ΑΠΟΨΕΙΣ
Σκέψεις με αφορμή τη διάταξη του άρθρου 8 παράγραφος 6 του Ν. 4198/2013 (Α΄ 215), περί κατάργησης εκκρεμών ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων αιτήσεων ακύρωσης και αιτήσεων αναστολής, ακυρωτικών διαφορών του άρθρου 15 του ν. 3068/2002.
Ασπασίας Καλαφάτη, Προέδρου Πρωτοδικών Δ.Δ.
(υπηρετούσας στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Κορίνθου)
Ι. Εισαγωγικά για το δικαίωμα παροχής εννόμου προστασίας
Όπως μάθαμε ήδη από τα πανεπιστημιακά μας εγχειρίδια, το σπουδαιότερο γεγονός στην εξέλιξη των ατομικών δικαιωμάτων μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και δη στον ευρωπαϊκό χώρο, ήταν η μεγάλη ενίσχυση της δικαστικής τους προστασίας («δικαστικοποίηση» των ατομικών δικαιωμάτων). Έτσι, η δικαστική προστασία των ατομικών δικαιωμάτων απέκτησε σταδιακά τεράστια σημασία στην εποχή μας, ώστε να κατοχυρώνεται αφ’ ενός σε διεθνές επίπεδο, με τις διακηρύξεις των δικαιωμάτων του ανθρώπου (άρθρο 10 της Οικουμενικής Διακήρυξης των δικαιωμάτων του ανθρώπου των Ηνωμένων Εθνών του 1948, άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως περί προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου του 1952) και αφ’ ετέρου σε εθνικό επίπεδο, με τα διάφορα Συντάγματα. Στο Ελληνικό Σύνταγμα, το δικαίωμα αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 παρ. 1, κατά το οποίο «Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει»).
Έτσι, το Ελληνικό Σύνταγμα στο ως άνω άρθρο του, -το οποίο σημειωτέον δεν περιλαμβάνεται στις διατάξεις που μπορούν να ανασταλούν κατά το άρθρο 48 παρ. 1 του Συντάγματος-, εγγυάται την ελεύθερη πρόσβαση στο Δικαστήριο, κατοχυρώνει επομένως το θεμελιώδες δικονομικό δικαίωμα της προσφυγής στα δικαστήρια, της αξίωσης, δηλαδή, να κινηθεί η δικαστική διαδικασία αντικειμενικής απονομής δικαιοσύνης. Η δικαστική προστασία ισχύει μέσα στα διαδικαστικά πλαίσια που χαράζουν οι εκάστοτε ισχύοντες δικονομικοί νόμοι («ως νόμος ορίζει»), οι οποίοι όμως δεν μπορούν να περιορίζουν, αλλά οφείλουν απλώς να προσδιορίζουν τον τρόπο άσκησης του δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας.
Επομένως, κατά ρητή συνταγματική πρόβλεψη, το δικονομικό αυτό δικαίωμα περιλαμβάνει και το δικαίωμα του ενδιαφερόμενου να αναπτύξει ενώπιον του δικαστηρίου -και για να έλθουμε στα καθ’ ημάς-, ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου, τις «απόψεις του για τα δικαιώματα και τα συμφέροντά του». Τούτο επάγεται δε ότι εκείνος που ασκεί το προβλεπόμενο από τους δικονομικούς νόμους ένδικο βοήθημα ή μέσο, -ανεξαρτήτως από το αν κατά το χρόνο της άσκησής του οφείλει ή μη να πληροί τις δικονομικές προϋποθέσεις του παραδεκτού για να εισαχθεί σε δίκη-, θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι η υπόθεσή του θα εκδικασθεί (σε δημόσιο ακροατήριο κατά κανόνα, ή σε συμβούλιο κατ’ εξαίρεση) και ότι θα λάβει γνώση του προσδιορισθέντος χρόνου της δίκης.
ΙΙ. Κατάργηση δίκης
Ενόψει των ανωτέρω και με γνώμονα την αποτροπή διεξαγωγής ασκόπων δικών και τον τερματισμό αυτών, αναλόγως του σταδίου στο οποίο βρίσκονται, οι δικονομικής φύσεως διατάξεις που είχαν τεθεί έως σήμερα, με σκοπό την «κατάργηση» των ενδίκων βοηθημάτων και ενδίκων μέσων που εκκρεμούν προς εκδίκαση ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, λάμβαναν πρόνοια ώστε η κατάργηση αυτή να γίνει κατά κανόνα από το δικαστήριο και επί της έδρας.
Έτσι, στις διοικητικές διαφορές ουσίας, το άρθρο 142 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας -το οποίο κατά βάση «αντιγράφει» τα όσα προβλέπονται από το προηγηθέν δικονομικό νομοθέτημα π.δ. 18/1989, που εφαρμόζεται στις δίκες ενώπιον του Ανωτάτου Ακυρωτικού, δηλαδή του Συμβουλίου της Επικρατείας- προβλέπει ότι η κατάργηση της δίκης, ακόμη και στην περίπτωση που υποβληθεί παραίτηση από το ένδικο βοήθημα ή μέσο (περίπτωση β΄ της παρ. 1 του ιδίου άρθρου) διαπιστώνεται με απόφαση του δικαστηρίου, εκτός αν δεν έχει ορισθεί δικάσιμος, οπόταν γίνεται δεκτή με πράξη του προέδρου του συμβουλίου ή του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο, ο οποίος πάντως, αν αμφιβάλλει, μπορεί να εισαγάγει την υπόθεση ενώπιον του δικαστηρίου (άρθρο 143 παρ. 7 του ιδίου Κώδικα). Επίσης προβλέπεται ότι μόνο με δικαστική απόφαση διαπιστώνεται αν έχει εκλείψει το αντικείμενο της δίκης, που επάγεται την κατάργηση αυτής (περίπτωση α΄ της παρ. 1 και παρ. 2 του άρθρου 142 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας).
Εξάλλου, στις διαφορές που υπάγονται στην ακυρωτική αρμοδιότητα του Διοικητικού Πρωτοδικείου, όπως είναι αυτές του άρθρου 15 του ν. 3068/2002, -ήτοι οι διαφορές που γεννώνται από την προσβολή ατομικών διοικητικών πράξεων που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή των διατάξεων περί αδειών εργασίας της νομοθεσίας περί αλλοδαπών-, το θέμα της κατάργησής τους προβλέπεται από τις εφαρμοζόμενες αναλογικώς (βλ. παρ. 2 του ως άνω άρθρου σε συνδυασμό με το άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 702/1977) διατάξεις των άρθρων 30 και 32 του π.δ/τος 18/1989, όπως ισχύει. Κατά τις διατάξεις αυτές, παραίτηση από το ασκηθέν ένδικο βοήθημα εν προκειμένω της αίτησης ακύρωσης, που έχει ως αποτέλεσμα την κατάργηση της δίκης, γίνεται με απόφαση του Δικαστηρίου, εφόσον η υπόθεση έχει ήδη ορισθεί προς συζήτηση (παρ. 1 του άρθρου 30 του π.δ/τος 18/1989, ΣτΕ 108/2012), ενώ με πράξη του Προέδρου του Δικαστηρίου γίνεται κατάργηση πριν τον καθορισμό δικασίμου, ο οποίος σε περίπτωση οποιασδήποτε αμφιβολίας για το έγκυρο της δήλωσης παραίτησης, μπορεί να την εισαγάγει ενώπιον του Δικαστηρίου (παρ. 2 του άρθρου 30 του π.δ/τος 18/1989). Στις λοιπές περιπτώσεις, δηλαδή της ανάκλησης, ακύρωσης ή λήξης της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης, η δίκη καταργείται πάντοτε με δικαστική απόφαση (άρθρο 32 του π.δ/τος 18/1989).
Στο ίδιο πνεύμα, κατά καιρούς, με ειδικές διατάξεις έχουν καταργηθεί διάφορες κατηγορίες διοικητικών διαφορών ουσίας, όπως επί παραδείγματι βάσει της 2/3013/0022/20.1.2004 απόφασης του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, Β΄ 70, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 28 του ν. 3205/2003 (Α΄ 297) για την καταβολή αναδρομικών οικογενειακής παροχής, όμως πάντοτε η κατάργηση αυτή γίνεται με την έκδοση δικαστικής απόφασης, η οποία εγγυάται και τηδιαπίστωση των προϋποθέσεων που τίθενται από τις διατάξεις αυτές.
ΙΙΙ. Διατάξεις για επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης
Μπροστά στην πραγματικότητα του μεγάλου όγκου εκκρεμών δικών στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, η πολιτεία επιχείρησε να επιταχύνει τους ρυθμούς απονομής της δικαιοσύνης με διάφορες διατάξεις. Ενδεικτικώς, με το ν. 3658/2008, μεταξύ άλλων, επεκτείνεται και στις διοικητικές διαφορές ουσίας ο θεσμός της απόρριψης, με απόφαση που λαμβάνεται σε συμβούλιο, των ενδίκων μέσων που είναι προφανώς αβάσιμα ή απαράδεκτα (δηλαδή το αντίστοιχο άρθρο 34Α του π.δ/τος 18/1989, το οποίο κατά την εισηγητική στο νόμο αυτό έκθεση κρίνεται ότι είχε επιτυχή εφαρμογή στις ακυρωτικές διαφορές από τότε που το πρώτον εισήχθη, δηλαδή με το ν. 2721/1999), με την ασφαλιστική δικλείδα, σε περίπτωση εμμονής του διαδίκου να εκδικασθεί η υπόθεσή του στο ακροατήριο, την καταβολή εκ μέρους τριπλάσιου παράβολου. Με το ν. 4055/2012 (άρθρο 45) επεκτείνεται ο θεσμός και περιλαμβάνει στην ταχύρυθμη διαδικασία της κρίσης σε συμβούλιο και τα ένδικα μέσα που είναι προδήλως βάσιμα.
- V. Άρθρο 8 παράγραφος 6 του Ν. 4198/2013 (Α΄ 215)
Και ενώ, με σκοπό την αποτροπή διεξαγωγής ασκόπων δικών, η κατάργηση με δικαστική απόφαση αποτελεί τον κανόνα, κατά τα ήδη εκτεθέντα και ενώ, με σκοπό την επιτάχυνση απονομής της δικαιοσύνης, ενισχύεται ο θεσμός της απόφασης που εκδίδεται σε συμβούλιο, στις 11-10-2013 τίθεται σε ισχύ η διάταξη του άρθρου 8 παράγραφος 6 του Ν. 4198/2013, Α΄ 215, με την οποία ορίζονται τα εξής : «6. α. Με πράξη του Προέδρου του αρμοδίου Δικαστηρίου ή του οικείου Τμήματος κηρύσσονται καταργημένες εκκρεμείς δίκες για αιτήσεις ακυρώσεως και απορρίπτονται αιτήσεις αναστολής που ασκήθηκαν μέχρι 31.12.2010 και αφορούν ακυρωτικές διαφορές, υπαγόμενες στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου ή του τριμελούς διοικητικού εφετείου, οι οποίες δημιουργήθηκαν από την προσβολή ατομικών διοικητικών πράξεων, που εκδόθηκαν κατ` εφαρμογή της νομοθεσίας περί αλλοδαπών (άρθρο15 του ν. 3068/2002), εφόσον έχει παρέλθει άπρακτη η κατωτέρω, υπό στοιχείο β`, οριζόμενη προθεσμία. β. Οι πληρεξούσιοι που υπογράφουν τις παραπάνω αιτήσεις ακυρώσεως οφείλουν μέσα σε τρεις (3) μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου να καταθέσουν στη γραμματεία του αρμοδίου δικαστηρίου εξουσιοδότηση του αλλοδαπού διαδίκου θεωρημένη ως προς το γνήσιο της υπογραφής του, στην οποία να δηλώνεται ότι επιθυμεί τη συζήτηση της υποθέσεως. Η παραπάνω δήλωση μπορεί να γίνει και με αυτοπρόσωπη παράσταση του διαδίκου στη γραμματεία του δικαστηρίου. γ. Τα ανωτέρω δεν εφαρμόζονται σε υποθέσεις των οποίων η αρχική η μετά από αναβολή δικάσιμος έχει ορισθεί εντός της, υπό στοιχείο β`, τρίμηνης προθεσμίας».
Με την ανωτέρω διάταξη, που τέθηκε προς ψήφιση με τροπολογία της τελευταίας στιγμής, κατά την πάγια τακτική των υπευθύνων για τη σύνταξη νομοσχεδίων και ενσωματώθηκε σε άσχετο νομοθέτημα (Ενσωμάτωση της Οδηγίας 2011/36/ΕΕ για την πρόληψη και καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και για την προστασία των θυμάτων της), διαβάζουμε στην αιτιολογική έκθεση της σχετικής τροπολογίας ότι «Η προτεινόμενη ρύθμιση εντάσσεται στο πλαίσιο της προσπάθειας για επιτάχυνση της απονομής της διοικητικής δικαιοσύνης και συμβάλλει στον περιορισμό του αριθμού των υποθέσεων που εκκρεμούν στα διοικητικά δικαστήρια». Έτσι, με τη ρύθμιση αυτή επιχειρείται το πρώτον -καθόσον δεν έχει υποπέσει στο παρελθόν στην αντίληψη της γράφουσας παρόμοια διάταξη- κατάργηση εκκρεμών ενδίκων βοηθημάτων, που έχουν ασκηθεί μέχρι 31-12-2010 και δεν έχει ορισθεί γι’ αυτά δικάσιμος, : α) με πράξη του Προέδρου του Δικαστηρίου ή του οικείου Τμήματος, (δηλαδή άνευ δικαστικής απόφασης, ούτε καν αυτής που εκδίδεται σε συμβούλιο), β) σε αποσβεστική προθεσμία τριών μηνών από τη δημοσίευση του νόμου, ήτοι από 11-10-2013 (δηλαδή εντός μη ικανού χρονικού διαστήματος, αναλόγως του αριθμού των ενδιαφερομένων), γ) εφόσον δεν έχει υποβληθεί στη γραμματεία του δικαστηρίου από τον πληρεξούσιο δικηγόρο εξουσιοδότηση του αιτούντος αλλοδαπού, θεωρημένη για το γνήσιο της υπογραφής, με δήλωση ότι επιθυμεί τη συζήτηση της υπόθεσης ή δ) εφόσον δεν έχει εμφανισθεί ο ίδιος ο αιτών στη γραμματεία για να προβεί σε σχετική δήλωση.
Για δικαστήρια όπως είναι το Διοικητικό Πρωτοδικείο Κορίνθου, -όπου οι εκκρεμείς σχετικές ακυρωτικές διαφορές υπερβαίνουν τις 1.500, εκ των οποίων ένα μεγάλο μέρος σαφώς είναι ανομιμοποίητες-, μια νομοθετική παρέμβαση που θα βοηθούσε στην ταχύτερη εκκαθάριση των υποθέσεων αυτών, ώστε να παραμείνουν όσες έχουν πράγματι αντικείμενο, θα ήταν ευχής έργο από πολλές απόψεις. Ατυχώς, όμως, με τη ρύθμιση αυτή, όχι μόνο δεν λύνεται το πρόβλημα που επιχειρείται να λυθεί, αλλά, κατά την ταπεινή μου άποψη, δημιουργείται και μείζον πρόβλημα συνταγματικότητας.
Τα πρακτικά προβλήματα που δημιουργούνται από την ανωτέρω ρύθμιση, είναι οφθαλμοφανή για τους ασχολούμενους με τέτοιου είδους διαφορές (π.χ. το ότι επιφορτίζονται οι πληρεξούσιοι δικηγόροι, γνώστες και μη της διάταξης αυτής, να ανεύρουν σε ελάχιστο χρονικό διάστημα τους πελάτες τους για να λάβουν τη σχετική δήλωση, αν και είναι γνωστό ότι οι περισσότερες αναβολές στις δίκες αυτές δίνονται ακριβώς για το λόγο αυτό, επειδή δηλαδή υπάρχει δυσκολία επικοινωνίας των δικηγόρων με τους πελάτες τους). Όμως εκτός από αυτά, που κάποιος θα μπορούσε να τα προσπεράσει στη λογική των ΣτΕ 3455/1989 και ΣτΕ 3310/1994 (με τις οποίες κρίθηκε ότι δεν παραβιάζεται το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας με τη μη κοινοποίηση της πράξης του Προέδρου που ορίζει εισηγητή δικαστή και δικάσιμο της υπόθεσης στον αιτούντα, αφού ο αιτών ή ο πληρεξούσιος δικηγόρος του, που έχει προβεί στην κατάθεση του σχετικού δικογράφου, δύνανται, επιδεικνύοντας το επιβαλλόμενο ενδιαφέρον, να πληροφορηθούν από τη γραμματεία του δικαστηρίου την ημερομηνία κατά την οποία θα δικασθεί ως πρωτοείσακτη ή ύστερα από αναβολή η υπόθεση), άλυτο παραμένει το κεφαλαιώδες ζήτημα της έλλειψης διάταξης-ασφαλιστικής δικλείδας για την επαναφορά των υποθέσεων αυτών, σε περίπτωση που «ατυχώς» παρέλθει η ως άνω προθεσμία και εκδοθεί η σχετική πράξη περί κατάργησης. Τότε ο αιτών μένει εντελώς απροστάτευτος. Αυτή και μόνη η έλλειψη –μαζί με την ανυπαρξία άλλων διατάξεων που θα μπορούσαν ερμηνευτικά να εφαρμοσθούν αναλογικώς-, κατά τη γνώμη μου, καθιστά από μόνη της τη ρύθμιση αντισυνταγματική, χωρίς να χρειάζεται κανείς να εντρυφήσειπερισσότερο.
Είναι πράγματι απορίας άξιον, γιατί ο νομοθέτης προτίμησε να θέσει με «συνοπτικές διαδικασίες» εκτός δικαστικής κρίσης τόσο μεγάλο αριθμό υποθέσεων, ενώ δεν προσπάθησε καν, έστω εναλλακτικώς, να υπαγάγει την επίλυση των διαφορών αυτών σε διαδικασία παρόμοια με την ταχύρρυθμη του άρθρου 34Α του π.δ/τος 18/1989, με ανάλογη βεβαίως προσαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού.
Εν κατακλείδι, κατά την ταπεινή μου άποψη, ενόψει και των όσων ήδη εκτέθηκαν παραπάνω, πρόκειται για ρύθμιση που πάσχει εν τη γεννέσει της, που αντίκειται ευθέως (και οφθαλμοφανώς) στο δικαίωμα που κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και ως τέτοια δεν πρέπει να τύχει εφαρμογής. Διότι, αν τώρα εφαρμοσθεί μια τέτοια διάταξη, ποιος εγγυάται ότι μία πανομοιότυπη διάταξη, με το ίδιο πάντα πρόσχημα (της ταχείας απονομής της δικαιοσύνης), δεν θα θεσπισθεί αναλόγως και για μια σειρά ακόμη εκκρεμών διοικητικών διαφορών, στις οποίες παρατηρείται ότι οι διάδικοι δεν έχουν ενδιαφέρον να τις υπερασπιστούν (όπως είναι οι υποθέσεις που αφορούν τις προσωρινές αφαιρέσεις αδειών στα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος); Ποιος εγγυάται ότι δεν θα επιχειρηθεί να εφαρμοσθεί μια τέτοια διάταξη στις υποθέσεις που έχουν ήδη απορριφθεί οι αιτήσεις αναστολής τους και οι οποίες (απορριπτικές αποφάσεις), -μετά και την τροποποίηση των διατάξεων του άρθρου 202 του Κ.Δ.Δ. από το ν. 3900/2010, όπως αυτές ερμηνεύθηκαν από την απόφαση-πιλότο ΕΑ ΣτΕ 496/2011-, υπερτερούν στατιστικά από εκείνες που δέχονται τις σχετικές αιτήσεις παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας σε κάθε διοικητικό δικαστήριο;
Δεν ξέρω αν τα ως άνω ερωτήματα αποτελούν, ας μου επιτραπεί η έκφραση, «σενάρια επιστημονικής φαντασίας» για το δικαιϊκό χώρο, ούτε ισχυρίζομαι ότι το παρόν γράφημα φέρει τα εχέγγυα ενδελεχούς μελέτης των διατάξεων που τίθενται στο μικροσκόπιο της κριτικής. Νομίζω ότι, σε κάθε περίπτωση, οι προβληματισμοί πρέπει να τίθενται καλοπροαίρετα (τουλάχιστον αυτό διατείνομαι για τον εαυτό μου), ιδίως τώρα που οι νομολογιακές τάσεις, όπως διαμορφώνονται την τελευταία τριετία, χαράσσουν κατεύθυνση «ανησυχητικής» συρρίκνωσης του δικαιώματος δικαστικής προστασίας για τους «πολλούς» και «μη έχοντες».
Ευχαριστώ για το χρόνο σας.