ΑΠΟΨΕΙΣ

Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθήνας και Επιστημονική Εταιρεία Διοικητικής Δικαιοσύνης

Ημερίδα της 21.3.2013 «Διοικητικά Δικαστήρια 50 έτη μετά – Προκλήσεις – Προοπτικές – Εκσυγχρονισμός στις νέες κοινωνικές συνθήκες»

Εισήγηση: «Προσωρινή δικαστική προστασία με το νέο θεσμικό πλαίσιο κατά τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας» (Α΄ Συνεδρίαση).

Εισηγητής: Βασίλης Φαϊτάς

 Εισαγωγή. 

       Θα ξεκινήσω με μια επισήμανση. 

       Η καταχώρηση στο κείμενο ενός Συντάγματος ή μιας Διεθνούς Συνθήκης ατομικού δικαιώματος δικαστικής προστασίας δεν δημιουργεί καθαυτή ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα (π.χ. δικαίωμα στην εργασία, στην υγεία, κλπ.), αλλά προϋποθέτει τέτοια δικαιώματα. 

    Για αυτό το δικαίωμα δικαστικής προστασίας έχει νόημα όταν πράγματι οι πολίτες απολαμβάνουν τέτοια δικαιώματα.  Όταν αντίθετα τα δικαιώματα αυτά περιορίζονται δραματικά, όταν για την πλειοψηφία των πολιτών τα δικαιώματα αυτά καθίστανται «τύπος» μόνο, τυπικό χαρακτήρα έχει και το δικαίωμα δικαστικής προστασίας. 

    Δεν νοείται να εξετάζουμε οποιοδήποτε θέμα άπτεται της δικαστικής προστασίας αποσπασμένο από το επίπεδο προστασίας των δικαιωμάτων που υπάρχει κάθε φορά.  

Προσωρινή δικαστική προστασία. Γενικά. 

         Όπως γίνεται πλέον παγίως δεκτό από τη θεωρία και τη νομολογία η δικαστική προστασία δεν νοείται να εξαντλείται στο επίπεδο της οριστικής επίλυσης συγκεκριμένης διαφοράς. Περιλαμβάνει και τη δυνατότητα να ζητηθούν από τον ενδιαφερόμενο τα κατάλληλα μέτρα, ώστε αποτραπεί η απειλούμενη ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη βλάβη των εννόμων συμφερόντων του. 

Το αρχικό πλέγμα δικονομικών κανόνων προσωρινής δικαστικής προστασίας στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. 

            Με την εισαγωγή του Κ.Δ.Δ. διαμορφώθηκε ένα πλέγμα κανόνων προσωρινής δικαστικής προστασίας (άρθρα 69, 200 – 215, 228 και 229) που αποσκοπούσε, καταρχήν, στην παροχή δυνατότητας αναστολής της άμεσης εκτέλεσης μιας δυσμενούς εκτελεστής διοικητικής πράξης ή μιας δικαστικής απόφασης. 

     Ως «αναστολή εκτέλεσης» διοικητικής πράξης νοείται η παρεμπόδιση της ανάπτυξης των εξωτερικών εννόμων συνεπειών της πράξης αυτής, η απενεργοποίησή της δηλαδή για όσο χρονικό διάστημα θα ισχύσει η απόφαση περί αναστολής. Αντίστοιχα, ως «αναστολή εκτέλεσης» δικαστικής απόφασης νοείται η αδρανοποίηση της απόφασης ως τίτλου εκτέλεσης, η παρακώλυση δηλαδή της επέλευσης των έννομων αποτελεσμάτων της για όσο χρονικό διάστημα θα ισχύσει η απόφαση περί αναστολής.  

    Πέραν της αναστολής εκτέλεσης διοικητικής πράξης ή δικαστικής απόφασης με τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προβλέφθηκε, ως γενικό συντηρητικό εξασφαλιστικό μέτρο η προσωρινή ρύθμιση κατάστασης,

 δηλαδή δυνατότητα να διαταχθεί κάθε πρόσφορο μέτρο ώστε να ρυθμιστεί προσωρινά μια νομική ή πραγματική κατάσταση η οποία είτε προσβλήθηκε, είτε απειλείται συνεπεία πράξης ή παράλειψης διοικητικού οργάνου (άρθρο 210),

    ενώ, ειδικά επί καταψηφιστικής αγωγής, προβλέφθηκε, ως γνήσιο ασφαλιστικό μέτρο, η προσωρινή επιδίκαση μέρος της απαίτησης του ενάγοντος προκειμένου αυτός να μη στερηθεί, μέχρι να εκδικαστεί η αγωγή του, τα αναγκαία μέσα διαβίωσής του ή να μη δυσχερανθεί ιδιαιτέρως στην αντιμετώπιση των σχετικών δαπανών (άρθρα 211 – 215). 

      Το παραπάνω πλέγμα δικονομικών διατάξεων εμφάνιζε οπωσδήποτε σημαντικά ελλείμματα – κενά στη παροχή δικαστικής προστασίας, καθώς και αντιφάσεις:

     Για παράδειγμα στο αρχικό κείμενο του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και συγκεκριμένα στα άρθρα 201 εδ. β΄, 207 εδ. β΄ , 210 παρ. 2 εδ. β΄ και 212 εδ. β΄ οριζόταν ότι σε περίπτωση αναρμοδιότητας το ένδικο βοήθημα της προσωρινής δικαστικής προστασίας (αίτηση αναστολής εκτέλεσης διοικητικής πράξης, αίτηση αναστολής εκτέλεσης δικαστικής απόφασης, αίτηση προσωρινής ρύθμισης κατάστασης και αίτηση προσωρινής επιδίκασης απαίτησης αντίστοιχα) απορρίπτεται. 

      Ήδη  προβλέπεται ότι σε περίπτωση αναρμοδιότητας το ένδικο βοήθημα της προσωρινής δικαστικής προστασίας παραπέμπεται στο αρμόδιο δικαστήριο μαζί με την κύρια υπόθεση με τη διαδικασία του άρθρου 126 Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.

    Στη νομοθετική αυτή αλλαγή συνέβαλε και η νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων, η οποία, δέχθηκε ότι το αναρμόδιο δικαστήριο πρέπει να επιληφθεί προσωρινά της υπόθεσης (χορηγώντας εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις την αναστολή) μιας και το αρμόδιο δικαστήριο αδυνατεί να επιληφθεί αυτής και ακολούθως να την παραπέμψει στο αρμόδιο δικαστήριο  

(βλ. μεταξύ πολλών τις 2999/2003 και 301/2003 αποφάσεις του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθήνας). 

  Άλλη περίπτωση ελλείμματος προσωρινής δικαστικής προστασίας, το οποίο άλλωστε υφίσταται και σήμερα, σχετίζεται με τη μη χορήγηση δυνατότητας αναστολής αρνητικής διοικητικής πράξης μη χρηματικού αντικειμένου

    Άλλη περίπτωση ελλείμματος προσωρινής δικαστικής προστασίας αφορούσε το ότι δεν περιλαμβανόταν στους λόγους αποδοχής της αίτησης αναστολής η πρόδηλη βασιμότητα του κύριου ένδικου βοηθήματος. Και εδώ η νομολογία επέδρασε ώστε να αλλάξει τελικά ο νόμος. Σύμφωνα με αυτή τη νομολογία αν το προδήλως βάσιμο δεν συνεπάγεται τη χορήγηση αναστολής, παραβιάζεται τόσο η παρ. 1 του άρθρου 4 του Συντάγματος που καθιερώνει την αρχή της ισότητας, όσο και η διάταξη του άρθρου 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, η οποία ορίζει ότι όλοι είναι ίσοι ενώπιον των δικαστηρίων.

(βλ. την 108/1999 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, την 131/2006 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Ιωαννίνων κα). 

     Παρά τα παραπάνω προβλήματα και ελλείψεις, πάντως, το πλέγμα δικονομικών διατάξεων του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας υπό την αρχική του μορφή ικανοποιούσε, καταρχάς, το δικαίωμα προσωρινής δικαστικής προστασίας αναφορικά με τις διοικητικές διαφορές ουσίας μέσα σε ένα περιβάλλον μεγάλης βραδύτητας εκδίκασης των κύριων ένδικων βοηθημάτων.

Η διαμόρφωση του σημερινού ασφυκτικού δικονομικού περιβάλλοντος προσωρινής δικαστικής προστασίας. Γενικά. 

     Μετά μια περίπου δεκαετία από την έναρξη ισχύος του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, μέσα σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, και ενώ (σε επίπεδο ουσιαστικού δικαίου) επιβάλλονται βαρύτατα φορολογικά βάρη σε συγκεκριμένες κατηγορίες φορολογούμενων (ιδίως μισθωτούς, συνταξιούχους και ασθενέστερους οικονομικά επαγγελματίες), ενώ λαμβάνουν χώρα μεγάλου μεγέθους περικοπές μισθών και συντάξεων, ενώ καταργούνται ή περιορίζονται δραματικά τα πιο σημαντικά εργασιακά και κοινωνικο – ασφαλιστικά δικαιώματα, η δικονομία της προσωρινής δικαστικής προστασίας των διοικητικών διαφορών ουσίας αλλάζει άρδην φυσιογνωμία. 

      Με διαδοχικά νομοθετήματα [ν. 3659/2008 (ΦΕΚ 77 Α΄), ν.3900/2010 (ΦΕΚ 213 Α΄), ν. 4051/2012 (ΦΕΚ 40 Α΄) και ν.4079/2012 (ΦΕΚ 180 Α΄)] αντικαθίστανται πολλές από τις διατάξεις περί προσωρινής δικαστικής προστασίας του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και διαμορφώνεται ένα νέο πλέγμα διατάξεων χαρακτηριστικό του οποίου είναι ένα ασφυκτικό δικονομικό περιβάλλον που καθιστά πια δυσχερέστατη τη δυνατότητα να αποτρέψει ο ενδιαφερόμενος την επέλευση ανεπανόρθωτης ζημίας σε βάρος του κατά το χρονικό διάστημα της αναμονής εκδίκασης της ουσίας της υπόθεσης.  

Οι κυριότερες αλλαγές του δικαίου μπορούν συνοψιστούν στα εξής:

        Αύξηση παραβόλου και μετακύλιση στο διοικούμενο του βάρους επίδοσης της αίτησης αναστολής. Πρόκειται για τη θεσμοθέτηση δύο αντικινήτρων, τα οποία στο περιβάλλον της οικονομικής κρίσης καθίστανται αποφασιστικής σημασίας. 

     Αφενός αυξήθηκε σημαντικά το παράβολο της αίτησης παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας. Έτσι το αρχικό παράβολο των € 4,50 αναπροσαρμόστηκε αρχικά σε € 25 (άρθρο 35 του ν. 3659/2008) και εντός σύντομου χρονικού διαστήματος ορίστηκε σε € 100 (άρθρο 45 παρ. 1 του ν. 3900/2010) με αναδρομική μάλιστα ισχύ για τις εκκρεμείς υποθέσεις (άρθρο 45 παρ. 2 του ν. 3900/2010). Εδώ θα πρέπει να σταθμίσει κανείς ότι η αύξηση του παραβόλου της προσωρινής δικαστικής προστασίας συνοδεύτηκε με αντίστοιχη αύξηση του παραβόλου και του κύριου ένδικου βοηθήματος ή μέσου. Αφετέρου έγινε μετακύλιση στον αιτούντα του δικονομικού βάρους της επίδοσης προς τη Διοίκηση ή τον τρίτο που έχει δικαίωμα παρέμβασης αντιγράφου της αίτησης αναστολής (το βάρος αυτό προηγουμένως το έφερε η Διοίκηση), αλλά και της οικείας προσφυγής (σχετ. το άρθρο 20 του ν. 3659/2008 που αντικατέστησε το δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 203 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας). 

      Απαλοιφή της δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης. 

     Με την εισαγωγή του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ορίστηκε (άρθρα 202 και 208) ως λόγος αναστολής, σχετικοποιούμενος πάντως σε περίπτωση συνδρομής λόγων δημοσίου συμφέροντος ή σε περίπτωση προδήλως απαράδεκτου ή αβάσιμου κύριου ένδικου βοηθήματος ή μέσου, ορίστηκε η απειλούμενη από την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης ή δικαστικής απόφασης αντίστοιχα «ανεπανόρθωτη» ή «δυσχερώς επανορθώσιμη» προσωπική υλική ή ηθική βλάβη του ενδιαφερόμενου. 

     Η ορολογία αυτή ταυτίζεται με την αντίστοιχη της παρ. 6 του άρθρου 52 του π.δ. 18/1989 (ΦΕΚ 8 Α΄).

    Με το άρθρο 34 του ν. 3900/2010 απαλείφεται η «δυσχερώς επανορθώσιμη» βλάβη από την παρ. 1 του άρθρου 202 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και πλέον το ένδικο βοήθημα της αίτησης αναστολής κατά διοικητικής πράξης γίνεται δεκτό μόνο σε περίπτωση κατά την οποία η άμεση εκτέλεση της πράξης αυτής θα προκαλέσει στον ενδιαφερόμενο «ανεπανόρθωτη» βλάβη. 

    Τίθεται το ζήτημα υπάρχει ουσιαστική διαφοροποίηση των δύο όρων ή μήπως αυτοί πρέπει να εκλαμβάνονται ως ισοδύναμοι ; 

     Στη θεωρία του δικονομικού διοικητικού δικαίου συχνά καθένας από τους δύο όρους εμφανίζεται να αντιστοιχεί σε διαφορετικής φύσης (άλλης ποιότητας) βλάβη. Κατά το Ν. Χατζητζανή, ανεπανόρθωτη είναι η βλάβη όταν η προτέρα πραγματική ή νομική κατάσταση δεν μπορεί να επανέλθει με την απόφαση που θα εκδοθεί επί της προσφυγής, όταν δηλαδή η ζημία που επέρχεται από την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης είναι οριστική και μη αναστρέψιμη. Κατά τον ίδιο συγγραφέα δυσχερώς επανορθώσιμη είναι η βλάβη όταν η επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση απαιτεί μεν εντατικές προσπάθειες, χρονοβόρα διαδικασία ή και δυσανάλογες δαπάνες, πλην όμως είναι εφικτή έστω και αν δεν είναι βέβαιο το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα 

    Αλλά και ο Επ. Σπηλιωτόπουλος διακρίνει μεταξύ «ανεπανόρθωτης» και «δύσκολα επανορθώσιμης» ζημίας, γεγονός που δείχνει ότι δεν εκλαμβάνει αυτούς ως ταυτόσημους.

    Θα μπορούσε κανείς, λαμβάνοντας ως κριτήριο τη φύση του εννόμου αγαθού που πλήττεται από την άμεση εκτέλεση της διοικητικής πράξης, να πει ότι ανεπανόρθωτη είναι η βλάβη όταν η εκτέλεση της πράξης αυτής βάλλει κατά ενός ανελαστικού αγαθού, διαμορφώνοντας έτσι μια πραγματική ή νομική κατάσταση της οποίας η ανατροπή είναι παντελώς ανέφικτη, ενώ δυσχερώς επανορθώσιμη είναι η βλάβη όταν το εν λόγω έννομο αγαθό δεν έχει ανελαστικό χαρακτήρα και συνεπώς μπορεί να αποκατασταθεί. 

      Διαφοροποίηση, όμως, ανεπανόρθωτης και δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης έχει αποτυπωθεί και νομολογιακά και μάλιστα και σε αποφάσεις Ανώτατων Δικαστηρίων. Το Συμβούλιο της Επικρατείας με την 326/2006 απόφασή του (Ε.Α.) ομιλεί για «βλάβη μη δυνάμενη να επανορθωθεί» αναφορικά με την εκτέλεση πράξης που θα είχε ως άμεση συνέπεια την κατεδάφιση κτίσματος. Δύσκολα θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι η χρήση των λέξεων «μη δυνάμενη» καταλαμβάνει εξίσου και την ανεπανόρθωτη και τη δυσχερώς επανορθώσιμη βλάβη. «Μη δυνάμενη» να επανορθωθεί σημαίνει ότι είναι παντελώς ανέφικτη η επανόρθωση. Άρα πρόκειται για ανεπανόρθωτη βλάβη. 

    Αντιστρόφως πολλές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας εξειδικεύουν τη βλάβη συγκεκριμένης περίπτωσης ως «δυσχερώς αναστρέψιμη». Η επιλογή ειδικά του όρου αυτού φαίνεται να γίνεται συνειδητά. Αναφέρουμε ενδεικτικά την 2040/2007 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. 

    Αλλά και το Ελεγκτικό Συνέδριο (ενδεικτικά) με την 932/2010 απόφασή του, ενώ στη μείζονα σκέψη διακρίνει τη βλάβη γενικά σε «μη δυνάμενη να αποκατασταθεί» και σε «δυσχερώς επανορθώσιμη», στην περίπτωση που εξέταζε, όπου η ζημία από την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης ήταν οικονομικής φύσης και εφαρμοστέοι κανόνες αυτοί των άρθρων 200 και επομ. του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, εξειδίκευσε τη βλάβη του αιτούντος ως «δυσχερώς επανορθώσιμη» αποδεχόμενο προφανώς με την επιλογή αυτού του όρου ότι οι δύο μορφές της βλάβης είναι ποιοτικά διαφορετικές. 

  Τέλος, η εφαρμογή από τα διοικητικά δικαστήρια των άρθρων 200 και επομ. του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας καταδεικνύει ότι κατά κανόνα η επιλογή στο σκεπτικό της απόφασης ειδικά του ενός από τους δύο όρους γίνεται ενσυνείδητα και σε συνάρτηση με τις ειδικές κάθε φορά περιστάσεις λαμβανομένου υπόψη του είδους των συνεπειών που συνεπάγεται για τον αιτούντα η εκτέλεση συγκεκριμένης διοικητικής πράξης [ενδεικτικά μεταξύ πολλών αποφάσεων που περιλαμβάνονται στα εκδοθέντα από τη ‘‘Νομική Βιβλιοθήκη’’ δελτία νομολογίας των διοικητικών δικαστηρίων: Δ.Πρ.Αθ. 1061/2010, 2640/2010, 2788/2008, Δ.Πρ.Θεσ.243/2003, Δ.Πρ.Πειρ.1271/2006, 653/2008, 1018/2008 κα].   

       Με την 496/2011 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι «ανεπανόρθωτη βλάβη, η αποσόβηση της οποίας καθιστά συνταγματικά επιβεβλημένη την παροχή προσωρινής προστασίας, νοείται όχι μόνον η κατά κυριολεξία μη αναστρέψιμη, αλλά και εκείνη, της οποίας η αποκατάσταση, υπό τις συγκεκριμένες οικονομικές και λοιπές συνθήκες είναι για τον διάδικο δυσχερής σε τέτοιο βαθμό, ώστε να αδυνατεί πράγματι να την επιτύχει». Υπό την έννοια αυτή, άλλωστε, κατά την ίδια απόφαση, χρησιμοποιήθηκε και προ του ν. 3900/2010 τόσο στο π.δ. 18/1989 (άρθρο 52, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 35 του ν. 2721/1999 – ΦΕΚ 112 Α΄) όσο και στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (άρθρο 202) η έννοια της «δυσχερώς επανορθώσιμης» βλάβης ως ισοδύναμη της «ανεπανόρθωτης». Με το δεδομένο αυτό, συνεχίζει η ίδια απόφαση, η νέα ρύθμιση του άρθρου 202 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, απαλείφοντας τη «δυσχερώς επανορθώσιμη» βλάβη από τους λόγους αναστολής, δεν επεδίωξε κατ’ ουσία περιορισμό των λόγων που κατά το Σύνταγμα επιβάλλουν την παροχή προσωρινής προστασίας, αλλά απέβλεψε στην αντιμετώπιση των προβλημάτων «εφαρμογής» που είχαν ανακύψει λόγω της έως τότε διατύπωσης της διάταξης και ειδικότερα εξαιτίας της εφαρμογής της διάταξης σε περιπτώσεις δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης που δεν ισοδυναμούσαν με ανεπανόρθωτη. 

     Πρέπει να πούμε στο σημείο αυτό ότι  η παραπάνω απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας επικαλείται συναφώς την εισηγητική έκθεση του ν. 3900/2010, η οποία ως προς το άρθρο 34 αναφέρει ότι η εν λόγω νομοθετική μεταβολή κρίθηκε αναγκαία «για την απάλειψη ρυθμίσεων που παρουσιάζουν προβλήματα στην εφαρμογή τους» και ότι με τη νέα ρύθμιση «δεν αρκούν για να θεμελιώσουν λόγο αναστολής τυχόν δυσχέρειες επανόρθωσης της βλάβης σε περίπτωση αποδοχής της προσφυγής». 

    Καταρχάς πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η διατύπωση της εισηγητικής έκθεσης του ν. 3900/2010, την οποία εκτίμησε και περιέλαβε στο σκεπτικό της και η 496/2011 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, είναι αντιφατική. Αφενός εκτίθεται σαφώς ότι οι δυσχέρειες επανόρθωσης της βλάβης δεν θεμελιώνουν πια λόγο αναστολής κι αφετέρου διαφαίνεται να εκλαμβάνεται ότι υπάρχουν πάντως ορισμένες περιπτώσεις (όχι όλες) δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης που ισοδυναμούν με ανεπανόρθωτη.  

      Είτε πάντως ορισμένες μόνο περιπτώσεις «δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης» θεωρηθούν ισοδύναμες της «ανεπανόρθωτης», είτε όλες (οπότε οι δύο όροι είναι κατά κάποιο τρόπο ταυτόσημοι) η λογική αυτή έρχεται σε διάσταση με το συγκεκριμένο εννοιολογικό περιεχόμενο που έχει κάθε όρος. Ο όρος «ανεπανόρθωτος» δηλώνει αυτόν που «δεν διορθώνεται» και συνεπώς αντίστοιχα «ανεπανόρθωτη ζημία» είναι αυτή που επ’ ουδενί δεν μπορεί να αποκατασταθεί, ενώ ο όρος «επανορθώσιμος» δηλώνει αυτόν «που διορθώνεται» και συνεπώς αντίστοιχα «επανορθώσιμη» έστω και δυσχερώς «ζημία» είναι αυτή που πάντως είναι αποκαταστάσιμη. Νομίζω ότι το επιχείρημα περί ανάγκης αντιμετώπισης προβλημάτων εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 202 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας δεν δικαιώνει τη θέση περί ισοδυναμίας (αν όχι ταύτισης) «ανεπανόρθωτης» και «δυσχερώς επανορθώσιμης» βλάβης γιατί το (συγκεκριμένο) εννοιολογικό περιεχόμενο κάθε όρου δεν είναι δυνατόν να εξαρτάται και να αλλάζει αναλόγως της εμφάνισης ή όχι «προβλημάτων εφαρμογής» μιας διάταξης. 

   Ανεξάρτητα πάντως από τούτο, έχει κανείς να κάνει την ακόλουθη παρατήρηση: Αν πράγματι ο νομοθέτης εφεξής εκλαμβάνει τρόπον τινά ισοδύναμους τους δύο όρους (και μάλιστα προς αντιμετώπιση των προβλημάτων εφαρμογής της διάταξης, όπως προεκτέθηκε) τότε γιατί στο άρθρο 208 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας διατήρησε και τη «δυσχερώς επανορθώσιμη» βλάβη (δίπλα στην «ανεπανόρθωτη») ως λόγο αναστολής δικαστικής απόφασης (πλην των φορολογικών/τελωνειακών υποθέσεων για τις οποίες έθεσε ειδικότερη ρύθμιση); Και βέβαια γιατί οι δύο όροι παρέμειναν στην παρ. 6 του άρθρου 52 του π.δ. 18/1989;

        Yπό την εκδοχή της διαφοροποίησης των δύο όρων, η νέα ρύθμιση του άρθρου 202 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας καταλείπει ευρύ πεδίο εκτός της δικαστικής προστασίας. Γιατί με εξαίρεση ορισμένες συγκεκριμένου είδους έννομες συνέπειες διοικητικών πράξεων (που βάλλουν κατά ανελαστικών εννόμων αγαθών), η ανάγκη προσωρινής δικαστικής προστασίας αφορά την προστασία ελαστικών εννόμων αγαθών συναρτώμενων ιδίως με την οικονομική σφαίρα. Αγαθών πάντως αποκαταστάσιμων. Άλλοτε ευχερώς, άλλοτε δυσχερώς. Αναλόγως των οικονομικών δυνατοτήτων του ενδιαφερόμενου, του ύψους του φόρου ή του προστίμου κλπ. που έχει καταλογιστεί και των λοιπών συνθηκών.

     Yπό την εκδοχή αυτή αξιοσημείωτη είναι μια πτυχή παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας. Στον πρώτο βαθμό όπου η ανάγκη προσωρινής δικαστικής προστασίας είναι, σε γενική και αφηρημένη εκδοχή, μεγαλύτερη, καθόσον δεν έχει μεσολαβήσει δικαστική κρίση επί της ουσίας της υπόθεσης, η αποδοχή της αίτησης αναστολής προϋποθέτει οπωσδήποτε ανεπανόρθωτη βλάβη του ενδιαφερόμενου, ενώ στο δεύτερο βαθμό, που πάντως μεσολάβησε η πρωτόδικη δικαστική απόφαση, η αίτηση αναστολής μπορεί να γίνει δεκτή και όταν συντρέχει περίπτωση δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης. 

        Το ρήγμα στην προσωρινή δικαστική προστασία έγινε ακόμη βαθύτερο στις περιπτώσεις προσβολής δικαστικών αποφάσεων φορολογικής/τελωνειακής φύσης. Στις περιπτώσεις αυτές απαλείφθηκε και αυτή η ανεπανόρθωτη βλάβη και ο μοναδικός λόγος αναστολής εκτέλεσης είναι το προδήλως βάσιμο του ένδικου μέσου που εκκρεμεί (άρθρο 209 Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας που προστέθηκε με το άρθρο 38 του ν.3900/2010).

       Αλλαγή στην αποδεικτική διαδικασία. Kατά γενική αρχή του δικαίου της προσωρινής δικαστικής προστασίας (βλ. εξάλλου και το άρθρο 690 του Κ.Πολ.Δ.), ενόψει της φύσης της παρεχόμενης δικαστικής προστασίας όπου προκρίνεται ο επείγων χαρακτήρας της, τα στοιχεία τα οποία θα πρέπει να προσκομιστούν από τον αιτούντα δεν είναι απαραίτητο να οδηγούν σε πλήρη απόδειξη, αλλά αρκεί και η πιθανολόγηση. Ως «πιθανολόγηση» νοείται η ελάχιστη αποδεικτική διαβάθμιση που απαιτείται για την εξαγωγή του αποδεικτικού πορίσματος ως προς τη βασιμότητα των ισχυρισμών των διαδίκων, αφού το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τις διατάξεις που ισχύουν για την αποδεικτική διαδικασία, ούτε έχει υποχρέωση να εφαρμόσει τους κανόνες που ρυθμίζουν τη δύναμη των  αποδεικτικών μέσων. Έτσι προκειμένου να σχηματιστεί πιθανότητα για την αλήθεια των πραγματικών περιστατικών είναι επιτρεπτά και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου π.χ. κατάθεση εξαιρετέου μάρτυρα κλπ. (πρβλ. και Β. Βαθρακοκοίλη ‘‘Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας – Ερμηνευτική, νομολογιακή ανάλυση κατ’ άρθρο, έκδοση 1996, τόμος Δ΄, σ. 84 -85, πρβλ. ενδεικτικά και Α.Π. 497/2007 κα). 

       Η αρχική διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 202 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ως ίσχυσε μέχρι τη θέση σε ισχύ του ν. 3900/2010, όπως είχε ερμηνευτεί από τη νομολογία και τη θεωρία δεν απαιτούσε πλήρη απόδειξη. Με βάση τη γενική αρχή που προαναφέρθηκε, τα στοιχεία του αιτούντος αρκεί να οδηγούσαν στην πιθανολόγηση της εν λόγω βλάβης.

Τούτο, άλλωστε, έγινε δεκτό από τη θεωρία (πρβλ. και Ν. Χατζητζανή ‘‘Ερμηνεία κατ’ άρθρον Κώδικος Διοικητικής Δικονομίας’’ σ. 1169) αλλά και τη νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων (όπου κατά κανόνα γίνεται χρήση του ρήματος «πιθανολογείται»).

     Ήδη ο νόμος ορίζει ότι η αίτηση αναστολής κατά διοικητικής πράξης γίνεται δεκτή μόνον εφόσον ο αιτών «επικαλεσθεί και αποδείξει» τη συνεπεία της άμεσης εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης βλάβη του (άρθρο 202 παρ. 1 ως ισχύει μετά το άρθρο 34 του ν. 3900/2010). Είναι σαφές ότι η χρήση του ρήματος «αποδείξει» αντιδιαστέλλει πλέον το γράμμα της διάταξης του νόμου από την προαναφερόμενη γενική αρχή του δικαίου της προσωρινής δικαστικής προστασίας με απόρροια τον παραγκωνισμό της τελευταίας. Για την αποδοχή της αίτησης αναστολής απαιτείται πλέον να σχηματιστεί πλήρης (και όχι ατελής) δικανική πεποίθηση. Αυτό συνεπάγεται σημαντική επιδείνωση της δικονομικής θέσης του αιτούντος την προσωρινή δικαστική προστασία. Και τούτο γιατί δεν είναι ευχερής η προσκόμιση αποδεικτικών μέσων που πληρούν τους όρους του νόμου εντός της σύντομης (συνήθως ολιγοήμερης) προθεσμίας στην οποία ο αιτών οφείλει να προσκομίσει στο Δικαστήριο τα αποδεικτικά αυτά μέσα. Επισημαίνεται ότι ο αιτών υποχρεούται να πράξει τούτο εντός της προθεσμίας που, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 203 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, τάσσεται από τον δικαστή της αναστολής στη Διοίκηση για προσκόμιση του διοικητικού φακέλου (το στίγμα του μεγέθους της εν λόγω προθεσμίας το δίνει το τελευταίο εδάφιο της ως άνω παρ. 3, όπου αναφέρεται ότι η προθεσμία αυτή είναι τουλάχιστον 5 ημερών). 

      Η σημαντικότερη υποτίμηση της προσωρινής δικαστικής προστασίας, όμως, έγινε σε σχέση με το περιεχόμενο καθαυτό της εν λόγω προστασίας στις περιπτώσεις προσβολής διοικητικών πράξεων των φορολογικών και τελωνειακών αρχών, καθώς και στις περιπτώσεις διαφορών με χρηματικό αντικείμενο. Με το άρθρο 34 του ν. 3900/2010 η εξουσία του δικαστηρίου της αναστολής, αναφορικά με τις προαναφερόμενες κατηγορίες υποθέσεων, περιορίστηκε. Δεν νοείται πια κατά κυριολεξία αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης, παρά μόνο μπορεί να απαγορευτεί η λήψη από μέρους της Διοίκησης των αναγκαστικών μέτρων είσπραξης της οφειλής ή διοικητικών μέτρων για τον εξαναγκασμό ή τη διασφάλιση της είσπραξης της οφειλής και φυσικά υπό την προϋπόθεση της πρόκλησης βλάβης από τα μέτρα αυτά. 

     Kαταρχάς θα πρέπει να επισημανθεί η ασάφεια την οποία διακρίνει τη νέα διάταξη σχετικά με το ποια μπορεί να είναι αυτά τα μέτρα. Ασφαλώς σε αυτά περιλαμβάνεται η κατάσχεση και τα λοιπά αναγκαστικά μέτρα του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.) π.χ. ο πλειστηριασμός. Περιλαμβάνονται, όμως, μέτρα όπως π.χ. η άρνηση έκδοση ενημερότητας; Πολλές δικαστικές αποφάσεις δέχονται ήδη αυτό και σωστά. 

    Ενδεικτικά αναφέρουμε την απόφαση Ν 41/2012 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά – επρόκειτο για υπόθεση αδυναμίας καταβολής Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών (Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε). Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι και η ΣτΕ 496/2011 αφήνει τέτοιο περιθώριο γιατί ομιλεί περί μέτρων που προβλέπονται «ιδίως στον Κ.Ε.Δ.Ε.», δηλαδή εκλαμβάνει την κατηγορία των μέτρων αυτών (κατάσχεση κλπ.) ενδεικτικά και όχι περιοριστικά.

     Με την αλλαγή που επήλθε ο ενδιαφερόμενος αντιμετωπίζει ανυπέρβλητα προβλήματα. Όπως προκύπτει και από το στίγμα που έδωσε η ΣτΕ 496/2011 (να προστατευτεί το διαμέρισμα που αποτελούσε την πρώτη κατοικία του αιτούντος, όχι όμως και η αποθήκη), θα κρίνεται ο κίνδυνος να ληφθούν αναγκαστικά κλπ. μέτρα διασφάλισης ή είσπραξης της οφειλής σε συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο.

Τέτοιο περιουσιακό στοιχείο θα είναι συνήθως η πρώτη κατοικία του ενδιαφερόμενου. Οπωσδήποτε πρέπει να είναι και οι τραπεζικοί λογαριασμοί του ενδιαφερόμενου, σε μια εποχή που η τάση του Δημοσίου είναι να γενικεύσει κατασχέσεις μισθών και συντάξεων και μάλιστα για μικρά σχετικά ποσά. 

    Σημαντικό ζήτημα είναι η αντικειμενική αδυναμία απαρίθμησης όλων των περιουσιακών στοιχείων του ενδιαφερόμενου τα οποία ενδέχεται να αντιμετωπίσουν κίνδυνο κατάσχεσης. Το περιουσιακό στοιχείο πάντως το οποίο θα απειλείται με τα επίμαχα μέτρα θα πρέπει να υφίσταται κατά το χρόνο της εκδίκασης της αίτησης αναστολής. Εδώ θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι όποιος δεν κατέχει καθόλου περιουσιακά στοιχεία μπορεί να κινδυνεύσει να θεωρηθεί ότι δεν μπορεί να προσβάλλει καν παραδεκτώς με αίτηση αναστολής την οικεία διοικητική πράξη, με το επιχείρημα ότι ελλείψει τέτοιων στοιχείων δεν υπάρχει περίπτωση να ληφθούν σε βάρος του εισπρακτικά ή άλλα μέτρα. Μια τέτοια ερμηνεία έρχεται σε κατάφωρη αντίθεση με την αρχή της αναλογικότητας γιατί τυγχάνει μικρότερης δικαστικής προστασίας αυτός ο οποίος είναι σε πλέον δεινή οικονομική θέση. 

     Η ως άνω 496/2011 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δέχθηκε ότι οι νέες ρυθμίσεις δεν περιορίζουν δυσανάλογα το δικαίωμα προσωρινής δικαστικής προστασίας στις φορολογικές/τελωνειακές και στις υποθέσεις με χρηματικό αντικείμενο . Την κρίση του αυτή το Συμβούλιο της Επικρατείας τη στηρίζει σε δύο σκέψεις. Πρώτον, στο ότι ο νόμος επιτρέπει και στις περιπτώσεις των φορολογικών και χρηματικών διαφορών τη δυνατότητα χορήγησης (στην κυριολεξία) αναστολής, εφόσον το κύριο ένδικο βοήθημα είναι προδήλως βάσιμο. Και δεύτερον, στη σκέψη ότι τα μέτρα τα οποία μπορεί να λάβει το Δημόσιο κλπ. σε βάρος του ενδιαφερόμενου «προβλέπονται στο νόμο», είναι, θα λέγαμε, «ορισμένα», «κλειστού αριθμού» (και άρα το αρμόδιο δικαστήριο της αναστολής μπορεί, αναλόγως των ισχυρισμών του ενδιαφερόμενου, να συνδέσει την απόφασή του με ένα ή περισσότερα από αυτά τα συγκεκριμένα και γνωστά εκ των προτέρων μέτρα) 

     Ως προς το πρώτο επιχείρημα πρέπει να πούμε ότι αυτό επιβάλλεται για λόγους οικονομίας της δίκης αλλά και χάριν της αρχής της ισότητας (εφόσον προβλέπεται η απόρριψη της αίτησης αναστολής σε περιπτώσεις προδήλως απαράδεκτων και αβάσιμων κύριων ένδικων βοηθημάτων και μέσων – σχετ. και η νομολογία που προαναφέρθηκε) και συνεπώς δεν παρίσταται δικαιολογημένο να συνδέεται με το αν το περιεχόμενο της προσωρινής δικαστικής προστασίας στη νέα του μορφή είναι ή όχι επαρκές για το διοικούμενο. 

    Ως προς το δεύτερο επιχείρημα (ότι δηλαδή τα μέτρα που θα μπορούσε να λάβει η Διοίκηση και τα οποία το δικαστήριο της αναστολής μπορεί να απενεργοποιήσει προσωρινά είναι συγκεκριμένα)

 και ανεξαρτήτως της δυσχέρειας του διοικούμενου (πιθανώς και του δικαστηρίου της προσωρινής δικαστικής προστασίας) να εξεύρει και να προσδιορίσει εξαρχής όλα τα δυνατά μέτρα που μπορεί να λάβει η Διοίκηση σε συγκεκριμένη περίπτωση και τα οποία άλλωστε μπορεί να προβλέπονται σε διάφορα διάσπαρτα νομοθετήματα

   θα μπορούσε κανείς να προβάλλει την ακόλουθη ένσταση: Πώς θα προστατευτεί π.χ. από κατάσχεση μισθού ή σύνταξης ή από κατάσχεση ποσών από τον τραπεζικό του λογαριασμό όποιος κατά το χρόνο της εκδίκασης της αίτησης αναστολής δεν διαθέτει στο λογαριασμό του κανένα ποσό (και άρα δεν υπάρχει πεδίο εκείνη τη στιγμή να διαταχθεί κάποιο από τα εν λόγω «ορισμένα» μέτρα), πλην όμως στη συνέχεια, και πάντως πριν την έκδοση της οριστικής απόφασης επί της ένδικης διαφοράς, λαμβάνει χώρα είτε η κατάθεση του μισθού του, είτε της σύνταξή του, είτε εν πάση περιπτώσει κινείται ο τραπεζικός του λογαριασμός π.χ. στα πλαίσια εμπορικών συναλλαγών κλπ.; 

     Η (κατά κυριολεξία) «αναστολή εκτέλεσης» υπό το προ του ν. 3900/2010 δικονομικό νομοθετικό καθεστώς, επειδή αφορούσε (είχε ως αντικείμενο) καθαυτή τη διοικητική πράξη (η οικονομική κατάσταση και τα τυχόν περιουσιακά στοιχεία του αιτούντος συνεκτιμούνταν για τη δημιουργία της δικανικής πεποίθησης περί της βλάβης αυτού), κάλυπτε όλες τις αντίστοιχες περιπτώσεις. Η διοικητική πράξη ήταν αυτή που  απενεργοποιούνταν και απενεργοποιούνταν  γενικά (ανεξαρτήτως από κίνδυνο κατάσχεσης κλπ. ορισμένου περιουσιακού στοιχείου) και ο ενδιαφερόμενος ετύγχανε επί της ουσίας προσωρινής δικαστικής προστασίας. Με τη νέα ρύθμιση, όμως, τα περιουσιακά στοιχεία του ενδιαφερόμενου καθίστανται τα ίδια το «αντικείμενο» της δικαστικής απόφασης, με αποτέλεσμα αφενός να σμικραίνει το πεδίο κάλυψης του διοικούμενου από την θετική για αυτόν απόφαση που τυχόν θα εκδοθεί και αφετέρου να προκύπτουν αντιφατικές και ενίοτε παράλογες συνέπειες (όσο λιγότερα περιουσιακά στοιχεία κατέχει κανείς τόσο μικρότερη η πιθανότητα αποδοχής της αίτησης αναστολής, αντικειμενική αδυναμία πλήρους απαρίθμησης όλων των υφιστάμενων περιουσιακών στοιχείων κλπ.). 

Σημειωτέον ότι η λύση στις προαναφερόμενες περιπτώσεις της άσκησης νέας αίτησης αναστολής λόγω νέων στοιχείων δεν τίθεται σε συζήτηση.

Τι επιδιώκεται με τη συρρίκνωση της προσωρινής δικαστικής προστασίας 

          Γιατί ο νομοθέτης επέλεξε σήμερα αυτή την απότομη συρρίκνωση της προσωρινής δικαστικής προστασίας; 

    Υπήρχε μήπως ανάγκη «επιτάχυνσης της δίκης» στην προσωρινή δικαστική προστασία των διοικητικών διαφορών ουσίας; Ασφαλώς όχι. Στα διοικητικά δικαστήρια, όπως είναι γνωστό, οι αιτήσεις αναστολής εκδικάζονται πολύ σύντομα (συνήθως εντός μερικών ημερών), ενώ η απόφανση του προέδρου υπηρεσίας επί του αιτήματος του ενδιαφερόμενου για προσωρινή διαταγή, όταν υπάρχει τέτοιο αίτημα, λαμβάνει χώρα συνήθως αυθημερόν.

     Υπήρχε ανάγκη να καταστεί το σύστημα της παρεχόμενης προσωρινής δικαστικής προστασίας στη διοικητική δίκη πιο «ορθολογικό» λόγω «κατάχρησης» από μέρους ορισμένων διαδίκων ή «παρελκυστικής τακτικής», επιδίωξης δηλαδή της αναβολής της εκδίκασης του κύριου ενδίκου βοηθήματος εφόσον είχε ληφθεί η αναστολή; 

    Μα, εκεί δεν λέμε ότι βρίσκεται ο ρόλος του δικαστή; Το προϊσχύον νομοθετικό καθεστώς παρείχε καταρχάς στο δικαστή της αναστολής αρκετά εφόδια να ελέγξει την πιθανότητα επέλευσης πράγματι δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης. Και πάντως υπήρχε (και υπάρχει) η δυνατότητα ανάκλησης της αναστολής βάσει νέων στοιχείων που θα προσκομίζονταν από τη Διοίκηση (άρθρο 205 παρ. 6 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας). Ο δικαστής της ουσίας, εξάλλου, μπορούσε (και μπορεί), σταθμίζοντας όλα τα δεδομένα, να απορρίπτει το αίτημα αναβολής της συζήτησης της κύριας υπόθεσης σε περίπτωση που κρίνει ότι αυτό υποβάλλεται καταχρηστικά, ενόψει ληφθείσας αναστολής εκτέλεσης. Και πάντως ήδη προβλέφθηκε νομοθετικά ο περιορισμός του αριθμού των αναβολών (βλ. την παρ. 3 του άρθρου 135 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 15 του ν. 3659/2008).

     Για να γίνει κατανοητή η επιλογή αυτή του νομοθέτη πρέπει να συσχετιστούν οι αλλαγές στη δικονομία της προσωρινής δικαστικής προστασίας των διοικητικών διαφορών ουσίας με τις πρόσφατες μεγάλες ανατροπές των εργασιακών και κοινωνικοασφαλιστικών δικαιωμάτων, αλλά και τη «φορολογική καταιγίδα» που τις συνόδεψε. Ο de jure περιορισμός της δυνατότητας να λάβει ο φορολογούμενος, ο εργαζόμενος, ο συνταξιούχος, ο επαγγελματίας αναστολή εκτέλεσης συνδέεται με τη μείωση της ικανότητάς του να αμυνθεί νομικά απέναντι στους νόμους που επιβάλλουν βαρύτατες φορολογικές υποχρεώσεις, στους νόμους που περικόπτουν μισθούς και συντάξεις, στους νόμους που περιορίζουν κοινωνικοασφαλιστικά δικαιώματα. To νέο δικονομικό πλαίσιο της προσωρινής δικαστικής προστασίας συμβάλλει να καταστεί η υλοποίηση των ρυθμίσεων των εν λόγω νόμων, και μάλιστα πριν αυτοί ελεγχθούν δικαστικά, αναπόφευκτη.   

      Σε μεγάλο βαθμό άλλωστε αυτό συνέβη. Τα στοιχεία αποδεικνύουν μια πρωτοφανή μείωση της εισαγωγής ενδίκων βοηθημάτων προσωρινής δικαστικής προστασίας ιδίως μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3900/2010. Ενδεικτικά στο μεγαλύτερο Διοικητικό Πρωτοδικείο της χώρας, σε αυτό της Αθήνας, η εισαγωγή αιτήσεων αναστολής εκτέλεσης διοικητικών πράξεων το πρώτο έτος μετά την ισχύ του  ν. 3900/2010 περιορίστηκε κατά 40 % (2.099 κατατεθείσες αιτήσεις προσωρινής δικαστικής προστασίας το έτος 2011 έναντι 3.417 το έτος 2010) και μάλιστα το δεύτερο έτος το ποσοστό αυτό ανήλθε σε 60% (1.366 κατατεθείσες αντίστοιχες αιτήσεις το έτος 2012).    

Επίλογος

     Οι διοικητικοί δικαστές, ανεξάρτητα από τη συνταγματικότητα ή όχι των νέων διατάξεων της προσωρινής δικαστικής προστασίας στις διοικητικές διαφορές ουσίας, δεν μπορούμε παρά να τις υποδεχτούμε με αρνητική κριτική. 

    Για τον πρόσθετο λόγο ότι οι διατάξεις αυτές δεν είναι μεμονωμένες αλλά εντάσσονται στη συνολική τάση του νομοθέτη για περιορισμό της προσβασιμότητας στο διοικητικό δικαστήριο. 

   Τα αυξημένα παράβολα (πολύ περισσότερο στην προσωρινή δικαστική προστασία), αναπαράγουν μια «ανταλλακτική λογική» στην απονομή της δικαιοσύνης

    που δεν επιτρέπεται να γίνεται αποδεκτή από κανέναν, πολύ περισσότερο όμως από τους νομικούς, στο σημερινό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και νομικού πολιτισμού.  Η δικαιοσύνη πρέπει να αποτελεί ένα κοινωνικό αγαθό (αντίστοιχο της υγείας και της παιδείας) στο οποίο επιβάλλεται να έχουν πρόσβαση άπαντες. Ο δικαστής φέρει ιδιαίτερη ευθύνη να ζητά από την Πολιτεία να μην συνεπάγεται η δικαιοσύνη κανένα κόστος (πρόσφατα οι Ισπανοί δικαστές προέβησαν σε δυναμική κινητοποίηση με μοναδικό αίτημα τη μείωση του κόστους της δικαιοσύνης).

    Η καθυστέρηση στην εκδίκαση των κύριων ένδικων βοηθημάτων, η οποία δεν οφείλεται στους δικαστές ή σε δήθεν δικομανία των πολιτών, ούτε είναι τεχνικό ζήτημα, αλλά έχει κοινωνικές ρίζες και οφείλεται στην αναπαραγωγή όλο και περισσότερων αντιθέσεων στο σύγχρονο οικονομικό – κοινωνικό περιβάλλον (οι οποίες αναπόφευκτα ολοένα γεννούν νέες και συχνά πιο σύνθετες διαφορές) απαιτεί διεύρυνση και όχι περιορισμό της προσωρινής δικαστικής προστασίας. 

      Σχηματικά σε σχέση με τις αλλαγές που έλαβαν χώρα στα άρθρα 200 και επομ. του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, θα μπορούσε να προταθεί 

- κατάργηση  του παραβόλου, 

 -  επαναφορά της «δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης» ως λόγου αναστολής στις περιπτώσεις αιτήσεων κατά διοικητικής πράξης, 

- επαναφορά της «πιθανολόγησης» στη αποδεικτική διαδικασία της προσωρινής δικαστικής προστασίας, 

- επαναφορά της δυνατότητας (κατά κυριολεξία) αναστολής στις φορολογικές/τελωνειακές υποθέσεις και στις διαφορές με χρηματικό αντικείμενο 

και  

-  κατάργηση της διάταξης του άρθρου 209 Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας που περιορίζει την αναστολή δικαστικών αποφάσεων επί φορολογικών/τελωνειακών υποθέσεων μόνο στην περίπτωση του προδήλως βάσιμου του ένδικου μέσου.