ΑΠΟΨΕΙΣ
Ένωση Διοικητικών Δικαστών και Κέντρο Διακυβέρνησης και Βιώσιμης Ανάπτυξης του Παντείου Πανεπιστημίου
Ημερίδα της 18.4.2013: «Οικονομική Κρίση και Δικαιοσύνη»
Εισήγηση: «Περιορισμός του δικαιώματος δικαστικής προστασίας στη διοικητική δίκη με αφορμή την οικονομική κρίση»
Εισηγητής: Βασίλης Φαϊτάς, Πρωτοδίκης Δ.Δ.
Εισαγωγή.
Τα τελευταία χρόνια βιώνουμε μεγάλες αλλαγές στη Δικαιοσύνη. Διαδοχικές διατάξεις, συχνά διάσπαρτες σε άσχετα νομοθετήματα, τροποποιούν διαρκώς το ισχύον πλαίσιο σταθερά όμως σε δύο κατευθύνσεις: Στην κατεύθυνση της αποτροπής της προσφυγής των ασθενέστερων ιδίως οικονομικά πολιτών στο δικαστήριο από τη μια. Και σε αυτή της εξοικονόμησης κρατικών δαπανών από την άλλη. Το τελευταίο τούτο επιφέρει αναντιστοιχία του αριθμού των δικαστών και των δικαστικών υπαλλήλων με τις ανάγκες, αλλά και ελλείψεις στοιχειωδών υποδομών.
Οι αλλαγές στη Δικαιοσύνη είναι μέρος των γενικότερων αλλαγών στο νομικό εποικοδόμημα ώστε να αντιστοιχηθεί με τις αλλαγές που γίνονται στην οικονομία.
Οι εξελίξεις ειδικά σε σχέση με τη διοικητική δικονομία.
Ειδικά σε σχέση με τη διοικητική δικονομία οι εξελίξεις κλιμακώνονται σε αναλογία με τις εξελίξεις στο πεδίο της κοινωνικοασφαλιστικής, εργατικής και φορολογικής νομοθεσίας. Όσο περιορίζονται τα εργασιακά και τα κοινωνικοασφαλιστικά δικαιώματα, όσο επιβάλλονται νέα βαρύτατα φορολογικά βάρη, τόσο το πλαίσιο της διοικητικής δικονομίας γίνεται πιο ασφυχτικό, τόσο το διοικητικό δικαστήριο καθίσταται απρόσιτο για το φορολογούμενο, για τον εργαζόμενο, για το συνταξιούχο, για τον επαγγελματία.
Αυξάνεται το κόστος της Δικαιοσύνης και γίνεται διαρκώς μετακύλιση δικονομικών βαρών στον ενδιαφερόμενο .
Το κόστος της προσφυγής στο διοικητικό δικαστήριο αυξήθηκε δραματικά. Με τρόπους άμεσους ή πιο έμμεσους. Καταρχάς το αρχικό παράβολο του άρθρου 277 του Κ.Δ.Δ. ύψους € 4,50 αναπροσαρμόστηκε αρχικά σε € 25 [άρθρο 35 του ν. 3659/2008] και εντός σύντομου χρονικού διαστήματος ορίστηκε σε € 100 [άρθρο 45 παρ. 1 του ν. 3900/2010] με αναδρομική μάλιστα ισχύ για τις εκκρεμείς υποθέσεις [άρθρο 45 παρ. 2 του ν. 3900/2010]. Εδώ θα πρέπει να σταθμίσει κανείς ότι η αύξηση του παραβόλου συνοδεύτηκε με αντίστοιχη αύξηση του παραβόλου και του ένδικου βοηθήματος της προσωρινής δικαστικής προστασίας. Ειδικά στις χρηματικού περιεχομένου φορολογικές/τελωνειακές διαφορές το παράβολο είναι 2% του αντικειμένου της διαφοράς (και μπορεί να φθάσει μέχρι € 10.000).
Αφετέρου έγινε μετακύλιση από τη Διοίκηση προς τον ενδιαφερόμενο δικονομικών βαρών, που πέραν των άλλων, συνεπάγονται και κόστος. Αναφέρουμε την περίπτωση των φορολογικών υποθέσεων όπου ο ενδιαφερόμενος φέρει πλέον το βάρος να επιδώσει την προσφυγή προς τη φορολογική αρχή εντός 20 ημερών από τη λήξη της προθεσμίας άσκησης προσφυγής και μάλιστα με ποινή απαραδέκτου [άρθρο 126 παρ. 1 β΄ του Κ.Δ.Δ. όπως η παρ. 1 αντικαταστάθηκε από τα άρθρο 27 του ν.3900/2010]. Αναφέρουμε επίσης την περίπτωση της μετακύλισης στον ενάγοντα του βάρους επίδοσης της αγωγής προκειμένου να επέλθουν τα κατά το ουσιαστικό δίκαιο έννομα αποτελέσματα [άρθρο 75 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ. όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 19 του ν. 3900/2010].
Συναφώς πρέπει να αναφερθεί ότι ο ενδιαφερόμενος για να ασκήσει έφεση επί φορολογικής διαφοράς θα πρέπει πλέον να καταβάλει μέχρι την ημέρα της δικασίμου (στο εφετείο) το 50% του οφειλόμενου με βάση την πρωτόδικη απόφαση ποσού φόρου, προστίμου κλπ., αλλιώς η έφεση είναι απαράδεκτη [άρθρο 93 παρ. 3 του Κ.Δ.Δ. όπως προστέθηκε με το άρθρο 22 του ν. 3900/2010].
Το θέμα του κόστους στη δικαιοσύνη λειτουργεί αποτρεπτικά ιδίως για τον οικονομικά ασθενέστερο. Και βέβαια έρχεται εύλογα το ερώτημα: Δεν ακυρώνεται η δικονομική ισότητα των πολιτών, όταν στο δεδομένο περιβάλλον της οικονομικής ανισότητας που υφίσταται, η οικονομική δύναμη γίνεται καθοριστικός παράγοντας που καθορίζει την προσβασιμότητα στη διοικητική δικαιοσύνη; Σε κάθε περίπτωση διατάξεις όπως οι προηγούμενες νομιμοποιούν μια «ανταλλακτική» λογική» στην απονομή της δικαιοσύνης που δεν επιτρέπεται να γίνεται αποδεκτή από κανέναν, πολύ περισσότερο όμως από τους νομικούς, στο σημερινό επίπεδο νομικού (και όχι μόνο) πολιτισμού. Η δικαιοσύνη αποτελεί σήμερα ένα από τα βασικά κοινωνικά αγαθά στα οποία επιβάλλεται να έχουν πρόσβαση άπαντες. Ο δικαστής φέρει ιδιαίτερη ευθύνη να ζητά από την Πολιτεία να μην συνεπάγεται η δικαιοσύνη κανένα κόστος (πρόσφατα οι Ισπανοί δικαστές προέβησαν σε δυναμική κινητοποίηση με αίτημα τη μείωση του κόστους της δικαιοσύνης).
Υποτιμάται η παρεχόμενη δικαστική προστασία.
Μια άλλη εξέλιξη στη διοικητική δικονομία έχει να κάνει με την υποτίμηση της παρεχόμενης δικαστικής προστασίας. Αναφέρομαι προεχόντως στη μεταβίβαση της αρμοδιότητας εκδίκασης πολύ σοβαρών υποθέσεων σε μονομελή πρωτοδικεία και εφετεία. Η εξέλιξη αυτή είναι αρνητική. Η συλλογική σκέψη έχει άλλη ποιότητα. Η πολυμελής σύνθεση, άλλωστε, συμβάλλοντας στη δυνατότητα να εκφραστούν επί ενός θέματος περισσότερες απόψεις, προωθεί πιο γρήγορα τη νομολογία. Η πολυμελής σύνθεση επίσης απομακρύνει τυχόν υπόνοιες αυθαιρεσίας σε συγκεκριμένη περίπτωση, αφού πολύ πιο δύσκολα κανείς μπορεί να επικαλεστεί ότι αδικήθηκε από τρεις δικαστές σε σχέση με έναν. Βεβαίως και δεν αποκλείει κανείς καταρχήν τη μονομελή σύνθεση για τις ήσσονος σημασίας υποθέσεις. Όμως στις πλέον σημαντικές ή στις πλέον σύνθετες υποθέσεις είναι αναγκαία η πολυμελής σύνθεση.
Σήμερα στην αρμοδιότητα του μονομελούς διοικητικού πρωτοδικείου ανήκει η εκδίκαση χρηματικών διαφορών με αντικείμενο έως € 60.000, ενώ στις φορολογικές διαφορές το ποσό που οριοθετεί την αρμοδιότητα του μονομελούς είναι οι € 150.000 [βλ. άρθρο 6 του Κ.Δ.Δ. όπως ισχύει μετά το άρθρο 13 του ν. 3900/2010 και 47 του ν.4055/2012]. Και μάλιστα αναφερόμαστε μόνο στον κύριο φόρο ή στο μεγαλύτερο από περισσότερα ποσά διαφόρων συναφών πράξεων. Στην πραγματικότητα δηλαδή η αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου είναι πολύ μεγαλύτερη. To πρόβλημα επιτείνεται επειδή στις περιπτώσεις αυτές η εκδίκαση της διαφοράς σε δεύτερο βαθμό ανήκει στο μονομελές εφετείο.
Στην κατηγορία της υποβαθμισμένης δικαστικής προστασίας θα πρέπει να υπαχθεί και η αύξηση του ορίου του εκκλητού από € 590 σε € 5.000 η οποία ισχύει από τη θέση σε ισχύ [8.6.2008] του άρθρου 10 του ν. 3659/2008 (ΦΕΚ 77 Α΄) –τροποποίησε την παρ. 2 του άρθρου 92 του ΚΔΔ. [για αποδοχές και κοινωνικοασφαλιστικές διαφορές το όριο ανήλθε σε € 3.000]. Εδώ θα πρέπει να επισημανθεί ότι το όριο περίπου εννεαπλασιάστηκε σε εποχή οικονομικής κρίσης, δηλαδή σε εποχή που η πλειοψηφία των πολιτών βιώνει δραματική συρρίκνωση εισοδημάτων και συνεπώς τα εν λόγω οικονομικά μεγέθη αποκτούν διαφορετική βαρύτητα.
Συρρικνώνεται ο δικαστικός έλεγχος (εξουσία του Δικαστηρίου) επί φορολογικών διαφορών.
Αρνητική εξέλιξη είναι και η συρρίκνωση του δικαστικού ελέγχου σε περίπτωση προσφυγής κατά πράξης ή παράλειψης φορολογικής αρχής. Ο αυτεπάγγελτος έλεγχος του δικαστηρίου περιορίζεται πλέον μόνο στην παράβαση του δεδικασμένου [άρθρο 79 παρ. 5 ΚΔΔ όπως προστέθηκε με το άρθρο 20 του ν. 3900/2010], ενώ στις άλλες διαφορές παραμένει η εξουσία του διοικητικού δικαστή να εξετάζει αυτεπαγγέλτως, εκτός από την παράβαση του δεδικασμένου και την αναρμοδιότητα του οργάνου που εξέδωσε την διοικητική πράξη, τη νόμιμη συγκρότηση και σύνθεση του συλλογικού οργάνου ή την πλημμέλεια της πράξης κατά τη νόμιμη βάση [άρθρο 79 παρ. 1 και 3 του ΚΔΔ]. Ας σκεφθεί κανείς μια πράξη φορολογικού περιεχομένου που δεν εκδόθηκε από την αρμόδια φορολογική αρχή, μια πράξη ανυπόγραφη, μια πράξη χωρίς ημερομηνία κλπ. Ή μια περίπτωση προφανούς νομικής πλημμέλειας. Δεν θα μπορεί να ακυρωθεί αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο.
Η εξέλιξη αυτή επηρεάζει πρώτα από όλα τα ίδια τα δικαιώματα του ενδιαφερόμενου, ο οποίος κινδυνεύει να χάσει τη δίκη αν και έχει καταλογιστεί σε βάρος του φορολογικό βάρος κατά παράβαση της αρχής της νομιμότητας. Θίγεται επομένως και η αρχή της νομιμότητας βάσει της οποίας πρέπει να δρα η Διοίκηση. Και συνακόλουθα απαξιώνεται και ο συνταγματικός ρόλος των διοικητικών δικαστηρίων σε σχέση με τον έλεγχο της τήρησης της αρχής της νομιμότητας από τη Διοίκηση. Στο σημείο αυτό δεν πείθει η αιτιολογική έκθεση που ομιλεί για την ανάγκη οικονομίας της δίκης και για την αποφυγή παρελκύσεων και άσκοπης παράτασης εκκρεμοτήτων, αφού οι παραπάνω πλημμέλειες είναι σοβαρές. Η συρρίκνωση του αυτεπάγγελτου δικαστικού ελέγχου για την οποία μιλάμε δεν φαίνεται, εξάλλου, να συνάδει με το ανακριτικό σύστημα διεξαγωγής της διοικητικής δίκης. Θυμίζουμε στο σημείο αυτό ορισμένες εκφάνσεις του ανακριτικού συστήματος: Οι ρυθμίσεις των άρθρων του ΚΔΔ 33 (το δικαστήριο μεριμνά για την πρόοδο της δίκης), 34 (η απουσία του διαδίκου δεν παρακωλύει την πρόοδο της διαδικασίας) και 35 (το δικαστήριο ελέγχει και αυτεπαγγέλτως τις διαδικαστικές προϋποθέσεις) κλπ. Η νέα ρύθμιση θα μπορούσε να εξεταστεί από τη σκοπιά της αρχής της ισότητας. Δεν υπάρχει πειστικός λόγος που να διαφοροποιεί τις φορολογικές διαφορές στο παραπάνω ζήτημα από άλλες κατηγορίες υποθέσεων όπου η εξουσία του διοικητικού δικαστηρίου είναι ευρύτερη.
Μάλιστα, σε περίπτωση που ο φορολογούμενος επικαλεσθεί παράβαση τύπου ή διαδικασίας για την έκδοση της πράξης, η πράξη της φορολογικής αρχής ακυρώνεται μόνο εάν ο προσφεύγων επικαλείται και αποδείξει βλάβη που δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά. Όμως δεν υπάρχει αυταπόδεικτη ηθική τουλάχιστον βλάβη όταν η Διοίκηση παραβιάζει τις αρχές του κράτους δικαίου στα πλαίσια καταλογισμού φορολογικού βάρους ; Κι εδώ πρέπει να δούμε και το ζήτημα της παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας αφού η ανάγκη του Δημοσίου για ταχεία είσπραξη δημοσίων εσόδων δεν φαίνεται να δικαιολογεί την υποβάθμιση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας δεδομένου μάλιστα ότι στο υπό κρίση ζήτημα η υπόθεση αναπέμπεται στη φορολογική αρχή για να πράξει τα νόμιμα.
Διαμορφώνεται ασφυκτικό δικονομικό περιβάλλον προσωρινής δικαστικής προστασίας.
Δυσχεραίνεται η πρόσβαση καθαυτή στο δικαστήριο της αναστολής (αυξημένα παράβολα και βάρος της επίδοσης προς τη Διοίκηση ή τον τρίτο που έχει δικαίωμα παρέμβασης αντιγράφου της αίτησης αναστολής). Στενεύουν οι λόγοι αποδοχής της αίτησης αναστολής με την απαλοιφή, δυνάμει του άρθρου 34 του ν. 3900/2010, της «δυσχερώς επανορθώσιμη» βλάβης» από αυτούς. Μεταβάλλεται προς το αυστηρότερο η αποδεικτική διαδικασία, κυρίως όμως μεταλλάσσεται πλήρως και προς το δυσμενέστερο το περιεχόμενο της παρεχόμενης προσωρινής προστασίας στις φορολογικές/τελωνειακές διαφορές, καθώς και στις διαφορές με χρηματικό αντικείμενο, αφού η εξουσία του δικαστηρίου της αναστολής, αναφορικά με τις προαναφερόμενες κατηγορίες υποθέσεων, περιορίζεται και η αναστολή διατάσσεται πλέον μόνο κατά το μέρος που η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης συνεπάγεται τη λήψη αναγκαστικών μέτρων είσπραξης της οφειλής ή διοικητικών μέτρων για τον εξαναγκασμό ή τη διασφάλιση της είσπραξης της οφειλής και φυσικά υπό την προϋπόθεση της πρόκλησης βλάβης από τα μέτρα αυτά. Δηλαδή δεν νοείται κατά κυριολεξία αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης, παρά μόνο μπορεί να απαγορευτεί η λήψη από μέρους της Διοίκησης των προαναφερόμενων αναγκαστικών και λοιπών μέτρων.
Διαφαινόμενες εξελίξεις
Η «επιτάχυνση της δίκης» που εμφανίζεται ως το ζητούμενο των πρόσφατων νομοθετικών παρεμβάσεων στη διοικητική δικονομία θα είχε νόημα όχι υπό την έννοια απλώς της διαμόρφωσης ικανοποιητικών στατιστικών στα διοικητικά δικαστήρια, αλλά υπό την έννοια ότι ο πολίτης δικάζεται επίκαιρα και αποτελεσματικά.
Οι επιλογές του νομοθέτη να δημιουργεί ολοένα και περισσότερο το δικονομικό εκείνο πλαίσιο που αποθαρρύνει την προσφυγή στο διοικητικό δικαστήριο και ταυτόχρονα να περιορίζει διαρκώς τις κρατικές δαπάνες στον τομέα της Δικαιοσύνης τελευταία συνδυάζονται με τη θέσπιση, και μάλιστα εσπευσμένα, νέων διατάξεων που στοχεύουν στην εντατικοποίηση του έργου του δικαστή και στην απόπειρα εκφοβισμού και έμμεσης χειραγώγησής του. Αναφερόμαστε κυρίως στη θέσπιση απαξιωτικών πειθαρχικών κυρώσεων για την περίπτωση της καθυστέρησης έκδοσης απόφασης τοποθετημένες μάλιστα σε άσχετες διατάξεις του ΚΟΔΚΔΛ, όπως είναι η περικοπή του μισθού του δικαστή, ρύθμιση που περιλήφθηκε στο άρθρο 43 του ΚΟΔΚΔΛ [παρ. 3 και 4 όπως αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 90 παρ. 1 του ν. 4055/2012- έναρξη ισχύος 2.4.2012 ] το οποίο αναφέρεται στο δικαίωμα σε μισθό, αν και πρόκειται για πειθαρχική κύρωση ή η στέρηση των δικαστικών διακοπών, ρύθμιση που περιλήφθηκε στο άρθρο 44 του ίδιου Κώδικα [παρ. 11 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 90 παρ. 2 του ν. 4055/2012], αν και επίσης πρόκειται για πειθαρχική κύρωση.
Δυστυχώς υπάρχουν ενδείξεις ότι οι παραπάνω κατευθύνσεις δεν θα αλλάξουν. Διαφαίνεται π.χ. ότι οδεύουμε σε μια γενίκευση των ενδικοφανών προσφυγών στη διοικητική δίκη, εξέλιξη η οποία θα δυσχεράνει περαιτέρω την προσβασιμότητα στο διοικητικό δικαστήριο γιατί ο πολίτης πριν φθάσει στο δικαστήριο θα πρέπει να ακολουθήσει, και μάλιστα υποχρεωτικά, μια ακόμη διαδικασία, ενδεχομένως πολύπλοκη, η οποία θα συνεπάγεται σίγουρα απώλεια χρόνου και προφανώς και κόστος. Η γενίκευση των ενδικοφανών προσφυγών ενέχει τον κίνδυνο να θεωρηθεί πολυτελής διαδικασία η άσκηση ένδικων βοηθημάτων, ενώ σε σχέση με το φερόμενο ως δικαιολογητικό λόγο της επιλογής αυτής (αποσυμφόρηση δικαστηρίων) είναι πιθανό οι υποθέσεις να λιμνάζουν πλέον στο στάδιο της ενδικοφανούς προσφυγής. Με ανησυχία παρατηρούμε την επικείμενη θέσπιση διατάξεων όπως η προτεινόμενη του άρθρο 28 του Σχεδίου Νόμου «Ενέχυρο – ποινική συνδιαλλαγή σε εγκλήματα εις βάρος του Δημοσίου. Σύσταση ειδικού προανακριτικού σώματος. Θέματα αστικής ευθύνης του τύπου και άλλες διατάξεις» σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο, ως συμβούλιο, μπορεί να κηρύσσει καταργημένες τις εκκρεμείς δίκες για αιτήσεις ακυρώσεως που ασκήθηκαν μέχρι 31.1.2010 και αφορούν ακυρωτικές διαφορές που δημιουργήθηκαν από την προσβολή ατομικών διοικητικών πράξεων που εκδόθηκαν κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας περί αλλοδαπών (άρθρο 15 του ν.3068/2002). Πρωτοφανής θα είναι, αν ψηφιστεί, και η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 28 σύμφωνα με την οποία πριν την έκδοση της παραπάνω απόφασης περί κατάργησης της δίκης ενημερώνεται εγγράφως ή προφορικώς ο υπογράφων δικηγόρος προκειμένου εντός 30 ημερών να δηλώσει αν επιθυμεί τη συζήτηση της υπόθεσης. Πέραν του ζητήματος της μετακύλισης ενός επικίνδυνου δικονομικού βάρους στον αλλοδαπό, ο οποίος ήδη υπέστη τις συνέπειες της καθυστέρησης της εκδίκασης της υπόθεσής του, κανείς δεν αποκλείει με επίκληση και πάλι την ανάγκη αποσυμφόρησης των δικαστηρίων, σταδιακά να γενικευτεί μια τέτοια νομοθετική πρακτική π.χ. αρχικά σε κάποιες παλιότερες φορολογικές υποθέσεις κλπ. Θα ήθελα να επισημάνω και τον κίνδυνο που εγκαινιάζει η έννοια της «προφορικής» ειδοποίησης του δικηγόρου του ενδιαφερόμενου.
Επίλογος
Η καθυστέρηση στην εκδίκαση των κύριων ένδικων βοηθημάτων δεν οφείλεται στους δικαστές ή σε δήθεν δικομανία των πολιτών, δεν είναι αποτέλεσμα της κακοδιοίκησης (χωρίς αυτό να σημαίνει άρνηση της τελευταίας), ούτε είναι τεχνικό ζήτημα. Έχει κοινωνικές ρίζες και οφείλεται στην αναπαραγωγή όλο και περισσότερων αντιθέσεων στο σύγχρονο οικονομικό – κοινωνικό περιβάλλον (οι οποίες αναπόφευκτα ολοένα γεννούν νέες και συχνά πιο σύνθετες διαφορές). Σήμερα απαιτείται διεύρυνση και όχι περιορισμός της δικαστικής προστασίας.
Σχηματικά σε σχέση με τις αλλαγές που έλαβαν χώρα τελευταία στο πεδίο της δικονομίας των διοικητικών διαφορών ουσίας θα μπορούσε να προταθεί ιδίως η κατάργηση (επικουρικά ο περιορισμός) του παραβόλου, η επαναφορά του βάρους επίδοσης της προσφυγής και της αγωγής στη Διοίκηση, η κατάργηση της παρ. 3 του άρθρου 93 του ΚΔΔ περί υποχρέωσης καταβολής του 50% σε περίπτωση έφεσης επί φορολογικής διαφοράς, η μείωση της αρμοδιότητας των μονομελών δικαστηρίων σε διαφορές με χρηματικό αντικείμενο που δεν θα ξεπερνούν ένα όριο μεταξύ € 15.000 - € 20.000, η μείωση του ορίου του εκκλητού, η κατάργηση της διαφοροποίησης των φορολογικών υποθέσεων στο ζήτημα της εξουσίας του διοικητικού δικαστηρίου και η επαναφορά της δυνατότητας (κατά κυριολεξία) αναστολής στις φορολογικές/τελωνειακές υποθέσεις και στις διαφορές με χρηματικό αντικείμενο. Τέλος, προτείνεται η θέσπιση νέων διατάξεων περί εξαναγκασμού της Διοίκησης να προσκομίζει άμεσα το διοικητικό φάκελο χωρίς δυσμενείς συνέπειες για το διοικούμενο.