ΑΠΟΨΕΙΣ
ΕΝΟΨΕΙ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΩΣ 12ης /7.
ΠΡΩΤΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΡΟΣΧΕΔΙΟΥ ΝΟΜΟΥ ΠΕΡΙ ΓΕΝΙΚΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΚΟΦΑΝΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΩΝ ME THN TAYTOXΡΟΝΗ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΕΝΟΣ ΒΑΘΜΟΥ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ.
Α. Προτείνεται η ίδρυση εντός του Υπουργείου Δικαιοσύνης ενός γενικευμένου, και οριζόμενου ως «ανεξάρτητου» μηχανισμού επίλυσης των διοικητικών διαφορών, και δη (επίλυσης) του σοβαρότερου και συντριπτικά μεγαλύτερου όγκου των διαφορών, που άγονται ενώπιον των διοικητικών πρωτοδικείων της Χώρας. Η προσφυγή στον εν λόγω μηχανισμό αποτελεί προαπαιτούμενο για την προσφυγή στη διοικητική δικαιοσύνη. Η δε ευδοκίμησή του εκτιμάται από τους εμπνευστές του ως τόσο ασφαλής, ώστε ταυτοχρόνως καταργείται συλλήβδην ο δευτεροβάθμιος δικαστικός έλεγχος στις καταλαμβανόμενες από τη ρύθμιση διαφορές. Δηλαδή, όλες αυτές οι υποθέσεις, εφόσον φτάσουν στα διοικητικά δικαστήρια, θα κρίνονται από αυτά σε πρώτο (ουσιαστικά δεύτερο) και τελευταίο βαθμό. Ενόψει του καινοφανούς της ρύθμισης για τα ελληνικά, τουλάχιστον, δεδομένα, θα ήθελα να θέσω τους ακόλουθους πρώτους προβληματισμούς:
Όπως συνάγεται συνδυαστικά από α) το αντικείμενο και το είδος της εξουσίας που ανατίθεται στις καλούμενες αυτές Ανεξάρτητες Διοικητικές Επιτροπές, που είναι η οριστική επίλυση των διοικητικών διαφορών κατά το νόμο και την ουσία (άρθρο 13 παρ. 2 του οικείου προσχεδίου νόμου), β) (από) το γενικευμένο τους χαρακτήρα, τόσο ως προς το είδος των καταλαμβανόμενων από αυτές διαφορών (επίλυση όλων των διαφορών που άγονται ενώπιον των διοικητικών πρωτοδικείων (κοινωνικοασφαλιστικές φορολογικές,ν. 1406/83), εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις (αγωγές, υπαλληλικά), όσο και ως προς την χωρική κατάστρωσή τους (ίδρυση περιφερειακών γραφείων και Επιτροπών σε όλη τη Χώρα), γ) (από) τις ειδικότερες «δικονομικές» εξουσίες και τα εν γένει εργαλεία που τους χορηγούνται για τη επίτευξη του έργου τους [ελεύθερη έρευνα πραγματικών και νομικών ζητημάτων, δυνατότητα χρησιμοποίησης όλων των προβλεπόμενων στον ΚΔΔμίας αποδεικτικών μέσων (μάρτυρες, αυτοψία, πραγματογνωσύνη, εξέταση έχοντος δικαίωμα παρέμβασης, διευρυμένο έννομο συμφέρον άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής σε σχέση με εκείνο του ένδικου βοηθήματος) (άρθρα 13 παρ 4, 10 παρ. 3), δ) τα χαρακτηριστικά της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας, που εναγωνίως πασχίζουν οι συντάκτες της πρότασης να προσδώσουν στα μέλη των Επιτροπών αυτών, (άρθρο 9 ιδίως παρ. 10), ε) τη διοικητική απεξάρτηση των εν λόγω Επιτροπών από τις επιμέρους διοικητικές υπηρεσίες που εξέδωσαν την αρχική διοικητική πράξη, στ) την ταυτόχρονη συλλήβδην κατάργηση του δευτεροβάθμιου ελέγχου ουσίας για τις υποθέσεις αυτές, πρόκειται, ουσιαστικά, για διφυές κατά τη λειτουργία του όργανο, που αφενός μεν διαφαίνεται ότι θα έχει ευρύτατες δυνατότητες αναδιαμόρφωσης της αρχικής διοικητικής πράξης (και λέω διαφαίνεται γιατί δεν γνωρίζουμε τη «δικονομία» του, που προφανώς θα καταρτισθεί με τη μορφή π.δ/τος), αφετέρου δε προορίζεται να ασκεί, κυρίως, δικαιοδοτική λειτουργία, ως ιδιότυπος διοικητικός μηχανισμός απονομής δικαιοσύνης, κατ’ απομίμηση των πρωτοβάθμιων τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Άρα, πρόκειται για όργανο, στο οποίο ο νομοθέτης αναθέτει ευρύτατες, ενίοτε αντικρουόμενες μεταξύ τους αρμοδιότητες, που δεν έχει αποτολμηθεί να ανατεθούν καν (ούτε πειραματικά) στον ίδιο το διοικητικό δικαστή (σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές έννομες τάξεις, π.χ στη Γερμανία, Ολλανδία). Είναι εύλογο, λοιπόν, νομίζω να διερωτάται κανείς αν η προαναφερθείσα γενικευμένη «υποκατάσταση» ενός υφιστάμενου βαθμού ουσιαστικής δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων συνάδει με τη συνδυασμένη εφαρμογή των άρθρων 87 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος (του δικαιώματος δικαστικής προστασίας ειδωμένου και από την πλευρά του Δημοσίου, του οποίου η δυνατότητα πρόσβασης στη δικαιοσύνη περιορίζεται, κατά το οικείο προσχέδιο, στην παράβαση νόμου και την πλάνη περί τα πράγματα). Οι ήδη υπάρχουσες νομολογιακές απαντήσεις δεν είναι αυτονόητο ότι «σβήνουν» κάθε αμφιβολία. Οι μεν ελληνικές (νομολογικές λύσεις), διότι ποτέ στο παρελθόν δεν είχε αντιμετωπιστεί μία τέτοια γενικευμένη προσπάθεια «δικαστικοποίησης» διοικητικού συστήματος, και μάλιστα διά μέσω ενός ιδιότυπου όργανου, που βαφτίζεται μεν διοικητικό, αποτελείται ωστόσο από πρόσωπα που ορίζονται με θητεία και είναι κατά πλειοψηφία ιδιώτες (ως τί άλλο μπορεί να θεωρηθεί ο συνταξιούχος δικαστής;), καθώς και (βαφτίζεται) ανεξάρτητο, ενώ είναι ενταγμένο (διοικητικώς, πειθαρχικώς κλπ) στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Μη επαρκείς, όμως, ίσως αποδειχθούν και οι προερχόμενες από το ΕΔΔΑ οικείες νομολογιακές λύσεις, διότι ο ελληνικός νομικός πολιτισμός -είτε μας αρέσει είτε όχι- διακατέχεται από το χαρακτηριστικό προνόμιο για τον πολίτη και βαρύ καθήκον για το δικαστή του διάχυτου ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων. Ιδίως δε στις μέρες μας αυτός ο έλεγχος είναι πιο κρίσιμος από ποτέ. Και οι πολίτες, με τα περισσότερα από τα νεοεισαγόμενα δικόγραφα, δεν παραπονούνται τόσο για την κακή εφαρμογή του νόμου, όσο για τον «κακό» νόμο, είτε ρητά είτε σιωπηρά. Σε αυτό, οι Επιτροπές δεν μπορούν να αναντήσουν. Εξάλλου, η απονομή δικαιοσύνης δεν είναι παρά έργο του δικαστή. Αυτός δεν είναι άλλος από τον αποξενωμένο από την υπόθεση - τρίτο, με τα χαρακτηριστικά της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας και το αντίστοιχο φρόνημα. Γι’ αυτό, έχει αναπτυχθεί σύστημα γραπτών και άγραφων κανόνων που διέπουν την προσωπική-υπηρεσιακή κατάσταση του δικαστή αλλά και τη θεσμική υπόσταση των δικαστηρίων εν γένει, που κατατείνουν τελικά στο να νιώθει ο δικαστής τη δύναμη να αποφασίζει ελεύθερα, δηλαδή σύμφωνα με τους νόμους, τη συνείδησή του και το πραγματικό υλικό που έχει μπροστά του. Τέτοια δυνατότητα δεν μπορεί να διαθέτει θεσμός ενταγμένος στη δημόσια διοίκηση, με μέλη επί θητεία που διορίζονται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, με κριτήρια μάλλον απροσδιόριστα και συναφή μόνο με την επιστημονική κατάρτιση και την εμπειρία, όχι δε το ήθος και την κριτική ικανότητα του υποψήφιου προσώπου. Τις έννοιες αυτές ο έλληνας νομοθέτης συστηματικά δείχνει να φοβάται, υπονοώντας ότι είναι αδύνατον να συγκεκριμενοποιηθούν. (Ως προς την επιλογή των προέδρων των Επιτροπών δεν ορίζονται καν κριτήρια). Όσες διατάξεις περί ακαταδίωκτου και αν προβλέπονται, οι διοικητικοί υπάλληλοι δεν θα μπορέσουν ποτέ να αποβάλουν τη φοβική ιεραρχικώς υποτακτική νοοτροπία τους, πολύ περισσότερο όταν, κατ’ άρθρο 8 παρ.1 του οικείου σχεδίου, για να λάβουν τον αμέσως επόμενο βαθμό με τη λήξη της θητείας τους, αυτή πρέπει να είναι «ευδόκιμη» (προφανώς άραγε ο όρος θα ερμηνευθεί αποκλειστικά σε σχέση με την παραγωγικότητα, όπως και στα καθ’ημάς ή και με βάση άλλα άρρητα κριτήρια;).
Περαιτέρω, αναρωτιέται κανείς αν μπορεί να είναι ασφαλής η άσκηση δικαιοδοτικού έργου από έναν ιδιώτη επαγγελματία, που ορίζεται μάλιστα επί θητεία, δηλαδή από πρόσωπο που προέρχεται από τον χώρο της αγοράς και θα επιστρέψει εκεί. Μέχρι τώρα, η νομοθετική επιλογή επί της οποίας εδραζόταν η δικαστική ανεξαρτησία ήταν ο επαγγελματισμός του δικαστή και, ασφαλώς, η ισοβιότητά του. Τι άραγε άλλαξε τώρα και η λογική αυτή κρίνεται αποτυχημένη; Μήπως υπάρχουν εν αγνοία μας παράπονα ή υπόνοιες παραβίασης του ανεξάρτητου φρονήματος των δικαστών; Ή μήπως τίθεται σε πιλοτικό πειραματισμό το αντίθετο μοντέλο των ιδιωτικοκρατούμενων δικαιοδοτικών οργάνων; Επίσης, αναρωτιέται κανείς για το κίνητρο του προσώπου αυτού, που είναι υποχρεωμένο να αναστείλει τη λειτουργία του επαγγέλματός του κατά τη διάρκεια της θητείας του. Αν το κίνητρό του δεν είναι η απόγνωση της ανεργίας, που επίσης δεν είναι καλός οιωνός για την ανεξαρτησία (δεδομένου ότι μετά τη λήξη της θητείας θα ξαναγυρίσει εκεί, ή μήπως όχι;) δεν θα μπορούσαμε ποτέ να αποκλείσουμε σενάρια «προβολής» συγκεκριμένων προσώπων από μεγάλα δικηγορικά γραφεία με συναφή συμφέροντα. Και τούτο, διότι ενόψει των νομικών και κοινωνικών ραγδαίων εξελίξεων, η δικαιοσύνη, και άρα και οι εν λόγω Επιτροπές, θα κληθούν να αντιμετωπίσουν πλήθος πρωτότυπων ζητημάτων, των οποίων η πρώτη αντιμετώπιση είναι σίγουρα κρίσιμη. Αξίζει, όμως, να σταθούμε λίγο περισσότερο στην συγκεκριμένη νομοθετική επιλογή περί διορισμού ιδιωτών στις θέσεις αυτές. Δεν είναι πρωτόγνωρη για τα ελληνικά δεδομένα. Η γενίκευσή της, εντούτοις, και μάλιστα μέσα στο σκληρό πυρήνα του Κράτους, με ανάθεση δικαιοδοτικής λειτουργίας ή ακόμα και διευρυμένης εκτελεστικής, ξαφνιάζει. Το Σύνταγμα άραγε επιτρέπει κάτι τέτοιο; Ο νομοθέτης επικαλείται τη δημοκρατική αρχή. Μήπως, η κακοδιοίκηση οφείλεται σε μη επαρκή εκπροσώπηση της Κοινωνίας στη λήψη των διοικητικών αποφάσεων; Είναι, δε, μεγάλη η συζήτηση ως προς το ποιός θα εκπροσωπούσε προσφορότερα την κοινωνία κατά περίπτωση. Ένα, πάντως, είναι σίγουρο, ότι σκοπείται η μεταμόρφωση των θεσμών. Το ερώτημα είναι αν αυτό είναι απαραίτητο, και ποιά είναι η σωστή κατεύθυνση.
Τέλος, αλλά σημαντικότατο, ο νομοθέτης επιλέγει για άλλη μία φορά να χρησιμοποιήσει τους συνταξιούχους δικαστές, αναθέτοντάς τους σημαντικά διοικητικά καθήκοντα, έναντι ιδιαίτερης αμοιβής, εδώ τοποθετώντας τους στη θέση του προέδρου των Επιτροπών αυτών. Το ζήτημα έχει σημαντικότατη διάσταση, καταρχάς διότι με τον τρόπο αυτό κλονίζεται εμμέσως η ανεξαρτησία της εν ενεργεία δικαιοσύνης, λόγω των κινδύνων διαπλοκής που μπορεί να ανακύψουν κατά τα τελευταία χρόνια της καριέρας των δικαστικών λειτουργών, έστω και σε αντικειμενικό μόνο επίπεδο. Τούτο και ενόψει του ότι ο διαγραφόμενος στο άρθρο 5 του προσχεδίου νόμου τρόπος ορισμού των προέδρων των Επιτροπών είναι τελείως αδιαφανής (επιλογή από τον Υπουργό εκ λίστας υποψηφίων που καταρτίζει τριμελές συμβούλιο επίσης συνταξιούχων δικαστών και λειτουργών, το οποίο ουδείς γνωρίζει πώς συγκροτείται). Περαιτέρω, επίσης, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι εφόσον το Σύνταγμα στο άρθρο 88 παρ. 5 προβλέπει ότι μετά τη συμπλήρωση του 65ου ή 67ου έτους, αντίστοιχα, της ηλικίας τους, οι δικαστές αποχωρούν από την υπηρεσία, προβληματίζει η απασχόλησή τους με δικαιοδοτικού περιεχομένου δραστηριότητες, όπως η προκείμενη, πέραν της ηλικίας αυτής. Οι προβληματισμοί αυτοί ενισχύονται από τις επιταγές των ρυθμίσεων των άρθρων 21 παρ. 5 (δημογραφική πολιτική) και 22 παρ. 1 του Συντάγματος (δικαίωμα εργασίας και υποχρέωση του Κράτους να δημιουργήσει συνθήκες απασχόλησης για όλους). Επιπρόσθετα, για λόγους συνδεόμενους με την προστασία της εργασίας των νέων (των οποίων η ανεργία εκτιμάται σε εξήντα τοις εκατό τουλάχιστον), αλλά και του δικαιώματος των ηλικιωμένων να αποσυρθούν από την εργασία τους πριν την πλήρη οργανική τους κατάπτωση, πολύ προσεκτικοί πρέπει να είμαστε όταν προτείνουμε ως ανώτατο όριο απασχόλησης την ηλικία των 75 χρόνων. Ενόψει αυτών, ίσως η ανάθεση καθηκόντων σε συνταξιούχους δικαστές θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή μόνο όταν αποτελεί τη μοναδική, εφικτή ή κατάλληλη, λύση, περιστατικό που δεν αιτιολογείται παντάπασιν.
Β. Οι ενδικοφανείς προσφυγές συνιστούν αναμφισβήτητα ένα εμπόδιο στην άμεση και ευχερή πρόσβαση του διοικουμένου στη δικαιοσύνη. Ο λόγος που δικαιολογεί και νομιμοποιεί τη θέσπισή τους είναι, προεχόντως, η διατήρηση λογικού και διαχειρίσιμου αριθμού εισερχόμενων υποθέσεων στα δικαστήρια. Κατά συνέπεια, η νομιμότητα του εν λόγω θεσμού εξαρτάται από την αποτελεσματικότητά του. Εκφράζω πολύ σοβαρές επιφυλάξεις ως προς την αποτελεσματικότητα του προτεινόμενου θεσμού. Κυρίως επειδή (α) επιλέχθηκε να υπαχθούν σε μία σχεδόν ενιαία διαδικασία όλες οι υποθέσεις. Η τριπλή κατηγοριοποίηση (φορολογικές, κοινωνικοασφαλιστικές, ν.1406/1983) δεν αρκεί, διότι υπάρχουν πολλές υποκατηγορίες εντός των τριών αυτών κατηγοριών που «πονάνε» σε διαφορετικό σημείο κι άρα χρήζουν τελείως διαφορετικής αντιμετώπισης (π.χ. για μία υπόθεση σύνταξης αναπηρίας θα ήταν χρήσιμο –σε γνωμοδοτικό επίπεδο- να υπάρχει στην επιτροπή ένας γιατρός, αλλά για ένα ζήτημα διαδοχικής σσφαλίσεως χρειάζεται ένας υπάλληλος με νομικές γνώσεις και εξειδικευμένη εμπειρία), (β) ακόμα κι αν όλα τα μέλη της Επιτροπής διέθεταν πτυχίο νομικής σχολής (πράγμα καθόλου σίγουρο μάλλον αβέβαιο για τον οικονομολόγο και τον υπάλληλο), είναι αμφισβητήσιμο αν θα έφερναν σε πέρας τη διαχείριση των «δύσκολων» υποθέσεων, που προϋποθέτουν βαθιές νομικές γνώσεις και εμπειρία στην ερμηνεία και τη συνδυασμένη εφαρμογή των νόμων, ιδίως στο σημερινό διαδαλώδες και πολυεπίπεδο νομικό φάσμα, στο οποίο δυσκολεύονται και ίδιοι οι δικαστές να ανταποκριθούνε.
Συναφώς θέλω να τονίσω ότι, ενόψει του ότι διαφαίνεται ότι και το Δημόσιο θα έχει δικαίωμα προσφυγής στο δικαστήριο, έστω περιορισμένο, υπάρχει ο κίνδυνος να ασκούνται δύο αντίθετα ένδικα βοηθήματα επί της απόφασης των εν λόγω Επιτροπών, όταν αυτές κάνουν εν μέρει δεκτό το αίτημα, και δύο ενδεχομένως αιτήσεις αναστολής. Αυτό σημαίνει διπλή επιβάρυνση των δικαστηρίων, ενώ απαιτούνται και ειδικές προβλέψεις στον ΚΔΔμίας.
Επίσης, υπάρχει ο κίνδυνος «forum shopping», μέσω της αγωγοποίησης των εν λόγω διαφορών, (με μόνη εξαίρεση, και πάλι, τις «αποδιοπομπαίες» φορολογικές υποθέσεις), μια και οι υποθέσεις των αγωγών δεν υπάγονται στην εν λόγω διαδικασία, ούτε δε εξαιρούνται του δευτεροβάθμιου ελέγχου. Πρέπει δε να μας προβληματίσει αν είναι δικαιολογημένη αυτή η άνιση μεταχείριση ανάμεσα στις διαφορές που εισάγονται με αγωγή και εκείνες που εισάγονται με προσφυγή.
Γ. Ενόψει αυτών αβίαστα προκύπτει ότι η έννομη προστασία που παρέχεται στον πολίτη μέσω των παραπάνω Επιτροπών θα είναι ποιοτικά υποβαθμισμένη έναντι εκείνης που ήδη προβλέπεται και λειτουργεί ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Τα δε έξοδα σχεδόν ισοδύναμα (με εξαίρεση τις φορολογικές διαφορές), καθώς προβλέφθηκε παράβολο για τη «χρησιμοποίηση» του θεσμού, μολονότι η διαδικασία είναι υποχρεωτική για τον διοικούμενο. Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να σκεφτούμε πάνω στο εξής: Γιατί επελέγησαν οι διαφορές των πρωτοβάθμιων διοικητικών δικαστηρίων, και μάλιστα σχεδόν στο σύνολό τους, για να υπαχθούν στο νέο αυτό θεσμό; Επιβαρυμένα είναι και άλλα διοικητικά δικαστήρια της Χώρας, όπως το Συμβούλιο Επικρατείας, οι διαφορές του οποίου δεν καταλαμβάνονται από τη ρύθμιση ή άλλη προτεινόμενη ανάλογη. Διαφαίνεται νομίζω, μέσω της επιλογής αυτής, η τάση του νομοθέτη να υποβαθμίζει και να περιορίζει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας των πολιτών με μικρότερη οικονομική δύναμη, των οποίων βέβαια οι νομικές διαφορές είναι συνήθως ήσσονος οικονομικής βαρύτητας, της βαρύτητας αυτής εκτιμώμενης από την πλευρά του Δημοσίου. Στο διοικητικό πρωτοδικείο έρχεται συνήθως ο συνταξιούχος, ο ασφαλισμένος, ο επιτηδευματίας, ο μικροεπιχειρηματίας. Αυτές οι διαφορές, ο νομοθέτης προτιμά να λυθούν σε επίπεδο Διοίκησης, και η Δικαιοσύνη να απασχοληθεί με τα «μεγάλα», που θα μετακυλισθούν σίγουρα από τα ανώτερα δικαστήρια στα κατώτερα. Επιβεβαίωση αυτής της γενικότερης πρόθεσης απομείωσης του δικαιώματος δικαστικής προστασίας αποτελεί και η «έμμεση» μείωση της προθεσμίας για την άσκηση του ένδικου βοηθήματος της προσφυγής σε 30 ημέρες, δεδομένου ότι στο εν λόγω προσχέδιο προβλέπεται η επί ποινή απαραδέκτου ταύτιση των λόγων της ενδικοφανούς προσφυγής με εκείνους του ένδικου βοηθήματος (άρθρο 13 παρ. 10 προσχεδίου), η δε προθεσμία για την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής είναι 30 ημέρες (άρθρο 10 παρ. 3), οπότε, επί της ουσίας, ο χρόνος νομικής προετοιμασίας του διοικούμενου μειώθηκε σε 30 ημέρες, χρόνος μη επαρκής, κατά γενικότερη εκτίμηση.
Ωστόσο, η δυνατότητα άμεσης πρόσβασης του κάθε πολίτη στο φυσικό του δικαστή, που μπορεί να επιλύσει τη διαφορά ανεξάρτητα, δυναμικά και ουσιαστικά, είναι ανεκτίμητη γιατί συνιστά παρέμβαση του δικαίου στην κοινωνία.
Στο σημείο αυτό, κλείνοντας, επισημαίνω τη σημασία που μπορεί να έχει για όλα τα δικαστήρια η στάση που θα κρατήσουμε εμείς, οι προβληματισμοί και τα όρια που θα θέσουμε απέναντι σε αυτό το αμφίβολης αποτελεσματικότητας «ροκάνισμα» της Δικαιοσύνης, που είναι σίγουρο ότι θα επεκταθεί μολυσματικά και σε άλλες δικαιοδοσίες. Ήδη συζητείται η θέσπιση υποχρεωτικού σταδίου διαμεσολάβησης σε ορισμένες διαφορές των πολιτικών δικαστηρίων.
Επίσης, μπορεί να αναρωτηθεί κανείς πάνω στη σκοπιμότητα αυτών των ρυθμίσεων αλλά και την προσφορότητά τους. Σε τι άραγε αποσκοπεί ο νομοθέτης με την αντικατάσταση ενός βαθμού δικαιοδοσίας από μια τέτοια επιτροπή; Στην επιτάχυνση ή στην δικαιότερη κρίση; Τι άραγε από τα δύο θα πετύχει καλύτερα μια επιτροπή από το δικαστήριο; Πώς θα συντονιστεί ένα τέτοιο ετερόκλητα συντεθειμένο όργανο για να επιτύχει ταχεία επίλυση της διαφοράς και πώς θα επιτύχει να παράσχει υψηλότερου επιπέδου προστασία από τα δικαστήρια; Μήπως οι στόχοι αυτοί είναι ανέφικτοι; Εκτός αν με την τομή αυτήν αποσκοπείται η απλή εξοικονόμηση οικονομικών πόρων, χωρίς προσήλωση στη δικαιοκρισία. Τέτοια εκδοχή, όμως, αφενός δεν υφίσταται, καθώς ήδη ανακοινώθηκε ότι μόνο οι αμοιβές των μελών της Επιτροπής θα κοστίζουν ετησίως 5.000.000 ευρώ, αφετέρου δε αποτελεί ευθεία προσβολή στη δικαιοσύνη αλλά και στους πολίτες, που ασφαλώς δεν επιθυμούν να δούν τις υποθέσεις τους να κρίνονται προχείρως. Για τι λοιπόν ακριβώς κατηγορείται σήμερα η δικαιοσύνη και υποσκελίζεται ευθέως από τέτοιες επιλογές; Μήπως για χαμηλού επιπέδου αποφάσεις σε νομικό και ουσιαστικό επίπεδο; Ασφαλώς όχι, αφού είναι παγκοίνως γνωστό ότι οι δικαστικές αποφάσεις διακρίνονται από πολύ καλή τουλάχιστον ποιότητα. Μήπως για την καθυστέρηση στην απονομή; Η γνωστή αυτή παθογένεια θα μπορούσε, αν υπήρχε ειλικρινής βούληση, πολύ εύκολα να αντιμετωπιστεί από μέτρα που θα βάσιζαν την έμπνευσή τους σε εξωτικούς θεσμούς και θα μεταφέρονταν εδώ με την κατάλληλη επεξεργασία. Τέτοιο μέτρο θα μπορούσε να είναι η ολλανδική μέθοδος «το πολύ δύο», που δεν σημαίνει παρά την έκταση των αποφάσεων που δεν υπερβαίνουν ποτέ τις δύο σελίδες, τουλάχιστον σε μία διαδικασία μικροδιαφορών. Μήπως κατηγορείται για έλλειψη ανεξαρτησίας και ελεύθερου φρονήματος; Τουναντίον. Συνεπώς, για ποιόν λόγο ακριβώς τίθεται αυτή τη στιγμή στο απόσπασμα ένας βαθμός δικαιοδοσίας (τη στιγμή μάλιστα που τα εφετεία εκδικάζουν τις υποθέσεις μέσα σε ένα έτος);
Δ. Προτάσεις (ενδεικτικές).
Είναι απαραίτητο από την αιτιολογική έκθεση του νόμου να προκύπτουν οι περισσότερες διαθέσιμες εναλλακτικές λύσεις για την επίτευξη του νομοθετικού σκοπού, και ο λόγος που δεν προκρίθηκαν έναντι της προτεινόμενης. Ιδίως, δε, όταν με τη ρύθμιση μεταφυτεύονται θεσμοί άλλων χωρών (εδώ του οικείου γερμανικού συστήματος) νομίζω ότι πρέπει να γίνεται περιγραφή των βασικών σημείων του μεταφερόμενου συστήματος και να αναλύεται ο λόγος της επιλογής αυτής, έναντι συστημάτων άλλων χωρών.
Αντί της προκριθείσας λύσης, ίσως θα έπρεπε να επιχειρηθεί η ενίσχυση των θεσμών που ήδη υπάρχουν και λειτουργούν (Διοίκηση και Δικαιοσύνη), και η βελτίωσή τους με προσεκτικές, στοχευμένες νομοθετικές παρεμβάσεις, χωρίς ριζικές αναδιαρθρώσεις. Αν, δε, είχαν προηγηθεί τέτοιες προσπάθειες, θα πρέπει να προκύπτει ότι δεν πέτυχαν (εκκρεμεί η αξιολόγηση των τομών που επιχειρήθηκαν με τους 3900 και 4055).
Ως προς τη Διοίκηση προτείνεται: επιμόρφωση ουσιαστική και συνεχής, ακόμα και από δικαστές επί της νομολογίας, συνεχής επαφή διοίκησης και δικαστηρίων μέσω των οργάνων διοίκησης των τελευταίων, ενίσχυση του θεσμού της προηγούμενης ακρόασης, αλλά και της ευχέρειας των διοικητικών οργάνων να ανακαλούν τις πράξεις τους υπέρ του διοικουμένου, νομική στήριξη μέσω του ΝΣΚ ή άλλων σταθερών φορέων ενσωματωμένων στις διοικητικές υπηρεσίες.
Ως προς τη Δικαιοσύνη: διεύρυνση της δυνατότητας του δικαστή να «παρεμβαίνει» στο διοικητικό έργο, ακόμα και να διαμεσολαβεί, «φίλτρα» εντός της δικαιοσύνης και όχι έξω από αυτήν, κατηγοριοποίηση υποθέσεων, αξιοποίηση του 126 Α, εξειδίκευση, επιμόρφωση, επιλογή και προσαρμογή θεσμών ευρωπαϊκών χωρών μετά από μελέτη τους από έλληνες δικαστές (ενεργοποίηση των νέων ρυθμίσεων των παρ. 11 και 13 του άρθρου 92 του ΚΟΔΚΔΛ για το σκοπό αυτό, ήτοι σύντομες εκπαιδευτικές άδειες σε αλλοδαπά δικαστήρια).
Συνοψίζοντας,
-Διαφωνώ με το πνεύμα της ρύθμισης για όσους λόγους προανέφερα.
-Διαφωνώ με τη στιγμή νομοθέτησής της, που συνιστά εποχή δυσχερή που περισσότερο από ποτέ ο πολίτης, και ιδίως ο οικονομικά αθενέστερος, χρειάζεται πραγματικά δικαστήρια.
-Διαφωνώ με τη θέση του νομοσχεδίου υπό δημόσια διαβούλευση σε χρόνο προχωρημένου καλοκαιριού, ενόψει της σοβαρότητάς του τόσο για την δημόσια διοίκηση, όσο και για τη διοικητική δικαιοσύνη. Τη στιγμή μάλιστα που εκφράστηκε επισήμως η πρόθεση να ψηφιστεί τον Σεπτέμβριο, δηλαδή σε χρόνο που δεν θα προλάβει να αντιμετωπιστεί και να διελεγχθεί με νηφαλιότητα.