτείνουμε οι συγκεκριμένες διαφορές να επανέλθουν στο διοικητικό εφετείο.
Με την πρόταση για την αρμοδιότητα του προέδρου πρωτοδικών για την αναστολή λειτουργίας επαγγελματικών εγκαταστάσεων κλπ. (βλ. άρθρο 13 Α του ν. 2523/1997), συμφωνούμε.
Επί της κατά τόπο αρμοδιότητας (άρθρο 7):
Το κριτήριο της κατά τόπο αρμοδιότητας στις διοικητικές διαφορές πρέπει, κατά κανόνα, να συνδεθεί με την κατοικία του διοικούμενου, τον τόπο της υπηρεσίας του (αν πρόκειται για διαφορές περί τις αποδοχές του προσωπικού του Δημοσίου, των ο.τ.α. και των ν.π.δ.δ.), την έδρα του αν πρόκειται για εταιρεία ή τον τόπο της επιχείρησης, αν πρόκειται για διαφορές που αφορούν παραβάσεις της εργατικής ή ασφαλιστικής νομοθεσίας που ανέκυψαν κατόπιν ελέγχου στην επιχείρηση του εργοδότη. Επομένως, δεν μας καλύπτει η βελτιωμένη πάντως σε σχέση με την ισχύουσα ρύθμιση πρόταση της ομάδας εργασίας της Γενικής Επιτροπείας. Θεωρούμε ότι θα πρέπει στην παρ. 1 του άρθρου 7 να τίθεται τούτο ως κανόνας και να ακολουθούν οι εξαιρέσεις, στις οποίες, κατ’ αρχήν, θέτουμε τις διαφορές περί των ορίων των ο.τ.α. (ως ισχύει σήμερα), τις διαφορές από αγωγές, πλην εκείνων περί αποδοχών (ως ισχύει σήμερα) και τις διαφορές από διοικητικές συμβάσεις (ως ισχύει σήμερα). Στις δε υποθέσεις που θα ισχύει το κριτήριο της κατοικίας/υπηρεσίας/έδρας/τόπου επιχείρησης, ως ανωτέρω ειπώθηκε και προτάθηκε, εισηγούμαστε να προβλεφθεί ότι “σε περίπτωση που περισσότερα πρόσωπα συνδέονται με τον δεσμό της ομοδικίας, αρμόδιο δικαστήριο είναι το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου έχει την κατοικία του …. οποιοσδήποτε από τους ομοδίκους”».
Επί της Δήλωσης αποχής και Αίτησης εξαίρεσης (άρθρα 17-18):
Συμφωνούμε με την πρόταση της ομάδας εργασίας της Γενικής Επιτροπείας, να μην συζητείται σε καμία περίπτωση η αίτηση εξαίρεσης αν η δήλωση αποχής γίνει δεκτή (ενώ με το ισχύον πλαίσιο συζητείται αν έχει προσδιοριστεί).
Στο προτεινόμενο άρθρο 17 όμως ορίζεται ως απώτατη προθεσμία υποβολής αίτησης εξαίρεσης το 15νθήμερο πριν τη συζήτηση (αντί 5 ημέρες σήμερα). Με αυτή τη διάταξη διαφωνούμε γιατί περιορίζεται η δυνατότητα υποβολής αίτησης εξαίρεσης.
Διαφωνούμε με τη ρύθμιση στο προτεινόμενο άρθρο 18 σύμφωνα με την οποία η αίτηση εξαίρεσης θα δικάζεται σε συμβούλιο (κι όχι στο ακροατήριο). Δεν βρίσκουμε λόγο η αρχή της δημοσιότητας να μην καταλαμβάνει την αίτηση εξαίρεσης. Θα αποτελεί και ένα κακό προηγούμενο για να ακολουθήσουν αντίστοιχες ρυθμίσεις και για άλλες κατηγορίες διαφορών. Εξάλλου, δίνεται αφορμή να λεχθεί ότι οι δικαστές φοβούνται τις αιτήσεις εξαίρεσης.».
Επί της Εκπροσώπησης Δημοσίου (άρθρο 25):
Πλέον στις διαφορές που αφορούν σήματα το δικόγραφο στρέφεται κατά του Οργανισμού Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας ως οιονεί καθολικού διαδόχου του Ελληνικού Δημοσίου [βλ. άρθρο 1 παρ. 2 περ. θ΄ του ν. 1733/1987 (Α΄ 171), ως έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 37 του ν. 4796/2021 (Α΄ 63), σε συνδυασμό με το άρθρο 58 του ν. 4982/2022 (Α΄ 195)]. Ίσως η μνεία στον Υπουργό Ανάπτυξης να έχει νόημα αν ο νόμος ορίσει στο μέλλον ξανά κάτι άλλο. Ή είναι παραδρομή.
Επί της νομιμοποίησης (άρθρα 26 και 28):
Διαφωνούμε με την πρόταση της ομάδας εργασίας της Γενικής Επιτροπείας σύμφωνα με την οποία τα νομιμοποιητικά έγγραφα θα πρέπει να προσκομίζονται 30 ημέρες από την επίδοση του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου. Πρόκειται για νέο δικονομικό βάρος που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τα συμφέροντα του διαδίκου. Για τον λόγο αυτό ζητάμε να μην τροποποιηθεί η ισχύουσα διάταξη. Επιπλέον, η υποχρέωση του εισηγητή να ελέγχει τόσο πρόωρα εάν προσκομίστηκαν νομιμοποιητικά, πέραν από τον ιδιαίτερο φόρτο που δημιουργεί στον δικαστή, χωρίς άλλωστε να υπάρχει γραμματειακή υποστήριξη και υποδομή, θέτει επιπλέον κίνδυνο για τα συμφέροντα του διαδίκου: Γιατί αν π.χ. δεν κληθεί από λάθος προς συμπλήρωση ελλειπόντων στοιχείων, δεν θα μπορεί να τα συμπληρώσει, αφού δεν προβλέπεται δικαίωμα να ζητήσει στην έδρα προθεσμία για συμπλήρωση της νομιμοποίησης, όπως μπορεί σήμερα. Σε κάθε περίπτωση θα είναι κενός χρόνος με μη παραγωγικές ώρες, αφού το αποτέλεσμα της όλης προετοιμασίας είναι όλως αβέβαιο, καθώς μπορεί να μεσολαβήσουν μέχρι τη συζήτηση γεγονότα, όπως θάνατος διαδίκου, θάνατος πληρεξουσίου δικηγόρου, θάνατος ή αλλαγή εκπροσώπου εταιρείας, αλλαγή ΔΣ εταιρείας, πτώχευση εταιρείας, κ.λπ. Επικουρικά πάντως (αν δηλ. τελικά προχωρήσει μια τέτοια διάταξη) ζητάμε να οριστεί ότι αν ο διάδικος δεν έχει κληθεί προς συμπλήρωση νομιμοποιητικών, να μπορεί αυτός να το επικαλείται στην έδρα και να ζητά σχετική προθεσμία.
Επί της Διενέργειας διαδικαστικών πράξεων χωρίς δικηγόρο (άρθρο 27 παρ. 2):
Ενόψει του δυσβάσταχτου κόστους της δίκης για υποθέσεις χαμηλότερου αντικειμένου, δεδομένων των οικονομικών δυνατοτήτων της πλειοψηφίας των πολιτών, θεωρούμε ότι μπορεί το χρηματικό όριο της παρ. 2 του άρθρου 27 να ανέλθει στο ποσό των 3.000 ευρώ. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να οριστεί ότι οι δικαστικοί λειτουργοί και τα μέλη του ΝΣΚ μπορούν να παρίστανται και να διενεργούν διαδικαστικές πράξεις σε οποιαδήποτε υπόθεση τους ενώπιον των ΤΔΔ χωρίς δικαστικό πληρεξούσιο. Η σχετική συζήτηση έχει γίνει και στο παρελθόν με τα εκατέρωθεν επιχειρήματα να είναι γνωστά. Εμείς προκρίνουμε την άποψη αυτή. Σε κάθε περίπτωση μπορεί να ισχύσει τουλάχιστον για τις υποθέσεις που αφορούν τις αποδοχές μας ή τη φορολογική μας μεταχείριση.
Επί των άρθρων 48-49 (επιδόσεις):
«Άρθρο 48 παρ. 1 και 3: Διαφωνούμε με την πρόταση κατάργησης της δυνατότητας του δικαστηρίου (που ισχύει σήμερα) να επιδίδει για λογαριασμό του ιδιώτη, ο οποίος έτσι θα πρέπει να επιδίδει οπωσδήποτε και μόνο με δικαστικό επιμελητή. Άρθρο 49: Ηλεκτρονικές επιδόσεις. Στην ουσία με την πρόταση της ομάδας εργασίας της Γενικής Επιτροπείας δεν αλλάζει ιδιαίτερα το ισχύον καθεστώς (αφού ορίζεται ότι οι επιδόσεις μπορούν να γίνονται και ηλεκτρονικά), αποτυπώνεται μάλιστα πιο ορθολογικά αφού, δεχόμενο ότι προς ώρας υπάρχει αδυναμία αποκλεισμού εναλλακτικού αποκλειστικού τρόπου επίδοσης, εξαρτά την έναρξη της υποχρεωτικής ηλεκτρονικής επίδοσης από μελλοντική διάταξη που θα καθορίσει το χρονικό σημείο. Επίσης βελτιώνει λίγο το πλαίσιο για το τεκμήριο επίδοσης του άρθρου 49 παρ.3 (10 ημέρες αντί 3 σήμερα). Ωστόσο, διαφωνούμε με τον θεσμό τεκμηρίων σε επιδόσεις όσο δεν είναι δυνατή η έκδοση και ηλεκτρονικής απόδειξης παραλαβής (προσπέλασης/ανάγνωσης, πχ. η επίδοση να βεβαιώνεται με αποδεικτικό παραλαβής, στο οποίο θα αναγράφεται η ημερομηνία παραλαβής και το οποίο θα υπογράφεται και θα επιστρέφεται από τον παραλήπτη στον αποστολέα του εγγράφου). Το κρίσιμο ζήτημα είναι ότι αργότερα ή γρηγορότερα θα οριστεί αποκλειστικός τρόπος ηλεκτρονικών επιδόσεων, κάτι το οποίο θα συνεπάγεται α) προβλήματα σε οικονομικά ασθενέστερους διαδίκους (αφού θα τους υποχρεώνει σε επιπλέον δικηγορικές δαπάνες ή δαπάνες λογιστή), β) αντικειμενικά ενίσχυση των μεγάλων δικηγορικών γραφείων και δικηγορικών εταιρειών και γ) κίνδυνο απώλειας δικαιωμάτων (βλ. ενδεικτικά την περίπτωση θανάτου). Το πρόβλημα δεν είναι πόσο % ηλεκτρονικές επιδόσεις και από πότε. Προτείνουμε να προβλέπεται παγίως ως κανόνας ο φυσικός τρόπος επίδοσης για τους ιδιώτες διαδίκους, εκτός αν ο ίδιος δηλώνει ότι επιθυμεί ηλεκτρονικά τις επιδόσεις. Για τους ανωτέρω λόγους δεν μπορεί να τίθεται ως αποκλειστικός τρόπος επίδοσης σε κάθε περίπτωση. Στις ηλεκτρονικές επιδόσεις μεταξύ δικαστηρίων και αρχών δεν τίθεται το ίδιο πρόβλημα και συνεπώς δεν διαφωνούμε για την εφαρμογή της διάταξης μεταξύ αυτών.
Επί του άρθρου 59 (Αντίκλητος):
Περιορίζεται η δυνατότητα διορισμού αντικλήτου μόνο στις περιπτώσεις όπου ο ιδιώτης διάδικος κλπ. δεν έχει κατοικία, έδρα κλπ. στην περιφέρεια του δικαστηρίου. Πρόκειται για περιορισμό δικονομικού δικαιώματος και διαφωνούμε. Ορθότερο είναι να μπορεί να διορίζει αντίκλητο σε κάθε περίπτωση (βλ. ενδεικτικά την περίπτωση όπου θα προκύψει κατά τόπο αναρμοδιότητα). Να παραμείνει δηλαδή το τελευταίο εδάφιο ως έχει στην ισχύουσα διάταξη (“Δικαίωμα να διορίσει αντίκλητο έχει ο διάδικος σε κάθε άλλη περίπτωση”). Επίσης, αυτό που προτείνεται στην παρ.5 του άρθρου 59 του σχεδίου αναθεωρημένου ΚΔΔ δεν θα πρέπει να ισχύει μόνο για την έφεση, αλλά και για τα υπόλοιπα δικόγραφα.».
Επί του άρθρου 62 (Αναστολή προθεσμιών):
Η αναστολή προθεσμιών καθ’ όλο το χρονικό διάστημα των θερινών διακοπών είναι σωστή και σύμφωνη με τη νομολογία. Ωστόσο, στη λογική της εξίσωσης των φορολογικών διαφορών με τις υπόλοιπες διαφορές ουσίας, διαφωνούμε με την εξαίρεση που αφορά τις φορολογικές υποθέσεις, όπου η αναστολή θα καλύπτει μόνο το χρονικό διάστημα από 1-31 Αυγούστου.
Επί του άρθρου 64 (διενέργεια διαδικαστικών πράξεων με ψηφιακά μέσα):
Διαφωνούμε με το να τίθενται ως αποκλειστικός τρόπος τα ψηφιακά μέσα για τους λόγους που προαναφέρθηκαν και στο άρθρο 49 (βλ. σχόλια στο άρθρο 49). Προτείνουμε να παραμείνει ως τεχνολογική δυνατότητα για όποιον θέλει.
Επί του άρθρου 68 (Προθεσμία άσκησης προσφυγής):
Προτείνουμε την πλήρη εξομοίωση των φορολογικών διαφορών με τις λοιπές ως προς τις προϋποθέσεις του παραδεκτού τους, ζητάμε η προθεσμία άσκησης φορολογικής προσφυγής να οριστεί και αυτή 60νθήμερη. Συμφωνούμε με την παρ.7.
Επί των άρθρων 72 και 78 (κατάργηση της δυνατότητας δεύτερης προσφυγής και δεύτερης αγωγής:
Παρότι οι διατάξεις αυτές όταν θεσπίστηκαν ήταν φωτογραφικές (και στην ουσία εξυπηρετούσαν ορισμένα μεγάλα γραφεία που ήθελαν να επαναφέρουν υποθέσεις – το έχουμε ζήσει), αντικειμενικά, πλέον, σε συνθήκες ύπαρξης πλήθους άδικων δικονομικών βαρών και δεδομένου του υψηλού κόστους της δίκης, η δεύτερη προσφυγή και η δεύτερη αγωγή αποτελούν ανακούφιση για οικονομικά ασθενείς διαδίκους. Για τον λόγο αυτό προτείνουμε να παραμείνει η διάταξη ως έχει και όπως έχει ερμηνευτεί από το Συμβούλιο της Επικράτειας.
Επί του άρθρου 81 (εξουσία του δικαστηρίου σε περίπτωση προσφυγής)
«(παρ.1) Δεν μας ικανοποιεί η μερική επέκταση της αυτεπάγγελτης εξουσίας του δικαστηρίου επί φορολογικών διαφορών (επιπλέον του δεδικασμένου, στη αναρμοδιότητα και στο υποστατό του κανόνα δικαίου- κάτι που οπωσδήποτε το θέλουμε). Δεν υπάρχει δικαιοπολιτικός λόγος για τη διαφοροποίηση των εν λόγω διαφορών. Προτείνουμε την πλήρη εξομοίωση των φορολογικών με τις λοιπές διαφορές και ως προς την εξουσία του δικαστηρίου, στην εξέταση της νομικής πλημμέλειας. [Δεν είναι δυνατόν να μην μπορούμε να διορθώσουμε λάθη της Φορολογικής Διοίκησης που δεν είδε ο δικηγόρος και, ακολούθως, να χτίζουμε ένα οικοδόμημα επί εξαρχής εσφαλμένης βάσης, δοθείσης της σύνδεσης των φορολογικών αντικειμένων, κ.λπ.].
(παρ.3). Διαφωνούμε με την πρόταση η αναπομπή στη Διοίκηση λόγω παράβασης ουσιώδους τύπου να γίνεται μόνο αν ο προσφεύγων αποδεικνύει ότι η παράβαση επηρέασε ουσιωδώς την έκδοση της πράξης. Η θεσμοθέτηση τύπων στη διοικητική διαδικασία παρέχει εχέγγυα και εξασφαλίζει στον διοικούμενο ότι η πράξη που θα βγει θα είναι νομότυπη. Εξάλλου, ήδη, όπως έχει ερμηνευτεί νομολογιακά η υπάρχουσα διάταξη, έχει περιοριστεί σημαντικά η ακύρωση της πράξης λόγω παράβασης ουσιώδους τύπου και δεν είναι απαραίτητο να αποτυπωθεί ο περιορισμός αυτός ως δικονομικός κανόνας.
(παρ.3-7) Με τις παραγράφους 3γ΄, 3δ’, και 4, 5, 6, και 7, επέρχονται τροποποιήσεις στην εξουσία του Δικαστηρίου σε περίπτωση προσφυγής που οδηγούν στην υποκατάσταση της Διοίκησης. Σε συνδυασμό δε και με τον θεσμό εισηγητή (ευθύνη και εποπτεία για συγκρότηση ολοκληρωμένου φακέλου κ.λπ.) μας, το προτεινόμενο σχέδιο του ΚΔΔ μας καθιστά από την αρχή μέχρι το τέλος Προϊσταμένους των διοικητικών αρχών (υπαλληλοποίηση). Ειδικότερα, στην παρ.3 γ μας ζητείται επί της ουσίας η εξ υπαρχής εξέταση του αιτήματος του διοικούμενου, ακόμη και εάν δεν έχει ασκηθεί η διακριτική ευχέρεια της διοίκησης, γεγονός που -εκτός του οδηγεί σαφώς σε υποκατάσταση της Διοίκησης, αφού το Δικαστήριο θα εκφέρει πρωτογενώς κρίση-, θα επιβαρύνει ιδιαίτερα το δικαιοδοτικό έργο. Στην δε παρ.4 ζητείται η εξέταση «μετά την υποβολή εκ μέρους του των απαιτούμενων δικαιολογητικών» του συνόλου των σωρευτικών απαιτούμενων από τη σχετική νομοθεσία προϋποθέσεων, εφόσον το διοικητικό όργανο δεν τα εξέτασε και σε συνδυασμό με την παρ.6 να διατάσσουμε κατάλληλα μέτρα. Με την παρ.6, -ανεξαρτήτως του ότι χρειάζεται εξειδίκευση και έστω περιοριστική αναφορά των μέτρων που μπορεί να θέσει ο δικαστής για την εκτέλεση/συμμόρφωση, καθώς και πλαφόν για τη χρηματική κύρωση ή καθορισμός ποσοστού επί του αντικειμένου της διαφοράς για ευνόητους λόγους-, θεσμοθετείται εκδίκαση προσφυγής και αίτηση συμμόρφωσης ταυτόχρονα. Όλα τα ανωτέρω καθιστούν τον Δικαστή υπεύθυνο για την έκδοση «νόμιμης» διοικητικής πράξης εντός πλαισίου εξέτασης ενδίκου βοηθήματος, δεδομένου ότι και η διάταξη της απόφασης που ορίζει το κατάλληλο μέτρο δεν προσβάλλεται αυτοτελώς. Για τον ίδιο λόγο διαφωνούμε και με την παρ.4 και 5 [επιπλέον για το πλαίσιο του άρθρου 22 του ν.4274/2014, αναφερόμαστε και στις διαφωνίες που είχαν αποτυπωθεί στο νομικό κόσμο κατά τη θέσπισή του στις ακυρωτικές διαφορές (άρθρο 50 παρ. 3 του π.δ. 18/1989)]. Η διεύρυνση αυτών των εξουσιών (ήτοι Δικαστής ταυτόχρονα Διοικητική Αρχή), πέραν των άλλων ζητημάτων, ενθαρρύνει τη διοικητική ανευθυνότητα. Αντί της προκριθείσας λύσης, θα έπρεπε να επιχειρηθεί η ενίσχυση της Διοίκησης, με εκπαιδευμένο και ειδικευμένο προσωπικό και η βελτίωσή της με στοχευμένες νομοθετικές παρεμβάσεις, νομική στήριξη μέσω του ΝΣΚ ή άλλων σταθερών φορέων ενσωματωμένων στις διοικητικές υπηρεσίες, η δε συμμόρφωση και η ορθή εκτέλεση του διατακτικού των αποφάσεων είναι έργο αυτών των φορέων. Τέλος, η κρίση περί της συμμόρφωσης ή μη δεν μπορεί να εντάσσεται στην ίδια διαδικασία με την εκδίκαση του ενδίκου βοηθήματος για τους λόγους που προαναφέρθηκαν. Συνεπώς, προτείνουμε να παραμείνουν οι εξουσίες του Δικαστηρίου επί της προσφυγής ως έχουν, με τη διεύρυνση και εξομοίωση των εξουσιών αυτών και στις φορολογικές διαφορές.
Επί της Έφεσης (άρθρα 94 - 95) :
Διαφωνούμε με τη διατήρηση της υποχρέωσης προκαταβολής, επί ποινής απαραδέκτου, του 20% του οφειλόμενου με βάση την πρωτόδικη απόφαση κυρίου φόρου, καθόσον εξέλιπε πλέον ο επιτακτικός λόγος, όπως τον είχε δεχτεί ο νομοθέτης τα πρώτα χρόνια της οικονομικής κρίσης (βλ. και την αιτιολογική έκθεση του άρθρου 22 του ν. 3900/2010), να προκρίνεται «η μη καθυστέρηση στην είσπραξη των φορολογικών εισόδων μετά την πρωτόδικη δικαστική κρίση έναντι του δικαιώματος του φορολογούμενου για επανάκριση της υπόθεσής του από δευτεροβάθμιο δικαστήριο» και θα πρέπει να προκριθεί η διευκόλυνση της δυνατότητας άσκησης έφεσης. Σε κάθε περίπτωση, εφόσον διατηρείται το ισχύον πλαίσιο, συμφωνούμε με την πρόταση της ομάδας εργασίας της Γενικής Επιτροπείας για εξαίρεση στην περίπτωση έφεσης που ασκεί σύνδικος πτώχευσης. Επίσης, διαφωνούμε με την αύξηση του ορίου του εκκλητού (στα 10.000 ευρώ), διότι στερεί την έφεση από τις μικρότερες σε οικονομικό αντικείμενο υποθέσεις. Προτείνουμε να διαμορφωθεί το όριο στις 3.000 ευρώ.
Άρθρα 105-124
Σημειώνουμε ότι συμφωνούμε με τις τροποποιήσεις που έχουν αποτυπωθεί στα άρθρα 105-108, στο άρθρο 117 παρ. 1 και στο άρθρο 124 παρ. 3.
Επί του άρθρου 129:
Άρθρο 129 παρ. 3 : Στη βάση αρχής, δεν διαφωνούμε με το να περιέχει η πράξη που συντάσσεται στο κατατιθέμενο δικόγραφο υπόμνηση προς τη Διοίκηση για την προσκόμιση του διοικητικού φακέλου (ωστόσο δεν παραγνωρίζουμε ότι η διάταξη τίθεται στη λογική του νέου πλαισίου για τον εισηγητή δικαστή). Άρθρο 129 παρ. 8: Όπως και με τις ηλεκτρονικές επιδόσεις η πρόταση της ομάδας εργασίας της Γενικής Επιτροπείας αποτυπώνει το σχετικό πλαίσιο πιο ορθολογικά, αφού εξαρτά την έναρξη της υποχρεωτικής ηλεκτρονικής κατάθεσης δικογράφων και λοιπών εγγράφων από μελλοντική διάταξη που θα καθορίσει το χρονικό σημείο. Ωστόσο, διαφωνούμε με τον αποκλειστικό τρόπο κατάθεσης δικογράφων και λοιπών εγγράφων για ανάλογους λόγους: α) προβλήματα σε οικονομικά ασθενέστερους διαδίκους (αφού θα τους υποχρεώνει σε επιπλέον δικηγορικές δαπάνες ή δαπάνες λογιστή), β) αντικειμενικά ενίσχυση των μεγάλων δικηγορικών γραφείων και δικηγορικών εταιρειών και γ) κίνδυνο απώλειας δικαιωμάτων. Προτείνουμε να παραμείνει μόνο ως επιλογή η ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφων και όχι αποκλειστικός τρόπος. Συναφώς, στο άρθρο 129 παρ. 11 προβλέπονται υπερβολικές τεχνικές υποχρεώσεις στους διαδίκους (π.χ. αποστολή, αμελλητί κιόλας, screenshot) με την εικόνα του τεχνικού προβλήματος της υπηρεσίας, καθιστώντας τελικά τους διαδίκους έρμαια των συστημάτων. Ενώ δεν λαμβάνεται υπόψη το τεχνικό πρόβλημα που τυγχάνει να αντιμετωπίζει και ο ίδιος ο διάδικος κατά την αποστολή του εγγράφου από δικά του μέσα. Το δε δικαστήριο αναγκάζεται να κάνει τεχνική κρίση σε ζητήματα παραδεκτού.
Επί του άρθρου 130 (Επιδόσεις ενδίκων βοηθημάτων) και 136:
«Διαφωνούμε με τη λογική της μετακύλισης από τη Διοίκηση προς τον ενδιαφερόμενο δικονομικών βαρών, που πέραν των άλλων, συνεπάγονται και κόστος, ήτοι το βάρος επίδοσης του κατατεθέντος ενδίκου βοηθήματος με ευθύνη του διαδίκου που το άσκησε και μάλιστα σε προθεσμία 20 ημερών από την κατάθεση και με σοβαρότατη συνέπεια (θέση του ενδίκου βοηθήματος στο αρχείο - προφανώς η διαφορά με το απαράδεκτο θα είναι ότι επιτρέπεται επανάσκηση) αν δεν τηρηθεί η προθεσμία ή δεν προσκομιστούν το ταχύτερο δυνατό τα αποδεικτικά επίδοσης. Η εφαρμογή τέτοιου βάρους οδηγεί σε : α) προβλήματα σε οικονομικά ασθενέστερους διαδίκους (αφού θα τους υποχρεώνει σε επιπλέον δικηγορικές δαπάνες ή δαπάνες λογιστή), β) κίνδυνο απώλειας δικαιωμάτων και γ) αντικειμενικά ενίσχυση των μεγάλων δικηγορικών γραφείων και δικηγορικών εταιρειών. Εξάλλου, η αντίστοιχη διάταξη που είχε θεσπιστεί για τις φορολογικές διαφορές [βλ. το άρθρο 126 παρ. 1 β΄ του Κ.Δ.Δ. όπως η παρ. 1 είχε αντικατασταθεί από τα άρθρο 27 του ν.3900/2010] ήταν προβληματική στην εφαρμογή της και αντίστοιχα έκρινε και το Συμβούλιο της Επικρατείας. Επιπλέον, θεσπίζεται η γραφειοκρατική και επικίνδυνη για τα συμφέροντα του διαδίκου ευθύνη του εισηγητή να ελέγξει πολύ σύντομα σε αυτό το πρόωρο στάδιο (περί τις 20 ημέρες από την κατάθεση) το νομότυπο της επίδοσης και να καλέσει το διάδικο σε νέα νομότυπη επίδοση!.
Σύμφωνα με όσα αναφέραμε για το άρθρο 130 προτείνουμε να προστεθεί στη διάταξη του άρθρου 136 και η επίδοση αντίγραφου του δικογράφου μαζί με την κλήση σε περίπτωση που δεν έχει κατατεθεί στη γραμματεία έκθεση επίδοσης από διάδικο (διότι αφαιρείται σύμφωνα με το σχέδιο από τη διάταξη λόγω των προαναφερόμενων συναφών αλλαγών του σχεδίου στο άρθρο 130).
Επί του άρθρου 131 παρ.2 :
Πρέπει να παραμείνει η δυνατότητα που προβλέπεται στο ισχύον άρθρο (129 παρ.2 και 4), ήτοι αναβολή υπόθεσης σε περίπτωση εκπρόθεσμης διαβίβασης εφόσον ζητηθεί από διάδικο, καθώς και η αυτεπάγγελτη αναβολή λόγω μη προσκόμισης διοικητικού φακέλου. Για τη δε προδικαστική απόφαση για προσκόμιση φακέλου (βλ. άρθρα 162, 164, 165).
Επί των άρθρων 132 και 135 (Καθήκοντα εισηγητή δικαστή)
Το προτεινόμενο πλαίσιο εμφανίζει έντονα γραφειοκρατικά χαρακτηριστικά, δεν φαίνεται εναρμονισμένο με τις δυνατότητες των υποδομών στα διοικητικά δικαστήρια (εγκαταστάσεις, γραμματειακή υποστήριξη, κλπ.) και στη Διοίκηση και εν τέλει επιφορτίζει τον εισηγητή δικαστή με σειρά καθηκόντων χωρίς να υπάρχει αντικειμενικά μεγάλη πιθανότητα (για λόγους που δεν σχετίζονται με τις ευθύνες που ανατίθενται στον εισηγητή) επιτάχυνσης της διαδικασίας της διοικητικής δίκης.
Ειδικότερα: Η μέριμνα για τη συγκέντρωση κάθε χρήσιμου στοιχείου για τη διερεύνηση της υπόθεσης σε ιδιαίτερα πρώιμο στάδιο (άρθρο 132 παρ. 2) σκοντάφτει στην κατάσταση που επικρατεί γενικά στη Δημόσια Διοίκηση, η οποία, λόγω έλλειψης προσωπικού και υποδομών, ως επί το πλείστον προσκομίζει τον φάκελο της υπόθεσης λίγες ημέρες πριν τη δικάσιμο. Κατ’ αποτέλεσμα ο εισηγητής και η Γραμματεία θα αναλώνονται σε ατέρμονες επικοινωνίες με τη Διοίκηση και θα ξοδεύονται εργατοώρες (συνήθως χωρίς αποτέλεσμα) σε βάρος τελικά των ήδη συζητηθεισών υποθέσεων. Ο εισηγητής θα καλείται επίσης να παρακολουθεί δεκάδες διαδικασίες επιδόσεων και κλητεύσεων για τις οποίες μάλιστα καλείται να δίνει εντολές συμπλήρωσής τους ή κάλυψης σφαλμάτων (άρθρο 132 παρ. 3) ξοδεύοντας επιπλέον σημαντικό αριθμό εργατοωρών. Το πρόβλημα των μη νόμιμων επιδόσεων εκ μέρους του δικαστηρίου θα επιλυόταν με την πρόσκληση δικαστικών επιμελητών (καθόσον ως επί το πλείστον οι προβληματικές επιδόσεις είναι εκείνες των αστυνομικών οργάνων) ή (επικουρικά) και με την κατάρτιση από τη Γενική Επιτροπεία έντυπου με πλήρεις οδηγίες νόμιμης επίδοσης που το οικείο δικαστήριο θα επισύναπτε με κάθε εντολή επίδοσης σε αστυνομικό τμήμα (για τις επιδόσεις με ευθύνη του ιδιώτη, όπως προεκτέθηκε διαφωνούμε με τη μετακύλιση του σχετικού βάρους στον ιδιώτη διάδικο). Το καθήκον αναζήτησης εκκρεμών υποθέσεων άλλου δικαστηρίου που δικαιολογούν την αναστολή της υπόθεσης, πέραν του ότι είναι εργασία περισσότερο γραμματειακής φύσης (άρθρο 132 παρ. 5 α), θα επιφέρει ανάλωση επιπλέον εργατοωρών από τον εισηγητή, ο οποίος συνήθως δεν θα έχει κάποια υπόδειξη πού να ψάξει. Περαιτέρω, η μέριμνα του εισηγητή για τήρηση των εναλλακτικών τρόπων επίλυσης της διαφοράς που προβλέπεται από τις σχετικές διατάξεις (άρθρο 132 παρ. 5β’) μας δημιουργεί ανησυχία ότι επίκεινται προτάσεις θεσμοθέτησης κατά γενικευμένο τρόπο (πέραν δηλ. της ενδοδικαστικής επίλυσης των διαφορών από αγωγές για απαιτήσεις από δημόσιες συμβάσεις) μορφών εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών, λογική με την οποία διαφωνούμε λόγω της φύσης των περισσότερων διοικητικών διαφορών (π.χ. φορολογικών) όπου δεν νοείται εξουσία διάθεσης από μέρους των Αρχών. Σε κάθε περίπτωση το εν λόγω άρθρο εμπλέκει τον δικαστή σε υποβολή πρότασης και οργάνωση της διαδικασίας συμβιβασμού (τήρηση των εναλλακτικών τρόπων επίλυσης) μεταξύ του διοικούμενου και της Διοίκησης. Δεν θεωρούμε ότι είναι νομικοπολιτικά ορθό ο διοικητικός δικαστής να εμπλέκεται σε απόπειρα τέτοιου συμβιβασμού. Η γενικευμένη θεσμοθέτηση συμβιβαστικών μορφών επίλυσης των διαφορών άλλωστε συνάδει με συστήματα που δεν αναπαράγουν διαφορές, σε αντίθεση με το σύστημα που ζούμε, οι νομοτελειακές αντιφάσεις του οποίου, αναπαράγουν και αποτελούν τη βασική αιτία γέννησης διαφορών. Και πάντως (ανεξάρτητα από τη διαφωνία μας με τη λογική του συμβιβασμού στις φορολογικές διαφορές) μόνον ο νόμος νοείται να ορίζει (και μάλιστα κατά τρόπο συγκεκριμένο) τα του συμβιβασμού (π.χ. με καταβολή ενός ποσοστού του οφειλόμενου φόρου και παραίτηση από την εκκρεμή δίκη κλπ.). Δεν αντιλαμβανόμαστε πώς ο διοικητικός δικαστής θα συμμετέχει (στο πλαίσιο της επικοινωνίας την οποία καλείται να οργανώνει) σε μια τέτοια διαδικασία. Επιπλέον, η διάταξη για την υποχρέωση του εισηγητή να αποφανθεί εντός 4 μηνών από την κατάθεση του δικογράφου εάν η υπόθεση μπορεί να εισαχθεί σε συμβούλιο (άρθρο 132 παρ. 6) δεν βρίσκει έρεισμα σε καμία πραγματική συνθήκη διοικητικού δικαστηρίου.
Το δε κριτήριο της ισοβαρούς κατανομής υποθέσεων σε κάθε εισηγητή, σύμφωνα, με την προτεινόμενη παράγραφο 1 του άρθρου 132 του Σχεδίου, δεν έχει βάση σε τόσο πρόωρο στάδιο της δίκης, ήτοι ουσιαστικά μόνο με το δικόγραφο. Συναφώς, [ως προς τον ΚΟΔΚΔΛ] επαναφέρουμε την πρότασή μας για κατάργηση του συστήματος κατάταξης υποθέσεων του άρθρου 19 παρ. 5 β του ΚΟΔΚΔΛ, του οποίου η πλήρης εφαρμογή μόνο άσκοπη γραφειοκρατία θα προκαλέσει, ενώ ελλοχεύει ο κίνδυνος να μετατραπεί η εν λόγω ατυχής διάταξη σε βάση αναξιοκρατίας, όπως αναλυτικότερα έχουμε αναπτύξει ανά περιόδους (σε ΔΣ και ΓΣ) για την εν λόγω διάταξη.
Ομοίως το άρθρο 135 δημιουργεί επιπλέον γραφειοκρατικές ευθύνες στον εισηγητή όπως η δήλωση αν η υπόθεση είναι ώριμη ή η σύνταξη δήλωσης (στην ουσία εισήγησης) για τα ζητήματα που εξετάζονται αυτεπαγγέλτως ή τους λόγους που δικαιολογούν την αποστολή προδικαστικού ερωτήματος (αλήθεια, μια τέτοια κρίση δεν προϋποθέτει πλήρη μελέτη όλων των στοιχείων μιας δικογραφίας καθώς και ενδελεχή μελέτη των νομικών ζητημάτων που τυχόν τίθενται;) Εν τέλει αναρωτιόμαστε: Όλος αυτός ο επιπλέον φόρτος εργασίας δεν θα συνυπολογίζεται για τη με βάση τον οικείο κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας του δικαστηρίου χρέωση του δικαστή;
Κατόπιν αυτών ζητούμε την κατάργηση του θεσμού του εισηγητή και την κατάργηση της πρόβλεψης του άρθρου 135 παρ.1 να προσδιορίζονται στη δήλωση ωριμότητας τα ζητήματα που ερευνώνται αυτεπαγγέλτως, οι λόγοι που μπορεί να δικαιολογούν την αποστολή προδικαστικού ερωτήματος, καθώς και τυχόν διαπιστωθείσες ελλείψεις που εξακολουθούν να υφίστανται παρά τις ενέργειες που προέβη ο εισηγητής κατά το άρθρο 132.
Το όλο οικοδόμημα στηρίζεται σε άλλες δυνατότητες και υποδομές που ουδεμία σχέση έχουν με τη σημερινή πραγματικότητα. Το ίδιο το κράτος δεν είναι ώριμο να στηρίξει αυτόν τον θεσμό, διότι δεν παρέχει την υλικοτεχνική υποδομή (δεν υπάρχουν ούτε καν χώροι για δικαστικά γραφεία, ώστε να υπάρχει δυνατότητα αποθήκευσης και παρακολούθησης φακέλων ανά εισηγητή), ούτε την κατάλληλη γραμματειακή υποστήριξη, κ.λπ, κ.λπ.). Άλλωστε, η τήρηση του θεσμού του εισηγητή δεν έχει αποδείξει την επιτάχυνση της διοικητικής δίκης (βλ. ακυρωτικές διαφορές, ούτε δύναται περίπτωση σύγκρισης με το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο έχει άλλη δομή και ο εισηγητής είναι ξεχωριστός βαθμός].
Σημειώνουμε και πάλι ότι οι τροποποιήσεις που έπερχονται στην εξουσία του Δικαστηρίου σε περίπτωση προσφυγής σε συνδυασμό και με τον θεσμό του εισηγητή (ευθύνη και εποπτεία για συγκρότηση ολοκληρωμένου φακέλου κ.λπ) μας καθιστά από την αρχή μέχρι το τέλος Προϊσταμένους των διοικητικών αρχών (υπαλληλοποίηση). Η Διοίκηση είναι διάδικος. Πέραν των δικονομικών δεν μπορεί να έχει άλλα προνόμια. Να λέμε στη διοίκηση τι ακριβώς πρέπει να έχει ο φάκελος, περαν του ότι είναι ανέφικτο (η Διοίκηση γνωρίζει τις περιπτωσιολογίες κ.λπ., το δικόγραφο από μόνο του δεν επαρκεί για να καταλήξουμε στα κρίσιμα έγγραφα), αντιβαίνει στην αρχή της ισότητας των διαδίκων. Τίθενται ζητήματα αμεροληψίας, λειτουργικής ανεξαρτησίας, διάκρισης των λειτουργιών. Η πληρότητα των φακέλων πρέπει να είναι υπό την ευθύνη των υπαλλήλων, των δικηγόρων του Δημοσίου και των λοιπών φορέων, καθώς και του ΝΣΚ. Η λύση βρίσκεται στην ορθή στελέχωση και υποδομή της Διοίκησης, σε συνεργασία με τις νομικές υπηρεσίες του Κράτους και των λοιπών φορέων. Δεν είναι δυνατόν να προτείνεται ο νομοθέτης να διορθώσει όλες τις παθογένειες και ανεπάρκειες της Διοίκησης μέσα από τη δικονομία και το δικαστικό έργο.
Επί του άρθρου 133 (Διαδικασία σε συμβούλιο):
Με τη fast track διαδικασία απόρριψης ενδίκων βοηθημάτων προδήλως απαράδεκτων και κυρίως προδήλως αβάσιμων ελλοχεύει ο κίνδυνος απώλειας δικονομικών δυνατοτήτων. Άλλωστε κατά τη νομολογία η περίπτωση προδήλως αβάσιμου είναι σπάνια και συνεπώς διαφωνούμε με τη θεσμοθέτηση τέτοιων διαδικασιών. Πιθανή χρησιμότητα θα είχε αποκλειστικά για την απόρριψη ενδίκων βοηθημάτων συγκεκριμένων κατηγοριών προδήλως απαραδέκτων (όπως π.χ. μη υπογραφή δικογράφου από δικηγόρο, όπου προβλέπεται). Η δε παρ.7 που προβλέπει την καταβολή πολλαπλάσιας δικαστικής δαπάνης σε περίπτωση που κατόπιν αιτήματος του διαδίκου εισαχθεί η υπόθεση σε τακτική διαδικασία και το διατακτικό της απόφασης είναι , κατά τα ουσιώδη σημεία του, το ίδιο με της απόφασης σε συμβούλιο, λειτουργεί υπέρμετρα τιμωρητικά σε βάρος του διαδίκου που ζήτησε την εκδίκαση του ενδίκου βοηθήματος με τη διαδικασία που προβλέπεται κατά κανόνα και πρέπει να απαλειφθεί.
Επί του άρθρου 137 (αίτηση επιτάχυνσης – προτίμησης):
H πρόβλεψη για ορισμό δικασίμου εντός 3μήνου είναι ιδιαίτερα επιβαρυντική για τον προγραμματισμό του Δικαστηρίου και του φόρτου δικασίμων. Σε συνδυασμό δε με τη μείωση του χρόνου μη προσδιορισμού της υπόθεσης από 24μηνο (που προβλέπεται στην αντίστοιχη ισχύουσα διάταξη) σε 12 μηνο, η εφαρμογή της προτεινόμενης διάταξης θα οδηγήσει σε αύξηση του αριθμού των αιτήσεων προτίμησης, και συνεπώς σε μεγάλη ανατροπή των προγραμματισμένων δικασίμων. Το μόνο που θα επιφέρει θα είναι αντιπαράθεση δικηγόρων και δικαστηρίων.
Επί της κύριας διαδικασίας (άρθρα 140-152)
«Τηλεματική συνεδρίαση (άρθρα 142 – 146). Διαφωνούμε με την όλη αντίληψη της τηλεματικής συνεδρίασης. Η λογική των τηλεματικών δικών συνδέεται άμεσα με την υλοποίηση του νέου δικαστικού χάρτη και την πολιτική του κόστους – οφέλους. Η κατάργηση διοικητικών δικαστηρίων, σε αντίθετη με την επιλογή που έγινε για τα πρώην ειρηνοδικεία, φαίνεται ότι θα γίνει σταδιακά, με πρώτο στάδιο την μετατροπή κάποιων από τα δικαστήρια αυτά σε «δικαστήρια τηλεματικής». Η τηλεματική δίκη, καταργώντας ή υποβαθμίζοντας τη ζωντανή διαδικασία στο ακροατήριο απομακρύνει τον δικαστή από τον τόπο και τον κόσμο που δικάζει, τον “στεγανοποιεί” και εν τέλει δυσχεραίνει τον έλεγχό του, όπως αναλυτικά έχουμε εκθέσει σε προηγούμενα ΔΣ και ΓΣ. Σε παρεμφερή κατεύθυνση η προοπτική εισαγωγής της Τεχνητής Νοημοσύνης στη Δικαιοσύνη, η οποία, όπως όλα δείχνουν, θα αξιοποιηθεί προς το σκοπό αυτοματοποιημένης δικαστικής κρίσης, εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους στο δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και θέτει σε κίνδυνο την αρχή του φυσικού δικαστή. / Yπομνήματα (άρθρο 151) H πρόταση της ομάδας εργασίας της Γενικής Επιτροπείας να κατατίθεται το υπόμνημα 3 πλήρεις ημέρες πριν τη συζήτηση (αντί για 3 πλήρεις ημέρες μετά από αυτή), ενώ δεν προσφέρει κατ’ ουσία τίποτα στην επιτάχυνση, δημιουργεί τη βάση επίκλησης λόγων αναβολής, ιδίως στον πρώτο χρόνο της εφαρμογής του και γενικά αποτελεί άσκοπη επιβάρυνση της δικονομικής θέσης του ιδιώτη διαδίκου. / Προτείνουμε την απλοποίηση της διαδικασίας διακοπής της δίκης (άρθρα 153 επομ.). Η διακοπή της δίκης θα πρέπει να επέρχεται σε κάθε περίπτωση που προσκομίζεται με όποιον τρόπο στο δικαστήριο ληξιαρχική πράξη θανάτου του διαδίκου (π.χ. ακόμα και όταν δίνεται από κάποιον συγγενή του θανόντος στον δικαστικό επιμελητή που διενεργεί την επίδοση ή περιλαμβάνεται στον φάκελο του ασφαλιστικού φορέα κλπ.) και να μην εξαρτάται από ενέργειες οποιουδήποτε (ιδίως όποιων έχουν δικαίωμα να επαναλάβουν τη δίκη). Πέραν της διευκόλυνσης του δικαστηρίου, αποκλείεται και το «φυσικώς άτοπο» να απορρίπτεται ως ανομιμοποίητο ένα ένδικο βοήθημα, αν και είναι γνωστό ότι ο ασκήσας αυτό έχει αποβιώσει.
Επί της απόδειξης και πραγματογνωμοσύνης:
«άρθρο 157: Ως προς το ‘‘γνωστό στο Δικαστήριο’’ από τον ΟΣΔΔΥ ΔΔ, καταλαμβάνοντας όχι μόνο γεγονός που έλαβε χώρα στο συγκεκριμένο διοικητικό δικαστήριο, αλλά σε οποιοδήποτε διοικητικό δικαστήριο, επισημαίνουμε ότι υπάρχει ακόμα κενό καθόσον η πρόσβαση στον ΟΣΔΔΥΔΔ διαφοροποιείται ανάλογα με το δικαστήριο που υπηρετεί κανείς και το είδος των καθηκόντων που ανατίθενται σε κάθε δικαστή./ άρθρο 162 παρ. 3 : Συμφωνούμε. /άρθρο 163: Προσαγωγή των αποδεικτικών μέσων 3 ημέρες πριν τη συζήτηση. Ισχύουν όσα προτείναμε και για την αντίστοιχη πρόταση για το υπόμνημα, δηλ., ενώ δεν προσφέρει η πρόταση τίποτα στην επιτάχυνση, δημιουργεί τη βάση επίκλησης λόγων αναβολής, ιδίως στον πρώτο χρόνο της εφαρμογής του και γενικά αποτελεί άσκοπη επιβάρυνση της δικονομικής θέσης του ιδιώτη διαδίκου./ Κεφάλαιο Ε’ Πραγματογνωμοσύνη: Επαναφέρουμε την πρότασή μας για δημιουργία δικαστικού σώματος πραγματογνωμόνων, οι οποίοι θα είναι αποκλειστικής απασχόλησης, με σχέση δημοσίου δικαίου και εχέγγυα ανεξαρτησίας. Θα πρόκειται για σώμα με επιστημονικό προσωπικό (ιατρούς, μηχανικούς κλπ.) που θα έχει την αρμοδιότητα να γνωματεύει με απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου στις περιπτώσεις που είναι αναγκαία για την επίλυση μιας διαφοράς η διάγνωση ζητημάτων για τα οποία απαιτούνται ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης. Στόχος να περιοριστεί ο κίνδυνος μεροληπτικών πραγματογνωμοσυνών και θα εξαλειφθεί το φαινόμενο άρνησης των πραγματογνωμόνων.».
Επί του άρθρου 207 παρ.1 (υπηρεσιακές μεταβολές):
Στο άρθρο αυτό πρέπει να αποτυπωθεί η θέση του ΔΣ που λήφθηκε για τις άδειες, καθώς και η απόφαση της ΓΣ για την υπηρεσιακή μας κατάσταση. Προτείνεται να διατυπωθεί το τελευταίο εδάφιο της παρ.1 του άρθρου 207 ως εξής: «Επιφυλασσόμενων των διατάξεων των προηγούμενων εδαφίων, ….. για λόγους ανωτέρας βίας, όπως μεταξύ άλλων αναρρωτικής άδειας … ο πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης …. μπορεί να αποφασίσει την επανάληψη της συζήτησης, χωρίς τούτο να συνεπάγεται οιαδήποτε μομφή ή έναρξη πειθαρχικής διαδικασίας για τον εν λόγω δικαστικό λειτουργό. Η ως άνω διαδικασία λαμβάνει χώρα υποχρεωτικά σε κάθε περίπτωση τετράμηνης τουλάχιστον συνεχόμενης αναρρωτικής άδειας. Σε όλες τις άλλες άδειες (κύησης, ανατροφής τέκνου, μικρής αναρρωτικής, εκπαιδευτική κ.λπ.) δεν δύναται να θεωρείται ότι συμπληρώνεται κατά τη διάρκειά τους το προβλεπόμενο στα ως άνω εδάφια οκτάμηνο. Αντιθέτως, αναστέλλεται το οκτάμηνο καθ’ όλο τον χρόνο της άδειας. Η τυχόν αφαίρεση/επιστροφή της δικογραφίας μεσούσης της άδειας, στο πλαίσιο της ως άνω δυνατότητας του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης ….δεν έχει δυσμενείς συνέπειες για τον δικαστικό λειτουργό, που βρίσκεται σε άδεια…». Συναφώς, προτείνονται οι αντίστοιχες αλλαγές στα άρθρα 54 και 109 του ΚΟΔΚΔΛ.»
Επί της Προσωρινής δικαστικής προστασίας:
άρθρο 215 παρ. 3 γ, όπως προτείνεται (λύνει το θέμα) και άρθρο 217 παρ. 4 : Συμφωνούμε (αποχή Διοίκησης από κάθε ενέργεια με την υποβολή του αιτήματος έκδοσης προσωρινής διαταγής).
Επί του άρθρου 232 του ΚΔΔ:
Επαναλαμβάνουμε τη θέση μας επί της επιλογής των πολυμελών συνθέσεων. Δεδομένου δε ότι το πρόγραμμα πλειστηριασμού έχει προκαθορισμένο χρόνο έκδοσης απόφασης, δεν θεωρούμε ότι θα υπάρξει πρόεδρος που θα καθυστερήσει με ευθύνη του την έκδοση αυτής. Αντιθέτως, δοθέντος ότι το στάδιο αυτό της εκτέλεσης είναι πολύ κρίσιμο για κάθε διοικούμενο η τριμελής σύνθεση τον εξασφαλίζει έτι περαιτέρω [Ας μην ξεχνάμε ότι στα περιφερειακά πρωτοδικεία αναγκάζονται να εκδικάζουν τέτοιες υποθέσεις και νεοδιορισθέντες πρωτοδίκες]».
Επί των διαφορών κατά την εκλογική διαδικασία στους ΟΤΑ (άρθρα 245 επ.):
Προτείνουμε την πρόβλεψη αυτοτελούς ένστασης κατά της ανακήρυξης των υποψηφίων των συνδυασμών, η οποία θα πρέπει να εκδικάζεται με ταχεία διαδικασία πριν τις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές. Σήμερα, εφόσον η προσβολή του κύρους της απόφασης ανακήρυξης των υποψηφίων γίνεται μετά τη διεξαγωγή των εκλογών ενιαία με την ένσταση κατά της πράξης ανακήρυξης των επιτυχόντων, η δυνατότητα αυτή καθίσταται στην πράξη δώρο άδωρο.».
Επί του άρθρου 284 (Τέλος δικαστικού ενσήμου) : Συμφωνούμε
Επί του άρθρου 285 (Δικαστικά έξοδα):
Διαφωνούμε με τον όρο ‘‘κατ’ εξαίρεση’’ που προτείνεται στη διάταξη του εδ. ε΄ της παρ. 1 για την απαλλαγή από τη δικαστική δαπάνη καθώς και με την υποχρέωση συνοπτικής αιτιολογίας, που επιβαρύνει άσκοπα τον δικαστή. Το δυσερμήνευτο των διατάξεων και η καλόπιστη διεξαγωγή δίκης πρέπει να δικαιολογούν, κατ’ αρχήν και κατά κανόνα, την απαλλαγή από τη δικαστική δαπάνη, η δε καταδίκη (λόγω π.χ. παρελκυστικής τακτικής ή κακόπιστης διεξαγωγής δίκης) να αποτελούν την εξαίρεση. Σε κάθε περίπτωση τίθεται ζήτημα τί είδους δικαστική δαπάνη νοείται για το Δημόσιο ή άλλα ν.π.δ.δ. που διαθέτει έμμισθο δικηγόρο ή χρησιμοποιεί Δικαστικό Αντιπρόσωπο ή υπάλληλο της υπηρεσίας.».
Επί του άρθρου 286 (Παράβολα):
Κατά την αντίληψή μας ο πολίτης πρέπει να έχει απολύτως δωρεάν πρόσβαση στη Δικαιοσύνη. Τούτο λόγω της φύσης του θεσμού. Δεν μπορεί το κράτος στον πιο στενό του πυρήνα να λειτουργεί «με αντίτιμο». Αλλά και γιατί ο πολίτης μέσα από τη γενική φορολογική του υποχρέωση έχει «προπληρώσει» εκείνη την περίπτωση στη ζωή του που θα χρειαστεί δικαστική προστασία. [Υπενθυμίζουμε ενδεικτικά ότι το το αρχικό παράβολο του άρθρου 277 του Κ.Δ.Δ. ύψους € 4,50 αναπροσαρμόστηκε αρχικά σε € 25 [άρθρο 35 του ν. 3659/2008] και εντός σύντομου χρονικού διαστήματος ορίστηκε σε € 100 [άρθρο 45 παρ. 1 του ν. 3900/2010] με αναδρομική μάλιστα ισχύ για τις εκκρεμείς υποθέσεις [άρθρο 45 παρ. 2 του ν. 3900/2010]. Για τις ελάχιστες πράγματι περιπτώσεις διαδίκων που ανοίγουν δίκες χωρίς αιτία, μπορεί να προβλεφθεί ειδική ρύθμιση υπαγωγής τους στο πλαίσιο του άρθρου 42 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και να επιβάλλονται οι χρηματικές ποινές της παρ. 2 του άρθρου αυτού. Επικουρικά, προτείνουμε το παράβολο να κυμαίνεται σε τέτοιο ποσό που δεν θα επιδρά καθοριστικά στην απόφαση του πολίτη να ζητήσει προστασία από το Δικαστήριο.
Περαιτέρω, στη λογική της εξομοίωσης των φορολογικών με τις λοιπές διαφορές από άποψη προϋποθέσεων παραδεκτού, ζητάμε σε κάθε περίπτωση να καταργηθούν οι διατάξεις περί αναλογικού παραβόλου και να ισχύει και για τις φορολογικές διαφορές το πάγιο παράβολο που προβλέπεται και για τις λοιπές διαφορές.
Σε κάθε περίπτωση θεωρούμε ότι πρόταση της ομάδας εργασίας της Γενικής Επιτροπείας για καταβολή του παραβόλου σε ιδιαίτερα πρώιμο στάδιο (1 μήνα μετά την επίδοση του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, για δε το αναλογικό 1/3 κατά την κατάθεση και 2/3 έως την πρώτη συζήτηση) αποτελεί ένα επιπλέον δικονομικό βάρος που μεταφέρει μέρος του κόστους της δίκης σε προγενέστερο χρόνο και αντικειμενικά λειτουργεί ως πιο ισχυρό (και από σήμερα) αντικίνητρο προσφυγής στη διοικητική δικαιοσύνη. Ο δε διοικούμενος, προκειμένου να μη χάσει δικαίωμα πρέπει να δύναται να προσβάλλει εντός της προβλεπόμενης από τον Κώδικα προθεσμίας την πράξη ή την παράλειψη που θίγει τα συμφέροντά του με το κατάλληλο ένδικο βοήθημα, ανεξαρτήτως της οικονομικής του κατάστασης. Εξάλλου, η συζήτηση του ενδίκου βοηθήματος (και συναφώς και η κατάθεση παραβόλου), δεν είναι εξ αρχής βέβαιη για τον διοικούμενο. Και τούτο διότι, λόγω της φύσης των διαφορών που δικάζουμε (διαφορές πολίτη με Διοίκηση, κλπ) και μάλιστα των διαφορών ουσίας, ο διοικούμενος (έχοντας πρώτα εξασφαλίσει ότι δεν έχει χάσει δικαίωμα προσβολής της πράξης που τον θίγει) μπορεί μέχρι τη συζήτηση του ενδίκου βοηθήματος να έχει επανέλθει στη διοίκηση με νέα αίτηση και να έχει ικανοποιηθεί το αίτημά του, μπορεί επίσης να έχει μεσολαβήσει ανάκληση της διοικητικής πράξης, ή να έχει γίνει διαγραφή χρεών, κλπ. Συνεπώς, η πρόωρη κατάθεση παραβόλου λειτουργεί μόνο ως αντικίνητρο προσφυγής στη διοικητική δικαιοσύνη, χωρίς να εξυπηρετεί άλλο σκοπό στις διαφορές ουσίας ενώπιον των ΤΔΔ. Δεν είναι δε επαρκές αντιστάθμισμα η δυνατότητα του εισηγητή να τάξει προθεσμία προσκόμισης του αποδεικτικού καταβολής παραβόλου, ούτε η επιστροφή παραβόλου στην περίπτωση κατάργησης της δίκης λόγω παραίτησης ή επειδή κατέστη άνευ αντικειμένου. Επικουρικά θεωρούμε ότι η αυστηροποίηση του πλαισίου συνάδει με το επιτρεπτό άσκησης δεύτερης προσφυγής και όταν η πρώτη έχει απορριφθεί λόγω μη καταβολής παραβόλου.».
Επί των ενδικοφανών προσφυγών στις φορολογικές διαφορές
Συναφώς, με όσα εκτέθηκαν για τα παράβολα και προκειμένου να διευκολυνθεί η πρόσβαση των πολιτών στα διοικητικά δικαστήρια ειδικά ως προς τις φορολογικές διαφορές προτείνουμε ακόμα την κατάργηση της ενδικοφανούς διαδικασίας ενώπιον της ΔΕΔ [με αντίστοιχη τροποποίηση του ΚΦΔ] καθόσον τα ίδια τα στοιχεία της ΑΑΔΕ καταδεικνύουν ότι δεν φτάνουν στα δικαστήρια γιατί «τερματίζονται» στην ΑΑΔΕ κυρίως εκείνες οι διαφορές για τις οποίες υπάρχει πάγια νομολογία του ΣτΕ ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου, οι οποίες όμως θα μπορούσαν, βάσει εγκυκλίων του Υπουργείου Οικονομικών, να μη γεννιόνταν καν αν θα δίνονταν η λύση της νομολογίας εξαρχής (άλλωστε δεν φτάνουν στα δικαστήρια – και πολλές φορές ούτε και στην ΑΑΔΕ – υποθέσεις που οι φορολογούμενοι τις εγκαταλείπουν μπροστά στη γραφειοκρατία και το κόστος της παρεμβαλλόμενης ενδικοφανούς διαδικασίας). Σε κάθε περίπτωση, ήδη η ΑΑΔΕ έχει στελεχωθεί με ειδικευμένους υπαλλήλους (και μέσα από όσους υπηρετούν ήδη στις ΔΕΔ) και νομικούς, οι οποίοι οφείλουν στην έκθεση ελέγχουν καταγράφουν με τρόπο ορισμένο και αναλυτικό το ιστορικό και νομικό πραγματικό, και εν συνεχεία στην έκθεση απόψεων να αναπτύσσουν την επιχειρηματολογία για τη βασιμότητα ή μη των λόγων της προσφυγής σε κάθε περίπτωση (κάτι που απαιτείται και σήμερα ιδίως στις περιπτώσεις που σήμερα η προσβαλλόμενη είναι σιωπηρή απόρριψη επί ενδικοφανούς). Όλως επικουρικά, θεωρούμε ότι τουλάχιστον πρέπει να επανέλθει το καθεστώς των ενδικοφανών προσφυγών σε αυτό που ίσχυε προ του έτους 2013, δεδομένου ότι με το παρόν καθεστώς απαιτείται ενδικοφανές στάδιο για κάθε διαφορά, ανεξαρτήτως ποσού, ήτοι και για ποσό 1000 ευρώ, κλπ., γεγονός που αποθαρρύνει την πλειοψηφία των διοικούμενων να διέλθουν από δύο στάδια εξόδων δικηγόρων και λογιστών (ενδικοφανές και δικαστικό στάδιο), με αποτέλεσμα αφενός την απώλεια δικαιωμάτων τους, αφετέρου τη διατήρηση εσφαλμένων πρακτικών και ερμηνειών από τη Διοίκηση (αφού δεν θα τίθενται σε κρίση ενώπιον των Δικαστηρίων).