ΑΠΟΨΕΙΣ

Συμβολή στη συζήτηση που έχει ανοίξει σχετικά με την προοπτική κατάργησης μεταβατικών εδρών διοικητικών δικαστηρίων 

              Τελευταία παρατηρείται ιδιαίτερη κινητικότητα στην κατεύθυνση της στήριξης της λογικής της κατάργησης μεταβατικών εδρών (και όχι μόνο μεταβατικών βλ. π.χ. τη συζήτηση για την αναγκαιότητα διατήρησης έδρας  διοικητικού πρωτοδικείου στο Μεσολόγγι κλπ.). Οι υπερασπιστές της λογικής αυτής προβάλλουν συχνά με τρόπο σοφιστικό επιχειρήματα τα οποία εμφανίζονται αληθοφανή είτε γιατί συνιστούν έντεχνη απόσπαση και προβολή του μεμονωμένου, είτε γιατί αναδεικνύουν το δευτερεύον με υποτίμηση του κύριου. Έτσι άλλοτε γίνεται επίκληση της τοπικής εγγύτητας με την κύρια έδρα (π.χ. μεταβατική έδρα Ελευσίνας κλπ.), άλλοτε προβάλλεται ως δικαιολογία το υπαρκτό φαινόμενο της επικράτησης συντεχνιακής – τοπικιστικής αντίληψης σε ορισμένες πλειοψηφίες δικηγορικών συλλόγων, άλλοτε υπερτονίζεται ο μικρός αριθμός της εισαγωγής υποθέσεων (χωρίς πάντως στο σημείο αυτό να κάνουν τον κόπο να απαντήσουν π.χ. το ερώτημα: γιατί οι πολίτες την ώρα που κατά κοινή παραδοχή υπερφορολογούνται δεν ασκούν σε ανάλογο βαθμό φορολογικές προσφυγές;). 

       Όπως συμβαίνει σε πλείστες περιπτώσεις, πριν επιχειρηθεί η υλοποίηση  ενός σχεδιασμού που βάλλει κατά δικαιωμάτων του λαού προηγείται ένα στάδιο εξωραϊσμού του, ωραιοποίησής του, συχνά δε αυτό γίνεται με επιστημονικό περιτύλιγμα (ημερίδες, συνέδρια κα). Με αυτό το κριτήριο θα πρέπει να αξιολογηθούν οι προθέσεις ορισμένων οι οποίοι στα πλαίσια του δημοσίου διαλόγου ανακάλυψαν εσχάτως. . . το περιττό της ύπαρξης των μεταβατικών εδρών.  

         Σε όσους διατείνονται ότι οι μεταβατικές έδρες ή και ορισμένες κύριες είναι απαξιωμένες (ιδίως γιατί έχουν πλέον μικρή εισροή υποθέσεων) θα μπορούσε καταρχήν κανείς να υποδείξει σειρά παραδειγμάτων όπου να αποτυπώνεται ότι οι ίδιες οι επιλογές της Πολιτείας είναι που προκαλούν την εν λόγω «απαξίωση». Για παράδειγμα η συγχώνευση Δ.Ο.Υ. (πέραν των όσων πλείστων προβλημάτων δημιουργεί καθαυτή) συνεπάγεται εκ των πραγμάτων ότι η τοπική αρμοδιότητα για τις εν γένει φορολογικές διαφορές περιορίζεται σε μικρότερο αριθμό δικαστηρίων. Έτσι ορισμένο δικαστήριο «ακυρώνεται» τεχνητά (ως φορολογικό) παρότι η ανάγκη της τοπικής κοινωνίας για παροχή δικαστικής προστασίας εξακολουθεί να υφίσταται. Χωρίς να είναι το ίδιο εμφανές, πάντως παρόμοιο αποτέλεσμα δικονομικά, σε μικρότερο φυσικά βαθμό, μπορεί να επιφέρει η συγχώνευση ή η κατάργηση νοσοκομείων κλπ. (έτσι π.χ. ο κάτοικος ορισμένης περιοχής που συνεπεία συγχώνευσης νοσοκομείων αναγκάστηκε να μετακινηθεί σε άλλη περιοχή για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της υγείας του, σαν να μην αρκεί αυτό, θα υποχρεωθεί σε περίπτωση π.χ. που επικαλεστεί ιατρικό λάθος, να διεξάγει και τη δίκη σε άλλη περιοχή). Άλλο παράδειγμα: Η κατακόρυφη αύξηση του κόστους πρόσβασης στη διοικητική δικαιοσύνη σε συνδυασμό με την επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της πλειοψηφίας των πολιτών, αλλά και τα πλείστα εμπόδια προσβασιμότητας που διαρκώς θεσπίζονται (ενδικοφανείς προσφυγές, νέα δικονομικά βάρη κλπ.) λειτουργούν αποτρεπτικά για όλο και περισσότερους από το να ασκούν ένδικα βοηθήματα, πολύ δε περισσότερο αυτό ισχύει για τους οικονομικά ασθενέστερους. Ως αποτέλεσμα, σε συνδυασμό και με άλλους παράγοντες που μπορεί να συντρέχουν τοπικά, ορισμένες μεταβατικές ή και κύριες έδρες μπορεί να παρουσιάζουν περιορισμένη εισαγωγή ένδικων βοηθημάτων, επίπλαστη όμως και όχι με βάση τις πραγματικές ανάγκες.

          Όσον αφορά την τοπική εγγύτητα μεταβατικής και κύριας έδρας, πέραν του ότι δεν αποτελεί τον κανόνα, πρέπει να ιδωθεί σε σχέση με τις ιδιαίτερες περιστάσεις. Η μεταβατική έδρα της Ελευσίνας π.χ. καλύπτει έναν πληθυσμό λίγων εκατοντάδων χιλιάδων (Δυτική Αττική) και μάλιστα αφορά κατά κανόνα πόλεις βιομηχανικές. Κι ενώ επομένως μάλλον η ανάγκη είναι για ίδρυση κύριας έδρας, ωστόσο προκρίνεται η κατάργηση και αυτής της μεταβατικής. Εδώ πρέπει να παρατηρήσει κανείς ότι υπέρ-προβάλλεται ειδικά η περίπτωση της Ελευσίνας (ή άλλες παρόμοιες με τα χαρακτηριστικά της τοπικής εγγύτητας με την κύρια έδρα, όπως του Άργους, της Αμαλιάδας κλπ.) ώστε να νομιμοποιηθεί στη συνείδηση των νομικών και του λαού η κατάργηση εν τέλει άλλων εδρών, μεταβατικών ή ακόμη και κύριων. Και μάλιστα, όπως θα αποδειχθεί, θα πρόκειται και για έδρες ευρισκόμενες και σε απομακρυσμένα μέρη ή ακόμη και σε νησιά. 

      Προβάλλεται συχνά και ένα επιχείρημα που αποτυπώνει μια ελιτίστικη αντίληψη ορισμένων για τη θέση του δικαστή. Ο δικαστής να μεταβεί στην τάδε πόλη; Όχι δα, να έρθει ο διάδικος στην πρωτεύουσα της περιοχής. Πέραν του ότι η ιστορία κατά βάση επιβεβαιώνει ότι παρόμοιες λογικές τελικά στρέφονται εναντίον των φορέων τους, η γνώμη μου είναι ότι στο βαθμό που, παρά την σχετική ανάγκη, δεν υφίσταται π.χ. Εφετείο Δωδεκανήσου, θα έπρεπε να θεωρείται τιμή και όχι αγγαρεία για τον Εφέτη του Πειραιά να μεταβεί στη Ρόδο για να ασκήσει δικαιοδοτικό έργο (αυτονόητη η υποχρέωση του Δημοσίου για προπληρωμή των σχετικών εξόδων).

     Στο βαθμό που αντιλαμβάνεται κανείς τη Δικαιοσύνη ως δικαίωμα που θα έπρεπε να το απολαμβάνουν όλοι δωρεάν, ισότιμα και ακώλυτα και όχι ως πολυτέλεια ή οιονεί εμπόρευμα (που παρέχεται οπωσδήποτε επί πληρωμή π.χ. παραβόλων, δικηγορικών προεισπράξεων κλπ.), η στάση απέναντι στο ζήτημα είναι αυτονόητη. Σε κάθε πρωτεύουσα νομού (τουλάχιστον) πρέπει να υπάρχει έδρα διοικητικού πρωτοδικείου με μεταβατικές έδρες κατ’ εξαίρεση αναλόγως των ιδιαιτεροτήτων της περιοχής (νησιά, απομακρυσμένες πόλεις κλπ.). Επίσης είναι αναγκαία η διεύρυνση των εδρών των διοικητικών εφετείων. Θα δικαιούνταν άραγε κάποιος να προβάλλει ένσταση κόστους λειτουργίας περισσότερων δικαστηρίων; Ίσως. . . αν ο λαός δεν πλήρωνε δεκαετίες και δεκαετίες φόρους και φόρους. Όμως ο λαός προφανώς έχει υπερ-πληρώσει, μεταξύ άλλων, και για να έχει δικαστήριο σε λογική απόσταση από τον τόπο του. Όπως έχει κάνει και για να έχει σύγχρονο νοσοκομείο στην περιοχή του, σχολείο στη γειτονιά του. Δικαιούται συνεπώς διοικητικό δικαστήριο στο νομό που ζει. Όμως σήμερα το κριτήριο για την ίδρυση και επάνδρωση δικαστηρίων δεν είναι η κάλυψη των αναγκών δικαστικής προστασίας του λαού. Η πιο ακραία εκδοχή που αναδεικνύει το πραγματικό κριτήριο αποτυπώνεται σε κάποιους ανταγωνισμούς οικονομικών συμφερόντων που ερίζουν για τη μεταφορά δικαστηρίων σε συγκεκριμένα κτήρια, ενίοτε σε άλλη πόλη ! 

     Με αυτές τις σκέψεις πιστεύω ότι από κάθε θέση (εκλεγμένοι εκπρόσωποι στις δικαστικές ενώσεις, Ολομέλειες δικαστηρίων, δημόσιος διάλογος κλπ.) πρέπει να υπεραμυνόμαστε της διεύρυνσης και όχι του περιορισμού των εδρών των διοικητικών δικαστηρίων. Η στήριξη της θέσης για ίδρυση διοικητικού δικαστηρίου τουλάχιστον σε κάθε πρωτεύουσα νομού, ως μορφή πάλης υπέρ της διεύρυνσης της προσβασιμότητας του λαού στο δικαστήριο,  πρέπει να είναι καθολική από μέρους μας αν πράγματι πιστεύουμε ότι οφείλουμε να υπηρετούμε το λαό (εκδικάζοντας τις υποθέσεις στον τόπο του). Άλλωστε κάθε επιμέρους νέα μορφή υποτίμησης της δικαστικής προστασίας συνιστά και απαξίωση της Δικαιοσύνης και των λειτουργών της. Να σκεφθεί μόνο κανείς ενδεικτικά, σε σχέση με το συγκεκριμένο, ότι η σμίκρυνση του αριθμού των εδρών των δικαστηρίων διευκολύνει, σε μία πορεία, τη λογική των «ενιαίων κριτηρίων» που κατατείνει σε όμοιους (ή παρόμοιους) Κανονισμούς Εσωτερικής Λειτουργίας σε όλα τα δικαστήρια ανεξαρτήτως ειδικότερων συνθηκών, με όσα αυτό συνεπάγεται για την ουσία του αυτοδιοίκητου των δικαστηρίων και την εντατικοποίηση του έργου μας. Είναι, τέλος, νομίζω, αυτονόητο ότι η παραπάνω θέση δεν αρκεί να υποστηρίζεται μεμονωμένη (ή ακόμα χειρότερα υπό τη χυδαία μορφή του τοπικισμού), ασύνδετα από την αντιπαράθεση με τη λογική της αύξησης του κόστους πρόσβασης στο Δικαστήριο, της διαρκούς θέσπισης νέων δικονομικών εμποδίων κάθε μορφής (π.χ. βάρος επίδοσης της φορολογικής προσφυγής,  θέσπιση ενδικοφανών διαδικασιών), της υποτίμησης της παρεχόμενης δικαστικής προστασίας (γενίκευση μονομελών συνθέσεων, αλλοίωση του χαρακτήρα της αίτησης αναστολής κα). Όλα τα παραπάνω μαζί αλληλοτροφοδοτούμενα είναι που συνιστούν το ασφυχτικό πλαίσιο που, εκτεινόμενο διαρκώς, καθιστά την πρόσβαση στο Δικαστήριο ολοένα και πιο δύσκολη. Γι’ αυτό κάθε επιμέρους πλευρά διεκδίκησης (π.χ. διεύρυνση εδρών δικαστηρίων) πρέπει να εντάσσεται στο συνολικό πλαίσιο. 

                                         Βασίλης Φαϊτάς, Πρόεδρος Πρωτοδικών ΔΔ