ΑΠΟΨΕΙΣ
Θεόδωρου Ασημακόπουλου Απάντηση στον Υπουργό Οικονομικών
Απάντηση- Πρόταση στον Υπουργό Οικονομικών Κ. Στουρνάρα
Σχετικά με τη δήλωσή του για λειτουργία Ειδικών Φορολογικών Δικαστηρίων.
Του Θεόδωρου Ασημακόπουλου, Προέδρου Εφετών στο Διοικητικό Εφετείο Πειραιά.
Κατανοώ και συμμερίζομαι την αγωνία του Υπουργού Οικονομικών για την αδυναμία του εισπρακτικού μηχανισμού του Κράτους να κινητοποιηθεί ώστε οι ανείσπρακτες οφειλές από φόρους , δασμούς και πρόστιμα, που λιμνάζουν στα ντουλάπια των υπηρεσιών αλλά και των διοικητικών δικαστηρίων να εκκαθαριστούν και να εισπραχθεί ότι είναι δυνατόν απ’ όλα τα βεβαιωμένα ποσά. Εδώ πρέπει να τονίσω ότι τα περισσότερα από τα οφειλόμενα πόσα, όπως και άλλοι, αρμοδιότεροι εμού, έχουν τονίσει από τα οικονομικά φύλλα των εφημερίδων, οφείλονται από εταιρίες που δεν υπάρχουν πλέον ή τελούν υπό εκκαθάριση ή από φυσικά πρόσωπα που έχουν φροντίσει να μην παρουσιάζουν περιουσιακά στοιχεία, οπότε και μετά την τελεσιδικία των υποθέσεων, πρέπει να κρατάμε μικρό καλάθι για το τι τελικά θα εισρεύσει στο δημόσιο ταμείο. Επίσης, από το σύνολο των φορολογικών και τελωνειακών υποθέσεων που εκκρεμούν στα δικαστήρια, ένα μεγάλο μέρος από αυτές αφορούν απαιτήσεις φυσικών και νομικών προσώπων που διεκδικών απαλλαγές, επιστροφές φόρων κλπ. Σημασία , όμως έχει, ότι ανεξάρτητα από την φύση των εκκρεμών υποθέσεων. αυτές πρέπει να εκκαθαριστούν σε σύντομο χρόνο.
Η καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης δεν είναι σύγχρονο μόνο φαινόμενο. Όπως αναφέρει ο καθηγητής Αλιβιζάτος, στο βιβλίο του «το Σύνταγμα και οι εχθροί του» (σελ.178), τουλάχιστον από το 1911, δηλαδή εδώ και 100 και πλέον χρόνια υπάρχει σοβαρή καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης. Σχετική είναι η αγόρευση στη Βουλή των Ελλήνων του υπουργού Δικαιοσύνης Ν. Δημητρακόπουλου (Πρακτικά Β΄ Αναθεωρητικής Βουλής συν. 26-1-1911) για το ζήτημα αυτό « Αλ’ εκείνο το οποίον είναι καθολικόν νόσημα παρ’ ημίν και το οποίον αποτελεί αυτόχρημα άρνησιν πάσης δικαιοσύνης είναι η βραδύτης με την οποία απονέμεται αύτη. Βραδύτης δύναμαι να είπω ανήκουστος, άγνωστος εις οιανδήποτε πεπολιτισμένην χώραν… Και τις εξ υμών, κύριοι, δύναται να αρνηθεί, τις δύναται να αμφισβητήσει την υπάρχουσαν κατάστασιν? Έτη ολόκληρα και δεκαετηρίδες πολλάκις απαιτούνται, ίνα αποπερατωθώσιν αι αστικαί δίκαι. Δαπάναι κολοσσιαίαι υπερβαίνουσαι ουχί σπανίως το αντικείμενον της δίκης…». Παρά ταύτα, όλες οι κυβερνήσεις δεν κατάφεραν να επιλύσουν το σοβαρό αυτό πρόβλημα, το οποίο με το πέρασμα του χρόνου επιτείνεται. Συνήθως, ο εκάστοτε υπουργός δικαιοσύνης τα τελευταία χρόνια, προφανώς, από λανθασμένη ενημέρωση των συμβούλων του , εξαγγέλλει και φέρνει προς ψήφιση στη Βουλή νόμο για επιτάχυνση της δικαιοσύνης που, στην εφαρμογή του, καταλήγει να είναι ατελέσφορος. Πολλές , φορές ακούγεται ότι για το όλο πρόβλημα φταίει η έλλειψη προσωπικού, η έλλειψη μηχανοργάνωσης, η έλλειψη στέγης και γενικότερα η έλλειψη υλικοτεχνικής υποδομής, ζητήματα, που είναι μεν σημαντικά, δεν ευθύνονται όμως για την υπάρχουσα δυσλειτουργία. Οι κύριες αιτίες της καθυστέρησης, κατά τη γνώμη του γράφοντος, είναι οι εξής δύο: Α) Η πρόσβαση στη δικαιοσύνη μέχρι πρόσφατα ήταν αρκετά φθηνή με αποτέλεσμα πολύς κόσμος να προσφεύγει στα δικαστήρια για ελάσσονος σημασίας υποθέσεις. Πρόσφατα εκδικάστηκε από Διοικητικό Εφετείο της Περιφέρειας υπόθεση δικηγόρου του οποίου το ετήσιο εισόδημα προσδιορίστηκε τεκμαρτώς λόγω κατοχής ΙΧ. αυτοκινήτου και ο οφειλόμενος φόρος ανήλθε σε 780 ευρώ, τον οποίο αμφισβήτησε με προσφυγή. Το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή του και στη συνέχεια άσκησε έφεση στο Εφετείο που και αυτή απορρίφθηκε. Για την υπόθεση αυτή απασχολήθηκαν έξι δικαστές, δύο δικαστικοί υπάλληλοι και δύο επιμελητές. Κόστος για το δημόσιο μεγαλύτερο από το επιδιωκόμενο να εισπράξει ποσό. Αυτή η υπόθεση έπρεπε να είχε επιλυθεί στη διοίκηση και δεν θα έπρεπε να φθάσει μέχρι και στο Εφετείο. Τέτοιες παρόμοιες υποθέσεις είναι χιλιάδες, οι οποίες καίτοι ασήμαντες από άποψη οικονομικού αντικείμενου απασχολούν το ίδιο τους δικαστές, με αποτέλεσμα οι σοβαρές υποθέσεις και για το διοικούμενο και για το κράτος να περιμένουν την σειρά τους για πολλά χρόνια. Δυστυχώς έχει καλλιεργηθεί όλα αυτά τα χρόνια και στο νομικό κόσμο και στην κοινωνία ένας «δικαστικός ακτιβισμός» που θέλει και απαιτεί όλα τα θέματα όλες τις υποθέσεις να τις φέρει σε πέρας η δικαιοσύνη . Β) Μια δεύτερη αιτία του μεγάλου όγκου και η πιο σημαντική είναι ο τρόπος που συντάσσονται οι δικαστικές αποφάσεις. Με βάση τη συνταγματική επιταγή ότι οι δικαστικές αποφάσεις πρέπει να είναι αιτιολογημένες, ο δικαστής είναι υποχρεωμένος να απαντά σε όλα τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι διάδικοι, με αποτέλεσμα οι αποφάσεις, ανεξάρτητα από το ύψος της διαφοράς να είναι πολυσέλιδες, έργο ιδιαίτερα επίπονο για τον εισηγητή δικαστή. Δηλαδή, ο δικαστής καθίσταται απολογητικός και πρέπει να αποδείξει στους διαδίκους και να τους πείσει γιατί κατέληξε στο συγκεκριμένο συμπέρασμα. Γνωρίζοντας πολύ καλά αυτό το καθεστώς οι διάδικοι, μέσω των συνηγόρων τους προβάλλουν τους πιο απίθανους νομικούς και πραγματικούς ισχυρισμούς, αναγκάζοντας τον εισηγητή δικαστή να βρίσκει απαντήσεις, τις οποίες πρέπει να διατυπώσει γραπτά. Αν, μάλιστα, παραλείψει να απαντήσει σε κάποιους από τους ισχυρισμούς αυτούς οι οποίοι, μάλιστα δεν ασκούν καμία επιρροή στο αποτέλεσμα, ελέγχονται κατά την ετήσια επιθεώρηση από τους επιθεωρητές, αλλά και πολλές φορές από σχολαστικούς προεδρεύοντες στη σύνθεση του δικαστηρίου. Το τελευταίο καθιστά το δικαστή περισσότερο ανασφαλή κατά την σύνταξη του σχεδίου της απόφασης και αδύναμο στο να γίνει περισσότερο παραγωγικός. Με τον τρόπο λοιπόν που συντάσσονται σήμερα οι αποφάσεις, ο δικαστής του πρωτοδικείου δεν μπορεί να επεξεργαστεί, καταβάλλοντας τη μέγιστη δυνατή προσπάθεια, πάνω από 15-17 αποφάσεις κατά μήνα ο δε δικαστής του Εφετείου πάνω από 10- 12. Με βάση αυτό το στατιστικό δεδομένο, οι εκκρεμείς υποθέσεις στα Διοικητικά Πρωτοδικεία και Εφετεία θα περατωθούν μετά την πάροδο εξαετίας, αν δε ασκηθεί αναίρεση στο Συμβούλιο Επικρατείας πέραν της δεκαετίας. Δηλαδή, όσα «κομπιούτερ» και να φέρουμε και όσους δικαστικούς υπαλλήλους να διορίσουμε, εφόσον συνεχίσουμε να γράφουμε τις αποφάσεις με τον παραπάνω τρόπο το μείζον αυτό πρόβλημα δεν λύνεται. Επομένως έχουμε φθάσει σε ένα αδιέξοδο, αφού ούτε η πρόσληψη περισσότερων δικαστών λύνει το πρόβλημα ούτε οι υπάρχοντες με τον τρόπο που το σύστημα επιβάλλει να λειτουργήσουν είναι σε θέση να επιτύχουν την επίλυση των εκκρεμών διαφορών σε εύλογο χρόνο. Εξάλλου, ούτε η δημιουργία νέων οργάνων ( φορολογικών επιτροπών), όπως πρότεινε σε συνέντευξή του ο Υπουργός Οικονομικών, θα επιλύσει το πρόβλημα , αφού όλοι γνωρίζουμε ότι μέχρι να συσταθούν τέτοιες επιτροπές και χρόνο απαιτούν, αλλά και χρήματα, χωρίς, τελικά, να εξασφαλίζουν και αίσιο αποτέλεσμα.
Ενόψει των ανωτέρω προτείνω την εξής ρεαλιστική πρόταση , η οποία, ναι μεν κινείται στα «όρια της συνταγματικής τάξης», μπορεί όμως να ξεμπλοκάρει το ήδη φρακαρισμένο σύστημα απονομής της διοικητικής δικαιοσύνης. Κάθε υπόθεση με αντικείμενο φορολογικό, τελωνειακό, χρηματική κύρωση ή απαίτηση να προσδιορίζεται σε τριμελή σύνθεση του Δικαστηρίου όπου εκκρεμεί και να εκδίδεται απόφαση εκ των ενόντων χωρίς αιτιολογία, η οποία θα έχει το χαρακτήρα υποχρεωτικής διαιτητικής επίλυσης της διαφοράς και θα είναι προσωρινώς εκτελεστή, με δυνατότητα αναστολής μόνο για πρόδηλη βασιμότητα του ενδίκου μέσου ή βοηθήματος και για ανεπανόρθωτη βλάβη. Οι προσδιοριζόμενες υποθέσεις να είναι αυξημένες σε τετραπλάσιο αριθμό απ’ ότι σήμερα προσδιορίζονται. Έτσι ένας αριθμός 200 πρωτοδικών που μέχρι σήμερα εκδίδει περίπου 30.000 αποφάσεις κατ έτος, θα εκδίδει 120.000, αφού θα αρκείται μόνο στην επεξεργασία και μελέτη του φακέλου και δεν θα ασχολείται με τη σύνταξη πολυσέλιδης απόφασης, εργασία που απαιτεί πολύ χρόνο και είναι η αιτία της μειωμένης παραγωγικότητας σε σχέση με τις εισαγόμενες στα δικαστήρια υποθέσεις. Ο ιδιώτης διάδικος που θα διαφωνεί με την προσωρινή διάταξη του Δικαστηρίου που θα δέχεται εν μέρει ή θα απορρίπτει το ένδικο βοήθημα θα πρέπει να καταβάλει υψηλό παράβολο προκειμένου το Δικαστήριο με την ίδια ή άλλη σύνθεση να εκδώσει αιτιολογημένη απόφαση. Το Δημόσιο ή το νπδδ που επίσης δεν θα αποδεχθεί την προσωρινή διάταξη του δικαστηρίου θα πρέπει να προκαταβάλλει τα δικαστικά έξοδα του ιδιώτη διαδίκου προκειμένου το ένδικο βοήθημα να εισαχθεί στην τακτική διαδικασία και να εκδοθεί αιτιολογημένη απόφαση. Είναι βέβαιο ότι από τις υποθέσεις επί των οποίων θα εκδοθεί προσωρινή διάταξη με τη μορφή διαιτητικής επίλυσης της διαφοράς, ένα μικρό μέρος θα οδηγηθεί στην τακτική διαδικασία. Είναι επίσης βέβαιο ότι σε διάστημα δύο-τριών ετών, όλες οι υποθέσεις με χρηματικό αντικείμενο θα εκκαθαριστούν είτε με τη μορφή της διαιτητικής επίλυσης είτε με την έκδοση απόφασης κατά την τακτική διαδικασία. Συμπερασματικά, πρέπει τα συναρμόδια Υπουργεία να αποφύγουν την ίδρυση Φορολογικών Επιτροπών, αφού τόσο οι εκκρεμείς, όσο και οι νεοεισαγόμενες υποθέσεις με το πιο πάνω αντικείμενο, μπορούν να επιλυθούν με την πιο πάνω διαδικασία από τους υπηρετούντες δικαστές οι οποίοι και πείρα διαθέτουν και τα εχέγγυα αμερόληπτης κρίσης. Για όσους σπεύσουν να επικρίνουν την πρόταση αυτή ότι παραβιάζει συνταγματικές διατάξεις, μια πρώτη απάντηση είναι ότι κανείς δεν θα στερηθεί της δικαστικής προστασίας, αφού οι διαφωνούντες με το αποτέλεσμα της προσωρινής διάταξης του Δικαστηρίου, μπορούν , καταβάλλοντας ειδικό παράβολο, να ζητήσουν την εκδίκαση της υπόθεσης κατά τη συνήθη διαδικασία και να λάβουν αιτιολογημένη δικαστική απόφαση».
Συμπέρασμα: Με το υπάρχον δυναμικό των διοικητικών δικαστηρίων, οι 170.000 εκκρεμείς υποθέσεις φορολογικού ή τελωνειακού αντικειμένου θα εκκαθαριστούν σε μία διετία από τη θέσπιση της προτεινόμενης ρύθμισης. Τέλος, είναι μια ευκαιρία, να θεσπιστεί μια συμβολική αμοιβή αυξημένης παραγωγικότητας για τους δικαστές που θα κληθούν να ξεφορτώσουν το μεγάλο αυτό όγκο υποθέσεων, ρύθμιση που προβλέπεται από άλλες έννομες τάξεις στη λειτουργία της δικαιοσύνης.
Αθήνα 15-2-2013
Θεόδωρος Ασημακόπουλος
Πρόεδρος Εφετών στο Διοικ. Εφετείο Πειραιά