ΑΠΟΨΕΙΣ
Σκέψεις με αφορμή το νέο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Ασπασίας Καλαφάτη, Εφέτη Δ.Δ.
-Στις 20-7-2015 κατατέθηκε στην Ελληνική Βουλή και στις 22-7-2015 ψηφίσθηκε ο ν. 4335/2015 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του ν. 3443/2015 , που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ την επομένη στις 23-7-2015 (Α΄ 87).
Στην αιτιολογική έκθεση του ως άνω νόμου [1] διαβάζουμε ότι με την από 12-7-2015 απόφαση της Συνόδου των αρχηγών των κρατών μελών της ευρωζώνης, η Ελληνική Δημοκρατία δεσμεύτηκε, με τη σύμφωνη γνώμη των «θεσμών», να υιοθετήσει μέχρι τις 22-7-2015 Σχέδιο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Και ενώ είχε συσταθεί νομοπαρασκευαστική προς τούτο επιτροπή, τελικώς, «…λόγω των ασφυκτικών χρονικών περιθωρίων το μοναδικό κείμενο το οποίο έχει λάβει τη σύμφωνη γνώμη των θεσμών είναι το σχέδιο νόμου «Τροποποιήσεις στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας» που έχει κατατεθεί στη Βουλή των Ελλήνων το Νοέμβριο του 2014…».[1] Έτσι, ψηφίσθηκε το προαναφερόμενο, ως είχε.
Να υπενθυμίσω ότι πρόκειται για το νομοθέτημα που προκάλεσε στις 2-12-2014 δημοψήφισμα των δικηγόρων όλης της Χώρας, όπου με ποσοστό 93% αποδοκιμάσθηκε στο σύνολό του. Τότε δεν «πέρασε». Όμως, ελέω των ευρωπαϊκών «θεσμών» και προκειμένου η Ελληνική Κυβέρνηση να ανταπεξέλθει στις «δεσμεύσεις της» έναντι των δανειστών, -δικαιώνοντας αυτό που εύστοχα είχε πει και ο (νυν) Υπουργός Εξωτερικών περί «αποικίας χρέους»-, το νομοθέτημα ψηφίσθηκε, «κατ’ απαίτηση των δανειστών». Και θα ισχύσει στην Ελληνική Επικράτεια από 1-1-2016.
Θα προσπεράσω, επί του παρόντος, τους νομικούς προβληματισμούς που αναδύονται, μεταξύ άλλων, αναφορικά και με το κατά πόσον είναι σύμφωνο με το Σύνταγμά μας το ότι το νομοθετικό μας όργανο (Βουλή) ασκεί τις εκ του Συντάγματος αρμοδιότητές του, δεσμευόμενο από «σύμφωνες γνώμες» αλλοτρίων, εκτός Συντάγματος, οργάνων. Προβληματισμοί που, κατά την ταπεινή μου γνώμη, άπτονται της υπόστασης του ελληνικού κράτους, της πλήρωσης των όρων της παραγράφου 2 του άρθρου 28 του Συντάγματος και των ορίων της «παραχωρηθείσας εθνικής κυριαρχίας», της παραγράφου 3 του ιδίου άρθρου του Συντάγματος. Κι αυτό γιατί τέτοια ζητήματα είναι πολύ σημαντικά για να καταπιάνονται ελαφρά τη καρδία και μάλιστα στα πλαίσια ενός πονήματος καταγραφής και μόνο σκέψεων, με αφορμή την ψήφιση ενός νομοθετήματος.
-Γνωρίζω, καταρχάς, ότι ως διοικητικός δικαστής θα ήταν άκομψο να υπεισέλθω σε ξένα χωράφια και να εκφράσω άποψη για το σύνολο νομοθετήματος που καλείται να εφαρμόσει ο έτερος κλάδος της δικαιοσύνης (πολιτικοί δικαστές) και γι αυτό δεν θα το κάνω. Θεωρώ, όμως, ότι κάποιες διατάξεις αυτού, και δη αυτές της αναγκαστικής εκτέλεσης, νομιμοποιούμαι να τις «αγγίξω», λόγω της αναλογικής τους εφαρμογής στα πλαίσια της εκδίκασης ανακοπών του ΚΕΔΕ. Ωστόσο, να ξεκαθαρίσω ότι οι εδώ απόψεις μου εκφράζονται όχι μόνον ως δικαστή (ιδιότητα που δεν δύναμαι να απεμπολήσω), αλλά πρωτίστως ως μέλους ενός κοινωνικού συνόλου, που υφίσταται άμεσα τις συνέπειες. Κι αυτό διότι, κατά τη γνώμη μου, οι δικαστικοί λειτουργοί δεν θα έπρεπε να επιτρέπουμε να αντιμετωπιζόμαστε μόνο ως «εργαλεία παραγωγής αποφάσεων», φοβούμενοι ότι αν εκφράσουμε την άποψή μας ως πολίτες, τυχόν θα κατηγορηθούμε ότι επεμβαίνουμε στα των δύο άλλων εξουσιών. Φρονώ, αντιθέτως, ακριβώς επειδή είμαστε δικαστές, δηλαδή φορείς της «δικαιοσύνης» ως έννοιας, όπως αυτή έχει ενσταλλάξει στο κοινωνικό γίγνεσθαι, ότι επιβάλλεται να έχουμε την παρρησία να εκφέρουμε τις απόψεις μας, ακόμη και όταν η γνώμη μας αυτή αφορά, όχι μόνο τη συνταγματικότητα, αλλά και τη χρησιμότητα ενός νόμου.
Θα ξεκινήσω λοιπόν με το ότι δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω με τα όσα έχουν ως τώρα επισημανθεί από την Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων, αλλά και από την ΄Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων, για παραβίαση συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων σε αντίθεση με την αρχή της δίκαιης δίκης, ιδίως στις διατάξεις που αφορούν διαδικασίες ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων και στις διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση.
Για τις τελευταίες εξ αυτών (περί την αναγκαστική εκτέλεση), θα τολμήσω μάλιστα να διατυπώσω την, ίσως τολμηρή για κάποιους, άποψη, ότι πρόκειται για διατάξεις «υπόδειγμα» νομοθεσίας κράτους, που αντί των ατομικών και κοινωνικών συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων (στα οποία περιλαμβάνεται και η προστασία της οικογένειας, η προστασία των ανέργων, η προστασία των ευπαθών κοινωνικών ομάδων, -ιδίως όταν τυγχάνουν να είναι και δανειολήπτες-, η μέριμνα για κατοικία κ.α), φροντίζει να προστατεύσει προνομιακά τα δικαιώματα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ενίοτε και εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου και των ασφαλιστικών ταμείων.
Για του λόγου το αληθές, αρκεί κάποιος να δει τα νέα άρθρα επίσπευσης έκδοσης των δικαστικών αποφάσεων (691 επ.), -μάλιστα οι αποφάσεις των ασφαλιστικών μέτρων, θα μπορούν να γίνουν και τίτλος εκτέλεσης με διαταγή πληρωμής και να οδηγήσουν σε κατάσχεση και πλειστηριασμό fast track (άρθρο 693)- και τις σύντομες διαδικασίες εκπλειστηριασμού των ακινήτων. Σ’ αυτές εντυπωσιάζουν οι διατάξεις για πολλαπλές αναγκαστικές κατασχέσεις στο ίδιο ακίνητο από άλλο δανειστή, οι οποίες θα διενεργούνται ξεχωριστά, χωρίς να επηρεάζει η μία την άλλη (άρθρο 997 παρ. 5) -δίχως κάποιος να σκεφθεί αν ένας οφειλέτης δύναται να είναι διάδικος σε δίκες με διαδίκους πλέον της μίας Τραπεζών-, ο καινοτόμος θεσμός της επίσκεψης των υποψήφιων αγοραστών των εκπλειστηριαζομένων ακινήτων, πριν τον πλειστηριασμό τους (άρθρο 995 παρ. 6), το ότι στην κατάταξη των απαιτήσεων προηγούνται οι ενυπόθηκες τράπεζες, που λαμβάνουν το 65% του εκπλειστηριάσματος και έπονται οι εργαζόμενοι, το Δημόσιο για το ΦΠΑ και τα ασφαλιστικά ταμεία, που μοιράζονται το 25% των υπολοίπων χρημάτων (άρθρα 975-977), ενώ αν τα εκπλειστηριασθέντα ήταν μισθωμένα, δεν προστατεύονται πλέον οι μισθωτές (άρθρο 997), όπως στο προηγούμενο καθεστώς, αλλά ο υπερθεματιστής μπορεί να τους εξώσει με τη διαδικασία των συνοπτικών εξώσεων των 20-30 ημερών (άρθρα 615 και 640). Τέλος, παρά τις πολλαπλές περί του αντιθέτου αποφάσεις των ανωτάτων δικαστηρίων, αναβιώνει και ο θεσμός της προσωποκράτησης λόγω οφειλών (άρθρο 1047).
Η αναγκαστική εκτέλεση είναι ένα πλέγμα διατάξεων που η εφαρμογή τους προϋποθέτει ότι ο οφειλέτης δεν καταβάλει, κατά κύριο λόγο επειδή «αδυνατεί» να ανταπεξέλθει, προς τούτο ο δανειστής επιλέγει να προχωρήσει στη «βίαιη» είσπραξη της απαίτησής του. Σε ένα Κράτος Δικαίου δεν είναι δυνατόν η φιλοσοφία των διατάξεων αυτών να στοχεύει μόνο στη γρήγορη και προνομιακή ικανοποίηση των εμπράγματων προνομιούχων και δη των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Ιδίως όταν είναι κοινώς γνωστό ότι οποιαδήποτε σύμβαση συνάπτεται με αυτά είναι εκ των προτέρων ανισοβαρής (εις βάρος του λήπτη, εξ ού και η πλουσιότατη νομολογία του Αρείου Πάγου και των Εφετείων για καταχρηστικότητα όρων στις διάφορες συμβάσεις με αντισυμβαλλόμενο χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα) και όταν οι κοινωνικές συνθήκες σήμερα στη Χώρα είναι τέτοιες, που οδηγούν όλο και περισσότερους συμπολίτες μας στο να βρεθούν στη θέση του ληξιπρόθεσμου οφειλέτη. Του οφειλέτη, που όπως φαίνεται, διαθέτει πλέον ελάχιστα όπλα άμυνας, έναντι του ισχυρού του αντιπάλου[2].
Σε ένα Κράτος Δικαίου δεν είναι δυνατόν να διαπιστώνουμε απλώς το ενάντια στην κοινή λογική συμβαίνον και, όμως, παρά ταύτα συμβαίνον, κατ’ επίκληση ενός αόριστου αξιολογικά δημοσίου συμφέροντος : Δηλαδή, αφενός το να υποχρεωνόμαστε να συμβάλλουμε στη διάσωση των ιδιωτικών τραπεζικών ιδρυμάτων -αυτών που έχουν ανακεφαλαιοποιηθεί με χρέωση της τσέπης ημών, των Ελλήνων φορολογουμένων, δεδομένου ότι οι ανακεφαλοποιήσεις τους έχουν περάσει στο δημόσιο χρέος, το οποίο πληρώνουμε με δάνεια και νέα δάνεια, με μνημόνια και νέα μνημόνια, με φόρους και νέους φόρους κ.ο.κ. (βλ. το 2012 ανακεφαλαιοποίηση με 50 δις, που εντάχθηκαν στη 2η δανειακή σύμβαση διευκόλυνσης και τελικά χρησιμοποιήθηκαν από αυτά τα 39 δις, ενώ από το νέο πακέτο που αναμένεται, θα δοθούν διαβάζουμε, άλλα 25 δις για τη διάσωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος[3])- και, αφετέρου, την ίδια στιγμή, το Ελληνικό Δημόσιο, -με δημόσιο χρέος που ανέρχεται σε ποσοστό 175% περίπου επί του Α.Ε.Π. και το οποίο καλείται να εξυπηρετήσει με δάνεια, που πάλι οι φορολογούμενοι καλούμαστε να αποπληρώσουμε-, αλλά και τα ασφαλιστικά ταμεία με τα τεράστια ελλείμματα, που οδηγούνται σε περικοπές συντάξεων, να απεμπολούν στην κυριολεξία την προνομιακή τους κατάταξη, υπέρ μίας μερίδας ιδιωτών, -με την αναμενόμενη απώλεια εσόδων για το δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία, ήτοι εις βάρος του κοινωνικού συνόλου.
Σε ένα Κράτος Δικαίου, μια τέτοια προνομιακή μεταχείριση εις βάρος των πολλών και προς όφελος των ολίγων, δεν αρκεί μόνον να καταγράφεται, αλλά πρέπει και να ελέγχεται, ιδίως από τα όργανα εκείνα που από το Σύνταγμα έχουν τη σχετική αρμοδιότητα. Και πρωτίστως αναφέρομαι στη σχετική υποχρέωση του ελέγχου της συνταγματικότητας μιας διάταξης από τον φυσικό δικαστή. Μόνο που πάντα διερωτώμαι για τα όρια του ελέγχου αυτού. Όπως αναρωτιέμαι και για το αν εξακολουθεί, υπό το πνεύμα των περίεργων καιρών που διανύουμε, να είναι επιτρεπτή η απουσία του επίσημου δικαστικού λόγου, κατά τη διαδικασία κατάρτισης ενός νόμου, ενώ είναι κοινώς γνωστό, ότι η απουσία αυτή οδηγεί πολλάκις σε κακή νομοθέτηση, που αποτελεί και το βασικό λόγο γένεσης διοικητικών διαφορών.
-Τα τελευταία ιδίως 5 χρόνια, αυτό που εξακολουθεί να εντυπωσιάζει, είναι η φοβερή ταχύτητα με την οποία εκπονούνται διάφορα νομοθετήματα, κάποια από τα οποία αφορούν (άμεσα ή έμμεσα) και τη δικαστική λειτουργία. Αυτά συνήθως αποτελούν δικαιϊκούς θεσμούς άλλων κρατών, χωρίς κανένα σεβασμό στο δικό μας δικαιϊκό σύστημα ή και fast track διατάξεις που εμβόλιμα τίθενται προς ψήφιση (βλ. ενδεικτικά για τη διαταγή πληρωμής για αξιώσεις από διοικητική σύμβαση).
Ενίοτε, τα νομοθετήματα αυτά είναι τρομακτικά ογκώδη και ως τέτοια, για να προσεγγισθούν και να μελετηθούν δεν επαρκεί η εργατικότητά μας, ενώ κάποια ψηφίζονται εν μία νυκτί, εισάγοντας αλλαγές των οποίων οι συνέπειες δεν έχουν πλήρως εκτιμηθεί, ως προς αυτό που ονομάζουμε Κράτος Δικαίου. Σ’ αυτά τα νομοθετήματα είναι χαρακτηριστική η παντελής απουσία των ενδιαφερομένων μερών. Και δεν αναφέρομαι μόνο στον τρόπο επιλογής των μελών των σχετικών νομοπαρασκευαστικών επιτροπών, -οι οποίες ωστόσο πάντοτε έχουν τα τύποις εχέγγυα (Καθηγητές Πανεπιστημίου με αναγνωρισμένο κύρος, δικηγόροι και δικηγορικά γραφεία με αναγνωρισμένο κύρος, ενίοτε υψηλόβαθμοι δικαστικοί λειτουργοί με επίσης αναγνωρισμένο κύρος, κ.λ.π.)- αλλά κυρίως αναφέρομαι στο ότι με το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο (με εξαίρεση την, προβληματική κατά τη γνώμη μου, διαδικασία της διαβούλευσης), ουδέποτε έως τώρα δόθηκε η δυνατότητα στους άμεσα ενδιαφερομένους να εισακουστούν.
Είτε αυτοί είναι π.χ. οι δανειολήπτες, όσον αφορά τις προαναφερθείσες διατάξεις αναγκαστικής εκτέλεσης του νέου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας [ενώ αντιθέτως η (τότε) ηγεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης μερίμνησε να περιλάβει στα μέλη της επιτροπής που εισηγήθηκε τις διατάξεις αυτές και έγκριτους νομικούς, που όμως είχαν δεδηλωμένη θέση σε τραπεζικά ιδρύματα[4]] είτε είναι οι δικαστές. Και αναφέρομαι στους δικαστές ως σώμα (στην ολότητά τους) και όχι στους δικαστές δια των εκπροσώπων τους στις Ενώσεις (και μόνον). Γιατί το «σύστημα» (βλ. κανονισμοί λειτουργίας των δικαστηρίων, ως ισχύουν) όχι μόνο δεν βοηθάει να γίνονται οι δικαστικοί λειτουργοί συγκοινωνοί των θεμάτων/προβλημάτων που αφορούν τη δικαιοσύνη, επομένως και αναγκαία συνθήκη για τη λύση τους, αντιθέτως, δρά αποτρεπτικά με το να μεριμνά, στο όνομα της «επιτάχυνσης», να τους φορτώνει με όγκους δικογραφιών τέτοιους, που δεν προλαβαίνουν ούτε για τα στοιχειώδη.
Κι έτσι, ίσως, εξηγούνται και διατάξεις που κανείς δεν δύναται να καταλάβει πώς βρέθηκαν εκεί που εντοπίζονται. Αναφέρομαι ενδεικτικώς, στη διάταξη του Κεφαλαίου Γ΄, Περιουσιακές Διαφορές, Τίτλος Ι, Υπαγόμενες Διαφορές, άρθρο 614 παράγραφος 4 περίπτωση β΄ του νέου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπου ορίζεται ότι : «Κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών δικάζονται οι μισθωτικές διαφορές, οι διαφορές από οριζόντια ή κάθετη ιδιοκτησία, οι εργατικές διαφορές, οι διαφορές επαγγελματιών και οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, οι διαφορές από αμοιβές, οι διαφορές για ζημιές από αυτοκίνητα, οι διαφορές από δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές και οι διαφορές από πιστωτικούς τίτλους: 1… 4. Διαφορές επαγγελματιών και οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης είναι : α) οι διαφορές μεταξύ επαγγελματιών ή βιοτεχνών μεταξύ τους ή μεταξύ αυτών και των πελατών τους, από την παροχή εργασίας ή ειδών που αυτοί κατασκεύασαν και β) οι διαφορές μεταξύ οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης και των ασφαλισμένων στους οργανισμούς αυτούς ή των διαδόχων τους ή εκείνων που κατά το νόμο έχουν δικαιώματα από την ασφαλιστική σχέση».
Στην αιτιολογική έκθεση καμία ειδική αναφορά. Εξ όσων δε γνωρίζω, οι τελευταίες αυτές διαφορές εξακολουθούν να είναι διοικητικές διαφορές ουσίας και να υπάγονται στην αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων (άρθρο 7 του ν. 702/1977).
-Με αφορμή τις παραπάνω διαπιστώσεις, θα τολμούσα να θέσω στην κρίση των συναδέλφων, τα ερωτήματα - σκέψεις - προβληματισμούς :
-Σε ένα Κράτος Δικαίου, πώς επιτυγχάνεται η πραγμάτωση των αρχών του με διατάξεις όπως, ενδεικτικά, της αναγκαστικής κατάσχεσης του νέου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας;
-Μήπως είναι επιτακτικός ο επαναπροσδιορισμός του ρόλου της δικαστικής εξουσίας στους καιρούς που διανύουμε;
-Μήπως καθίσταται αδήριτη πλέον η ανάγκη «συμμετοχής» και επίσημα της δικαστικής εξουσίας, κατά τη διαδικασία κατάρτισης ενός νόμου;
-Θα συνεχίσουμε να είμαστε απλοί θεατές επικαλούμενοι τα interna corporis ή θα πρέπει, η διαμορφωθείσα βάσει άλλων κοινωνικών ισορροπιών, εγκρατής νομολογία του ανωτάτου ακυρωτικού δικαστηρίου να αλλάξει προσανατολισμό, ανταποκρινόμενη στις ανάγκες των καιρών και τη σοβαρότητα των συνθηκών;
-Με άλλα λόγια, γιατί η δικαστική εξουσία να εξακολουθήσει να εμμένει στην απεμπόληση νομολογιακά της υποχρέωσής της εκ του Συντάγματος να ελέγχει τη νομοθετική εξουσία, ιδίως όταν κατά κόρον η τελευταία καταστρατηγεί τη διάταξη του άρθρου 74 παρ. 5 του Συντάγματος, ή όταν καταστρατηγεί τις προϋποθέσεις του άρθρου 44 παρ. 1 του Συντάγματος και νομοθετεί, επειδή έτσι βολεύει, με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου; Γιατί, παρά τον όγκο και την κακή ποιότητα του νομοθετικού έργου, τα εσωτερικά θέματα της βουλής να εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται ως ιερά και απαραβίαστα και πώς είναι δυνατόν, μια νομική κατασκευή (interna corporis), που εδράζεται στο Bill of Rights του 1689, να θεωρείται ότι εξακολουθεί να συμβαδίζει με το πνεύμα των καιρών; .
[1] http://www.parliament.gr/UserFiles/2f026f42-950c-4efc-b950-340c4fb76a24/e-epeigon-eis-new.pdf
[2] http://www.imerisia.gr/article.asp?catid=26516&subid=2&pubid=113605315
[4] Τα μέλη της επιτροπής που εισηγήθηκε το νέο Κώδικα, ορίσθηκαν με την 30268 (Β΄ 1083/30.4.2013) απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Δύο εξ αυτών κατείχαν θέσεις στις Τράπεζες Eurobank και Πειραιώς.