ΑΠΟΨΕΙΣ

Με αφορμή τις προτάσεις για συγχώνευση διοικητικών δικαστηρίων 

        Στον επιστημονικό διάλογο (ομιλίες σε ημερίδες, αρθρογραφία κλπ.) εμφανίζονται όλο και πιο συχνά διάφορες θέσεις που έχουν ως κοινό παρονομαστή την προοπτική συγχώνευσης διοικητικών (και όχι μόνο) δικαστηρίων, μία εκδοχή Καλλικράτη στη Δικαιοσύνη, όπως συχνά οι ίδιοι οι εκφραστές των θέσεων αυτών αναφέρουν. Οι θέσεις αυτές τυγχάνουν μεγάλης προβολής από τον Τύπο.  

     Ανεξάρτητα από τις επιμέρους διαφοροποιήσεις κάθε πρότασης όσον αφορά τη μορφή του δικαστικού αυτού Καλλικράτη, κεντρική θέση στη σχετική επιχειρηματολογία έχουν δύο τοποθετήσεις: α) ότι η Ελλάδα, συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, διαθέτει δυσανάλογο (μεγάλο) αριθμό διοικητικών δικαστηρίων και ιδίως πρωτοδικείων και β) ότι τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μείωση εισροής υποθέσεων σε ορισμένα διοικητικά δικαστήρια.

       Η ανάδειξη ως κριτηρίου του αριθμού των ελληνικών διοικητικών δικαστηρίων (προεχόντως των πρωτοδικείων) σε σχέση με τα αντίστοιχα άλλων ευρωπαϊκών χωρών που έχουν ανάλογο πληθυσμό με την Ελλάδα προϋποθέτει αναλογία στο συνολικό πλαίσιο όπου αναφύονται οι διοικητικές διαφορές. Στην Ελλάδα, όπως είναι κοινώς γνωστό, υφίσταται μεγαλύτερη κατάτμηση της μικροϊδιοκτησίας (αστικής και αγροτικής) έναντι του μέσου όρου των ευρωπαϊκών κρατών (και ιδίως έναντι αυτών που εκλαμβάνονται ως συγκρίσιμα). Η πραγματικότητα αυτή συμβάλλει στην αναπαραγωγή μεγαλύτερου αριθμό διαφορών (χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις διαφορών κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας για τον ΕΝΦΙΑ, το ΦΜΑ, τη φορολογία κληρονομιών, αλλά και τις οικοδομικές άδειες κλπ.). Στην Ελλάδα, εξάλλου, είναι  μικρότερος ο βαθμός συγκέντρωσης κεφαλαίου, κάτι που συνεπάγεται την ύπαρξη μεγαλύτερου αριθμού μικρών επιχειρήσεων και αυταπασχολούμενων, άρα και την ύπαρξη προϋποθέσεων για γένεση μεγαλύτερου αριθμού ορισμένων κατηγοριών διαφορών (π.χ. φορολογικές διαφορές που γεννώνται κατόπιν πράξεων που εκδίδονται με αφορμή φορολογικούς ελέγχους σε επιχειρήσεις, διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της εργατικής - ασφαλιστικής νομοθεσίας, της νομοθεσίας περί προστασίας του περιβάλλοντος κλπ.). Ιδιαιτερότητα έχει ασφαλώς και το γεωγραφικό ανάγλυφο της χώρας. Οι ορεινοί όγκοι και τα ελληνικά νησιά αφενός καθιστούν δυσχερή τη μετακίνηση πολιτών και ως εκ τούτου δικαιολογούν την ύπαρξη περισσότερων δικαστηρίων προκειμένου να παραμένει η Δικαιοσύνη προσβάσιμη στους κατοίκους ιδίως των πλέον απομακρυσμένων περιοχών, αφετέρου όμως δικαιολογούν την ύπαρξη διαχρονικά περισσότερων διοικητικών αρχών με τοπικό χαρακτήρα (π.χ. τοπικά υποκαταστήματα Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., Δ.Ο.Υ. κλπ.) με αποτέλεσμα να δικαιολογείται (με βάση το κριτήριο της κατά τόπο αρμοδιότητας που τίθεται από τον Κ.Δ.Δ.) η λειτουργία ενός διοικητικού δικαστηρίου σε ορισμένο νομό. Τέλος, οι ευρωπαϊκές χώρες που συνήθως αναφέρονται προς σύγκριση, ως επί το πλείστον βρίσκονται σε σχέση με την Ελλάδα σε ανώτερο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης και ως εκ τούτου έχουν τη δυνατότητα για αντίστοιχα διαφοροποιημένο (ανώτερο) επίπεδο κοινωνικών παροχών, γεγονός που και αυτό διαφοροποιεί την ποσότητα της δικαστικής ύλης αναφορικά με ορισμένες κατηγορίες διαφορών (π.χ. συνταξιοδοτικές διαφορές, νοσήλια κλπ.). 

       Από την άλλη η μείωση εισροής υποθέσεων σε ορισμένα μικρότερα διοικητικά πρωτοδικεία, από την οποία αντλείται σχετικό επιχείρημα υπέρ ενός δικαστικού Καλλικράτη, υφίσταται πράγματι. Όμως η μείωση αυτή δεν αντιστοιχεί σε πραγματική εξάλειψη των παραγόντων γένεσης διοικητικών διαφορών. Η μείωση αυτή συνδέεται, πρώτα απ’ όλα, με την αύξηση των δικονομικών βαρών που θεσπίστηκαν τα τελευταία χρόνια, την αύξηση του κόστους της δίκης, την υποτίμηση του περιεχομένου της δικαστικής προστασίας. Έτσι για παράδειγμα η θέσπιση της ενδικοφανούς διαδικασίας στη φορολογική δίκη, η οποία κατά γενική ομολογία λειτουργεί ως πρόσκομμα για τη δικαστική αμφισβήτηση των δυσμενών πράξεων των φορολογικών αρχών, αποθαρρύνει πολλούς φορολογούμενους από το να ασκήσουν τελικά προσφυγή στο διοικητικό δικαστήριο. Αντίστοιχα, η υποβάθμιση της προσωρινής δικαστικής προστασίας στις φορολογικές διαφορές αλλά και στις διαφορές με χρηματικό αντικείμενο (αποκλεισμός της χορήγησης αναστολής καθ’ εαυτής με εξαίρεση την περίπτωση του προδήλως βάσιμου της οικείας προσφυγής) λειτουργεί αποτρεπτικά ως προς την άσκηση αίτησης αναστολής. Η εν λόγω μείωση εισροής υποθέσεων, άλλωστε, συνδέεται με τα μεγάλα οικονομικά προβλήματα των πολιτών διαρκούσης της οικονομικής κρίσης που τους αποθαρρύνουν από το να ανοίξουν δικαστικούς αγώνες. Εν πολλοίς όμως είναι και τεχνητή. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της συγχώνευση  Δ.Ο.Υ. όπου το διοικητικό δικαστήριο μιας περιοχής (η Δ.Ο.Υ. της οποίας συγχωνεύεται)  απολλύει  τοπική αρμοδιότητα.   

      Υποστηρίζεται το επιχείρημα ότι o μικρός αριθμός υπηρετούντων δικαστών στα μικρά δικαστήρια δεν επιτρέπει την ανταλλαγή νομικών απόψεων στα πλαίσια αντιμετώπισης των εκκρεμών διαφορών. Αυτό είναι αληθές. Το πρόβλημα όμως δεν αντιμετωπίζεται με τη συγχώνευση δικαστηρίων αφού η εν λόγω ανταλλαγή απόψεων δεν θα γίνεται ούτε στα μεγάλα δικαστήρια στο βαθμό που έχει γενικευτεί σε τέτοιο βαθμό η αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου. Το πρόβλημα αντιμετωπίζεται με την επέκταση της αρμοδιότητας του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου, η οποία εκ των πραγμάτων εξασφαλίζει ανώτερης ποιότητας (συλλογική) νομική σκέψη.   

          Οι προτάσεις για έναν δικαστικό Καλλικράτη δεν τοποθετούνται πειστικά στο ζήτημα των αιτιών της καθυστέρησης απονομής της διοικητικής δικαιοσύνης, την οποία ωστόσο επικαλούνται προς επίρρωση της επιχειρηματολογίας τους. Η υπέρογκη δικαστική ύλη συναρτάται πρώτα από όλα με εκείνες τις κοινωνικές αντιφάσεις που αναπαράγουν διαρκώς διαφορές. Δικαιοσύνη θα μπορεί να παρέχεται επίκαιρα μόνο αν εκλείψουν οι αντιφάσεις αυτές. Ασφαλώς επίδραση στη σώρευση των υποθέσεων ασκούν  και άλλες παράμετροι, όπως η στρεβλή αντίληψη από τη Διοίκηση για την υποχρέωση άσκησης ενδίκων μέσων (προς υπεράσπιση του δημοσίου συμφέροντος) κατά των αποφάσεων όπου ηττάται δικαστικά, η κακή νομοθέτηση, η κακή χρήση της διακριτικής ευχέρειας από τη Διοίκηση (π.χ. όταν για ορισμένη κατηγορία παραβάσεων τίθεται ως κανόνας η επιβολή του  ανώτατου ύψους προστίμου κλπ.). Οι παραπάνω αιτίες της σώρευσης μεγάλου αριθμού εκκρεμών υποθέσεων, ωστόσο, και ιδίως αυτές που έχουν κοινωνικές ρίζες παραμένουν και μετά τη μείωση του αριθμού των διοικητικών δικαστηρίων. 

       Η υπό οποιαδήποτε μορφή ‘‘συγχώνευση δικαστηρίων’’ αντικειμενικά κατατείνει σε περαιτέρω υποτίμηση της δικαστικής προστασίας. Μεγάλος αριθμός πολιτών είναι βέβαιο ότι θα αποθαρρύνεται από να ζητήσει δικαστική προστασία γιατί θα αδυνατεί να προετοιμάσει την υπόθεσή του, να ασκήσει το προβλεπόμενο ένδικο βοήθημα και να παρακολουθήσει την πορεία της υπόθεσης εάν διαμένει σημαντικά μακριά από την έδρα του αρμόδιου κατά τόπο διοικητικού δικαστηρίου. Μια τυχόν τέτοια εξέλιξη δεν θα πλήξει μάλιστα όλους το ίδιο. Είναι αυτονόητο ότι όσοι διαθέτουν νομικά επιτελεία (π.χ. μεγάλες οργανωμένες επιχειρήσεις κα) και γενικά όσοι έχουν σημαντική οικονομική ισχύ θα μπορούν ακώλυτα να ασκούν τα δικονομικά τους δικαιώματα ανεξαρτήτως του πόσο απέχει η έδρα του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου. Δεν ισχύει το ίδιο για τους πλέον οικονομικά ασθενείς πολίτες. Και ιδίως για πολλούς ασφαλισμένους οι οποίοι έχουν κατά νόμο τη δυνατότητα να ασκούν ένδικα βοηθήματα αναφορικά με τις κοινωνικοασφαλιστικές διαφορές και να παρίστανται στο δικαστήριο χωρίς δικηγόρο, μια δυνατότητα που ουσιαστικά «ακυρώνεται» αν η απόσταση μεταξύ του τόπου κατοικίας του ασφαλισμένου και της έδρας του διοικητικού δικαστηρίου είναι μεγάλη. 

        Συνεπώς, τυχόν συγκέντρωση των διοικητικών δικαστηρίων στις μεγάλες πόλεις, υπό όποια μορφή κι αν υλοποιηθεί, δεν θα βοηθήσει τους πολίτες να ασκούν πιο αποτελεσματικά το δικαίωμά τους να ζητούν δικαστική προστασία, ούτε θα συμβάλλει στην επιτάχυνση της απονομής της διοικητικής δικαιοσύνης. Το έτος 2015 η πρόοδος που έχει επιτευχθεί επιτρέπει τη δυνατότητα o πολίτης να δικάζεται πλησίον του τόπου των συμφερόντων του. Σήμερα είναι επιτακτική ανάγκη η ίδρυση διοικητικών πρωτοδικείων και στους λοιπούς νομούς της χώρας.

                        Βασίλης Φαϊτάς , Πρόεδρος Πρωτοδικών, ΓΓ της ΕΔΔ