ΑΠΟΨΕΙΣ

1ο Συνέδριο Ε.Δ.Α.Μ.  20 και 21/11/2015  «Επίκαιρα ζητήματα μεταναστευτικού δικαίου» . Βόλος.

Εισήγηση Βασίλη Φαϊτά , Προέδρου Πρωτοδικών ΔΔ, Γενικού Γραμματέα της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών

«ΠΤΥΧΕΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ. 18 ΜΗΝΗ ΚΡΑΤΗΣΗ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΚΑΙ ΑΝΤΙΡΡΗΣΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΚΡΑΤΗΣΗΣ»

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΠΤΥΧΕΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ KATA TON 20o ΑΙΩΝΑ

              Εισαγωγικά: Η μετακίνηση πληθυσμών έχει παίξει ιστορικά σημαντικό ρόλο στον εποικισμό τμημάτων της γης και στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων1. Μετά τις μεγάλες γεωγραφικές ανακαλύψεις Ευρωπαίοι μετακινούνται μαζικά προς την Αμερική, την Ασία και την Ωκεανία οι οποίες διέθεταν τεράστια αποθέματα φυσικού πλούτου. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα της περιόδου είναι η εκδίωξη ή εξόντωση του γηγενούς πληθυσμού. Τους επόμενους αιώνες η μετανάστευση προς τις νέες ηπείρους αφορά κατά βάση εργατικό δυναμικό. Από τα τέλη του 19ου αιώνα και μετά η γενική τάση είναι η μετακίνηση να κατευθύνεται από τις λιγότερο βιομηχανικά αναπτυγμένες χώρες προς τα κράτη με αναπτυσσόμενο δευτερογενή  τομέα. 

           Με συμβατικό ορόσημο το 1914 η οικονομία στον καπιταλιστικό κόσμο ξεπερνά το στάδιο του «ελεύθερου συναγωνισμού» και περνά σε ένα νέο στάδιο με χαρακτηριστικά ιδίως την υψηλή βαθμίδα συγκέντρωσης της παραγωγής και του κεφαλαίου, την ανάπτυξη του χρηματιστικού κεφαλαίου (συγχώνευση τραπεζικού και βιομηχανικού κεφαλαίου), την εμφάνιση πολύ μεγάλων μετοχικών επιχειρήσεων οι οποίες, εκτοπίζοντας την πλειονότητα των μικρότερων, δραστηριοποιούνται σε έναν ή περισσότερους κλάδους και μοιράζονται με άλλες αντίστοιχες το μεγαλύτερο μέρος της αγοράς και την ενδυνάμωση της σημασίας της εξαγωγής κεφαλαίων σε διάκριση από την εξαγωγή εμπορευμάτων. Το πέρασμα της οικονομίας στο παραπάνω στάδιο είχε επίδραση και στη μετακίνηση πληθυσμών. Η ενδυνάμωση των ανταγωνισμών των ισχυρών καπιταλιστικών κρατών για το μοίρασμα των αγορών, σε συνδυασμό με την ένταση της ανισόμετρης οικονομικής ανάπτυξης, οδήγησε σε πολλούς τοπικούς και σε δύο παγκόσμιους πολέμους, οι οποίοι ανατροφοδότησαν το μεταναστευτικό φαινόμενο.  

        Από το μεταναστευτικό ρεύμα προς τις ΗΠΑ στις αρχές του 20ου αιώνα: Την περίοδο 1890 - 1914, οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής βίωναν μια αλματώδη οικονομική ανάπτυξη με έμφαση τη βιομηχανική παραγωγή (μεταλλουργία, εξόρυξη γαιάνθρακα κα) και χαρακτηριστικό την εμφάνιση γιγάντιων μονοπωλιακών επιχειρήσεων. Το 1902 είχαν ήδη συγκροτηθεί  82 τραστ με κεφάλαια 4,3 δις δολάρια, αξία αστρονομική για την εποχή. Οι ανάγκες των μεγάλων αμερικανικών επιχειρήσεων για εργατικά χέρια ήταν μεγάλες. Το νομικό καθεστώς προσαρμόστηκε στις ανάγκες αυτές κι έτσι ενθαρρύνθηκε η μετανάστευση προς τις Η.Π.Α. όπου εγκαταστάθηκαν την εν λόγω περίοδο εκατομμύρια μετανάστες εργάτες. Οι περισσότεροι προέρχονταν από την Ιταλία, την Αυστροουγγαρία και την τσαρική Ρωσία. Ειδικά η Ελλάδα την περίοδο 1890 – 1920 υπολογίζεται ότι έκανε εξαγωγή περίπου 345.000 μεταναστών προς τις Η.Π.Α.2 Αντίστοιχη ήταν και η τάση και στην Αυστραλία και τον Καναδά όπου μετανάστευσαν περί τους 15.000 Έλληνες. H ζωή που περίµενε τους Έλληνες μετανάστες στην Αμερική σπάνια προσομοίαζε σε όσα περιέγραφαν οι πράκτορες των ατμοπλοϊκών εταιρειών και των «εκµισθωτών εργασίας», οι οποίοι αποκαλούσαν τις Ηνωμένες Πολιτείες ως «Γην της Επαγγελίας εκ του πλούτου και των αφθόνων δολλαρίων»3 . Μια πρώτη ιδέα της νέας τους ζωής οι μετανάστες βίωναν κατά το μακρινό ταξίδι προς τις Η.Π.Α. Το ταξίδι είχε διάρκεια από 12 έως 17 εβδομάδες. Γινόταν συνήθως με μικρά υπερφορτωμένα πλοιάρια μέσα στα οποία κάποιοι πέθαιναν από τις κακουχίες. Στα λιμάνια είχαν στηθεί ειδικά κέντρα ελέγχου. Στο λιµάνι της Νέας Υόρκης, όπου κατευθυνόταν το κυρίως µεταναστευτικό κύµα, ο έλεγχος γινότανε στο περίφημο νησάκι Έλλις Άϊλαντ (Ellis Island), το οποίο αποκαλούνταν «νησί ελπίδων και αγωνίας, νησί ολοκληρώσεως πόθων και µαταιώσεως ονείρων». «Δράµατα ζωής και θανάτου παίχθηκαν µέσα στις αίθουσες όπου εγίνετο η εξέτασις των µεταναστών η πίσω από τα κάγκελα των κρατητηρίων όπου έµεναν όσοι επρόκειτο να απελαθούν στον τόπο της προελεύσεώς τους» γράφει ο συγγραφέας Μπάµπης Μαλαφούρης4. Εκείνη την εποχή πρωτοεμφανίστηκε ο όρος «ανεπιθύμητος» αλλοδαπός. Οι ανεπιθύμητοι επέστρεφαν άπρακτοι στην πατρίδα τους, ενώ κάποιοι μέσα στην απελπισία τους αυτοκτονούσαν. Ποιοι όμως χαρακτηρίζονταν ως ανεπιθύμητοι; Όσοι είχαν µολυσµατικές ασθένειες, όσοι δεν είχαν συγγενείς η φίλους στην Αµερική οι οποίοι θα εγγυώνταν για τη διαμονή και σίτιση των νεοαφιχθέντων μεταναστών, αλλά και όσοι «δεν φαινόντουσαν αρκετά γεροί για να δουλέψουν στις σιδηροδροµικές γραµµές, στα µεταλλεία και τόσες άλλες βαριές δουλειές»5 . Κατ’ ανάγκη στις συνθήκες εκείνες εμφανίστηκε και το φαινόμενο της παράνομης αποβίβασης. Αλλά και μετά την επιτυχή έκβαση της «εξέτασης» οι όροι της ζωής των μεταναστών ήταν κατά κανόνα άθλιοι. Υπήρχαν αμέτρητοι ανειδίκευτοι εργάτες στα μεταλλεία, πολλοί από τους οποίους χωρίς να έχουν καν γνώση της αγγλικής γλώσσας, άλλοι εργάζονταν με σκληρούς όρους υλοτόμοι σε δάση, ενώ κάποιοι άλλοι, αναζητώντας ανεπιτυχώς το αμερικάνικο όνειρο, επέλεγαν να εργαστούν ως πλανόδιοι και πουλούσαν λαχανικά και φρούτα στους δρόμους, τα οποία το βράδυ τα στοίβαζαν στα μικρά τους δωμάτια (το 1901 υπολογίζεται ότι υπήρχαν 1.500 περίπου Έλληνες πλανόδιοι πωλητές στη Νέα Υόρκη). Οι περισσότεροι Έλληνες μετανάστες κατοικούσαν σε ανήλιαγα υπόγεια, ενίοτε ακόμη και σε παλιά βαγόνια ή κτήρια που είχαν προορισμό το σταβλισμό των αλόγων. Χιλιάδες θέριζε η φυματίωση. Πολύ πιο οδυνηρή ήταν η καθημερινότητα όσων είχαν εισέλθει στην Αμερική παράνομα καθόσον αντιμετώπιζαν ασταμάτητα τις διώξεις των «κλητήρων της µεταναστευτικής υπηρεσίας». Στόχος των περισσότερων Ελλήνων μεταναστών της περιόδου ήταν να γυρίσουν στην πατρίδα με κάποια οικονομική άνεση. Λίγοι το πέτυχαν. Κι αν υπήρξαν και κάποιοι που εξελίχθηκαν και σε επιτυχημένους εμπόρους και επιχειρηματίες, όμως οι περισσότεροι που επέστρεψαν στην Ελλάδα δεν επέστρεψαν καθόλου πλουσιότεροι από πριν.

        Οι μετανάστες της εποχής εκείνης κάλυψαν τις ανάγκες της αναπτυσσόμενης αμερικανικής βιομηχανία ως φθηνή εργατική δύναμη. Ο μέσος ετήσιος μισθός των ξένων εργατών το 1911 ήταν 385 δολάρια για τους άνδρες και 219 για τις γυναίκες, σε αντίθεση με τους ντόπιους που κέρδιζαν 533 δολάρια οι άνδρες και 275 οι γυναίκες6  .

       H μεταναστευτική πολιτική των Η.Π.Α. μετά την κρίση υπερπαραγωγής του 1929 – 1933. Μετά την πρώτη εικοσαετία του 20ου αιώνα, με την αύξηση της ανεργίας, ιδιαίτερα στις συνθήκες εκδήλωσης της κρίσης υπερπαραγωγής του 1929 – 1933, οι Η.Π.Α. (αλλά και άλλες χώρες εισδοχής μεταναστών) πήραν, μέσα στο γενικότερο πλαίσιο μέτρων προστατευτισμού της εγχώριας οικονομίας, νομοθετικά μέτρα περιορισμού της μετανάστευσης. Έτσι στις Η.Π.Α. νομοθετήθηκε η ποσόστωση μεταναστών με βάση τον αριθμό των ομοεθνών τους που ήταν ήδη εγκατεστημένοι στη χώρα αυτή, αλλά και ο αποκλεισμός της εισροής μεταναστών από ορισμένες χώρες της Ασίας κα. Συγκεκριμένα από το 1921 ίσχυσε ο νόμος του 3%, βάσει του οποίου στις ΗΠΑ γίνονταν δεκτοί μετανάστες ίσοι με ποσοστό 3% των ομοεθνών τους που ήδη βρίσκονταν στη χώρα, σύμφωνα με την απογραφή του 1910. Το 1924 η ποσόστωση αναθεωρήθηκε (το ποσοστό μειώθηκε σε 2%), ενώ ορίστηκε ως βάση η απογραφή του 1890 7 . Είναι άραγε τυχαίο ότι όταν οι αμερικάνοι βιομήχανοι έπαψαν να χρειάζονται τόσο μεγάλο αριθμό ξένων εργατών, τότε αναβίωσε στην Αμερική ο ρατσισμός; Επανασυστάθηκε η ρατσιστική οργάνωση «Κου Κλουξ Κλαν» (η οποία είχε εξαφανιστεί) με σκοπό, όπως διακήρυττε «να περιφρουρήσει την υπεροχή των λευκών». Ωστόσο, από το γεγονός ότι αφενός απέκλειε τους αλλοδαπούς λευκούς και αφετέρου ότι πολέμησε τα συνδικάτα των εργατών8 περιλαμβάνοντας στη δράση της και δολοφονίες, μπορεί κανείς να βγάλει συμπεράσματα όχι μόνο ειδικά για τις στοχεύσεις της συγκεκριμένης ρατσιστικής οργάνωσης εκείνη την εποχή, αλλά και διαχρονικά για το ρόλο του φασισμού. 

        Το φαινόμενο διαρροής και κλοπής εγκεφάλων. Αξίζει να σημειωθεί, τέλος, και ένα ακόμη φαινόμενο που εμφανίζεται έντονα τη δεκαετία του 1930, αυτό της «διαρροής» ή ακόμα και «κλοπής» εγκεφάλων. Το φαινόμενο τη δεκαετία εκείνη αφορούσε κυρίως σημαντικούς επιστήμονες προερχόμενους ιδίως από τη φασιστική Γερμανία. Τέτοια ήταν η περίπτωση του Άλμπερτ Αϊνστάιν. Τα επόμενα χρόνια αναπτύχθηκε το φαινόμενο της διαρροής επιστημόνων προς πολλές αναπτυγμένες χώρες. Από το 1963 το φαινόμενο αναφέρεται με το όρο «brain drain». Χώρες όπως οι Η.Π.Α. επιδίωκαν να προσελκύουν (αντί να παράγουν οι ίδιες) ένα μέρος του εκπαιδευμένου ανθρώπινου δυναμικού που ήταν απαραίτητο για την Οικονομία τους, ενώ άλλοτε προσέλκυαν (π.χ. μέσω υποτροφιών για σπουδές) κάποιους από τους απόφοιτους της μέσης εκπαίδευσης που είχαν πετύχει τις καλύτερες επιδόσεις και διαφαίνονταν ότι θα διαπρέψουν σε κάποια επιστήμη.  Χωρίς να είναι στο πλαίσιο της παρούσας εισήγησης, μπορεί πάντως να αναφέρει κανείς ότι το φαινόμενο σήμερα έχει γιγαντωθεί παγκοσμίως. Ιατροί από την Αιθιοπία, τη Γκάνα και τη Νότια Αφρική μετακινούνται μαζικά προς τις Η.Π.Α. και τη Μεγάλη Βρετανία, εξειδικευμένοι επιστήμονες μετακινούνται από φτωχότερες χώρες προς τις πετρελαιοπαραγωγές αραβικές χώρες, ενώ είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της διαρροής ιδίως προς τις Η.Π.Α. Ινδών εξειδικευμένων σε θέματα πληροφορικής.

         Το μεταναστευτικό ρεύμα προς τη Δυτική Ευρώπη μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, πέραν των άλλων καταστροφών, μετρά εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες στην Ευρώπη. Μετά τον Πόλεμο αυξάνονται οι περιορισμοί στις μεταναστεύσεις προς Η.Π.Α. αλλά και προς Καναδά και Αυστραλία, ενώ αντιθέτως αναπτύσσεται μεταναστευτικό ρεύμα από τις φτωχές χώρες της Νότιας Ευρώπης, την Τουρκία και χώρες της Βόρειας Αφρικής προς τη Δυτική Γερμανία, τη Μεγάλη Βρετανία, την Ολλανδία, το Βέλγιο κ.α. Αντικειμενικά και το μεταναστευτικό αυτό ρεύμα εξυπηρέτησε τις βιομηχανικές ιδίως επιχειρήσεις των χωρών προορισμού καθόσον τις τροφοδότησε με φθηνή εργατική δύναμη. Η ανάγκη για φθηνό εργατικό δυναμικό ήταν ιδιαίτερα εμφανής στη Δυτική Γερμανία, η οποία κατά τον πόλεμο είχε υποστεί καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων, και αποτυπώνεται χαρακτηριστικά στις διακρατικές συμβάσεις που η χώρα αυτή σύναψε για την εισδοχή μεταναστών εργατών. Χαρακτηριστική επίσης είναι η περίπτωση της εισδοχής εργατών μεταναστών για να εργαστούν στα ανθρακωρυχεία του Βελγίου. Το μεταναστευτικό αυτό ρεύμα από την άλλη απέκρυβε την ανεργία και περιόριζε την εικόνα της ανισομετρίας  στις χώρες προέλευσης των μεταναστών.

        Ειδικά για το μεταναστευτικό κύμα των Ελλήνων προς τη Δυτική Ευρώπη κατά τις δεκαετίες 1950 και 1960: Στις δεκαετίες αυτές ως απόρροια της ανάγκης της βιομηχανίας για φθηνά εργατικά χέρια, της μεγάλης υποαπασχόλησης του αγροτικού πληθυσμού, αλλά και του μετεμφυλιακού πολιτικού κλίματος συγκεντρώθηκε μεγάλος πληθυσμός στα αστικά κέντρα  της χώρας και ιδίως στην Αθήνα. Η κυρίαρχη αντίληψη της εποχής, προκειμένου να αντιμετωπίσει την ανεργία τόσο στις πόλεις όσο και στην ύπαιθρο, έσπρωχνε τους νέους ανθρώπους στην εξωτερική μετανάστευση. Είναι γνωστό το ιδεολόγημα ότι «η μετανάστευση είναι ευλογία», ιδεολόγημα που πάντως αποδοκιμάστηκε από τον πνευματικό κόσμο της εποχής. Με την «εξαγωγή» στις αναπτυγμένες βιομηχανικές χώρες ενός σημαντικού τμήματος εργατικού και αγροτικού πληθυσμού που είχε μείνει χωρίς δουλειά και εισόδημα, το ελληνικό κράτος θα περιόριζε τα ποσοστά της ανεργίας, θα εξασφάλιζε ξένο συνάλλαγμα και θα απαλλάσσονταν από την ευθύνη κάποιων στοιχειωδών κοινωνικών παροχών προς το αναξιοποίητο αυτό εργατικό – αγροτικό δυναμικό και τις οικογένειές του. Με τις «ευλογίες» λοιπόν του κράτους την πενταετία 1957 – 1961 μετανάστευσαν στο εξωτερικό 185.000 Έλληνες, ενώ την πενταετία 1961 – 1966, 494.000 9 . Οι μόνιμα μεταναστεύσαντες κατά τα έτη 1961 – 1965 φέρονται να ανήλθαν σε 242.963 άτομα, ήτοι ποσοστό 2,9% του πληθυσμού10 , ενώ με βάση άλλη μελέτη συνολικά τα έτη 1961 – 1977 μετανάστευσαν μόνιμα 1.044.735 άτομα 11 .    

       Στις 30.3.1960 η Ελλάδα συνυπέγραψε την (ήδη υπογραφείσα από Γερμανία και Ισπανία) Σύμβαση «περί επιλογής και τοποθετήσεως εργατών εις γερμανικάς επιχειρήσεις» (τριμερής). Αντίστοιχες διακρατικές συμφωνίες είχε υπογράψει η Δυτική Γερμανία με την Ιταλία, την Τουρκία, την Πορτογαλία. Το 1957 άλλωστε είχε υπογραφεί αντίστοιχη σύμβαση μεταξύ Ελλάδας και Βελγίου για αποστολή εργατικού δυναμικού στα ορυχεία και τη βιομηχανία του Βελγίου. Οι συμβάσεις αυτές, όπως προειπώθηκε, ικανοποιούσαν την προαναφερθείσα ανάγκη των βιομηχάνων της Δυτικής Ευρώπης να εξασφαλίσουν φτηνό εργατικό δυναμικό για την αναπτυσσόμενη βιομηχανία τους. Στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη άνοιξαν γραφεία οι περίφημες εν «Ελλάδι Γερμανικές Επιτροπές», που ενέκριναν ή απέρριπταν τις αιτήσεις Ελλήνων εργατών για να μεταναστεύσουν στη Δυτική Γερμανία. Οι Επιτροπές εξέταζαν την υγεία των υποψηφίων (μετρήσεις μυϊκής μάζας, ακτινογραφίες θώρακος, οδοντιατρικές εξετάσεις κα) και έλεγχαν τι ειδικές γνώσεις που τυχόν είχαν. Διάφοροι, διερμηνείς, άλλοι επιτήδειοι, μέχρι και βουλευτές, «μεσολαβούσαν» για μια θέση στις λίστες των υποψηφίων που θα επιλέγονταν. 

       Αλήθεια, πόσο επίκαιρες φαντάζουν σήμερα οι συνθήκες εκείνες διαλογής των Ελλήνων μεταναστών για τη Δυτική Γερμανία ή οι αντίστοιχες παλαιότερες της διαλογής των μεταναστών που κατέφθαναν στην Αμερική; Ήδη συζητείται η λειτουργία των  λεγόμενων «hot spots», δηλαδή κέντρων καταγραφής και διαλογής προσφύγων. Όπως διαφαίνεται και από την ουσία των κειμένων των σχετικών αποφάσεων των αρμοδίων οργάνων της ΕΕ αλλά και από τη ορολογία που χρησιμοποιείται όπου γίνεται λόγος για «πρόσφυγες που θα επιλέγονται», στα εν λόγω κέντρα δεν θα γίνεται απλώς μια τυπική καταγραφή. Ο ρόλος τους θα επεκτείνεται στην επιλογή κατά προτεραιότητα του δυνάμενου να απορροφηθεί στην παραγωγή στην Ευρώπη εξειδικευμένου προσωπικού. Επιστήμονες συγκεκριμένων ειδικοτήτων, τεχνικοί, ιατρικό προσωπικό κλπ. θα μπορέσουν ενδεχομένως να γίνουν δεκτοί σε μια ευρωπαϊκή χώρα. Όσοι δεν επιλεγούν θα πρέπει να επιστρέψουν, ενώ χιλιάδες κινδυνεύουν να εγκλωβιστούν στην Ελλάδα.  Τα παραπάνω καθιστούν εμφανή τη διαπάλη των ισχυρών κρατών για τον έλεγχο της κίνησης του ίδιου του εργατικού δυναμικού. Τελικά κάθε φορά αλλάζει μόνο η εθνικότητα και η μορφή της εκμετάλλευσης των προσφύγων. Η ουσία παραμένει.

      Η «πολιτική μετανάστευση» κατά την περίοδο της δικτατορίας: Τέλος, αναφορικά με το μεταπολεμικό μεταναστευτικό κύμα προς τη Γερμανία, αξίζει να μνημονευτεί και το ρεύμα «πολιτικής μετανάστευσης» Ελλήνων κατά την περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα. Έλληνες που κινδύνευαν από τις διώξεις της Χούντας μετακινήθηκαν τόσο προς την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας όσο και προς την Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας. Οι περισσότεροι από τους μετανάστες αυτούς επέστρεψαν στην πατρίδα μετά το 1974.  

       Η Σύμβαση της Γενεύης: Το 1947 ο χωρισμός των Βρετανικών Ινδιών σε δύο ανεξάρτητα κράτη, την Ινδία και το Πακιστάν συνεπάγεται την αλλαγή τόπου διαμονής 20.000.000 ανθρώπων. Μεγάλο προσφυγικό ρεύμα προκαλεί και η δημιουργία του κράτους του Ισραήλ με την εκδίωξη των Αράβων. Πρόσφυγες, όπως προκετέθηκε, ζουν την εποχή εκείνη και μέσα στο ευρωπαϊκό έδαφος. Σε αυτό το κλίμα το 1951 ψηφίζεται η Συνθήκη της Γενεύης για τους πρόσφυγες, ενώ ήδη από τις 14.12.1950 είχε ιδρυθεί από τον Ο.Η.Ε. το Τμήμα της Ύπατης Αρμοστείας για τους Πρόσφυγες. Το 1967, με το πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης, η Συνθήκη επεκτείνεται σε όλο τον πλανήτη και απαλείφεται ο χρονικός περιορισμός που είχε τεθεί με την αρχική Σύμβαση σύμφωνα με τον οποίο η ιδιότητα του πρόσφυγα θα διδόταν σε άτομα που είχαν εγκαταλείψει τη χώρα τους πριν από την 1.1.1951. 

        Ο όρος «πρόσφυγας» είχε χρησιμοποιηθεί ευρέως αμέσως μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και αφορούσε ανθρώπους που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν ή εκδιώχθηκαν από τα εδάφη τους λόγω του πολέμου ή της αλλαγής συνόρων. Με το άρθρο 1 της Συνθήκης της Γενεύης η έννοια του πρόσφυγα ορίστηκε κατά τρόπο συγκεκριμένο: «Πρόσφυγας είναι κάθε πρόσωπο που, λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, κοινωνικής τάξης ή πολιτικών πεποιθήσεων, βρίσκεται εκτός της χώρας της οποίας είναι υπήκοος και δεν μπορεί ή, λόγω φόβου, δεν επιθυμεί να απολαμβάνει της προστασίας της χώρας αυτής». Η διαδικασία παροχής πολιτικού ασύλου καθορίζεται από τα κράτη (ή τις διακρατικές ενώσεις). Ανεξάρτητα από επιμέρους διαφοροποιήσεις αξίζει να προσεχθεί ότι ιστορικά κάθε χώρα προσέδωσε περιεχόμενο στο άσυλο σε αναλογία με το κοινωνικό της σύστημα. Έτσι στη Δύση το άσυλο αναγνωρίζεται σε όσους διώκονται για τη δράση τους υπέρ της «ελευθερίας», όπως η τελευταία βέβαια ορίζεται φιλοσοφικά εκεί (βλ. συναφώς και το σημερινό άρθρο 5 παρ. 2 του ελληνικού Συντάγματος). Από την άλλη μεριά το άρθρο 38 του Σοβιετικού Συντάγματος του 1977 όριζε: «Η ΕΣΣΔ παρέχει δικαίωμα ασύλου στους ξένους που διώκονται για την υπεράσπιση των συμφερόντων των εργαζομένων και την υπόθεση της ειρήνης, για τη συμμετοχή τους στο επαναστατικό και απελευθερωτικό κίνημα, για προοδευτική, κοινωνική, επιστημονική ή άλλη δημιουργική δράση»12 . 

            H μετανάστευση στην Ευρώπη μετά το 1990: Μετά την περίοδο 1989 – 1991 το φαινόμενο της μετανάστευσης παίρνει νέες διαστάσεις. Οι ανατροπές στην Ε.Σ.Σ.Δ. και τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης οδήγησαν σε ένα νέο μεταναστευτικό ρεύμα πολιτών των κρατών αυτών προς τις χώρες της ΕΕ, καθόσον εκατομμύρια άνθρωποι έρχονταν αντιμέτωποι με την ανεργία, έχαναν την πρόσβαση σε παροχές, υγείας, πρόνοιας και παιδείας, έμεναν ακόμη και άστεγοι. Παράλληλα, οι πόλεμοι στο Ιράκ το 1991 και στη Γιουγκοσλαβία την περίοδο 1991 –1999 προκαλούν γιγαντιαία προσφυγικά κύματα. Χώρα υποδοχής των μεταναστών που προέρχονται από τις παραπάνω χώρες και ιδίως από την Αλβανία γίνεται την περίοδο αυτή και η Ελλάδα (η οποία, σημειωτέον, είχε γίνει χώρα υποδοχής ήδη από τη δεκαετία του 1980 όταν κατέφθαναν μετανάστες και πρόσφυγες από χώρες της Μέσης Ανατολής και τις Φιλιππίνες). Σε αυτό συνέβαλε και η θέση της ως ισχυρή οικονομία στα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή.

         Eιδικά για το μεταναστευτικό κύμα της εν λόγω περιόδου προς την Ελλάδα: Ειδικά σε σχέση με το μεταναστευτικό ρεύμα της περιόδου μετά το 1990 στην Ελλάδα αξίζει να καταγραφούν ορισμένα στοιχεία. Παρότι είναι δεδομένο ότι υπάρχουν διαστρωματώσεις ανάμεσα στους ίδιους τους μετανάστες, είναι γενικά διαπιστωμένο ότι σε σχέση με τις συνθήκες εργασίας και διαβίωσης τους αντιμετωπίζουν διακρίσεις. Σε όλες τις έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί, οι αμοιβές των μεταναστών υπολογίζονται κατώτερες των Ελλήνων εργαζομένων σε ποσοστό που φτάνει μέχρι 40%. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι, σύμφωνα με μελέτες που έχουν γίνει από το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ, το 2005 οι υποαπασχολούμενοι ήταν κατά 61,07% μετανάστες, έναντι 45,17% των Ελλήνων. Αναφορικά με τη συμβολή των μεταναστών στο ασφαλιστικό σύστημα, το 2005 υπήρχαν 237.174 μετανάστες ασφαλισμένοι στο Ι.Κ.Α. σε σύνολο 2.219.304 ασφαλισμένων, δηλαδή ποσοστό 10,6%. Το 80% των μεταναστών κατά το έτος 2005 που αφορά η εν λόγω έρευνα είναι σε εργάσιμη ηλικία, έναντι 69% των Ελλήνων, ενώ οι μετανάστες έφτασαν το 2005 να αποτελούν περίπου το 10% του εργατικού δυναμικού. Το 90% ήταν μισθωτοί και αποτελούσαν το 13% των μισθωτών συνολικά στην Ελλάδα. Από τους μετανάστες που έχουν ιδρύσει δική τους επιχείρηση 20.000 περίπου είναι Αλβανοί πολίτες (ποσοστό  5 – 7 % του συνόλου των Αλβανών μεταναστών), δραστηριοποιούνται δε  κατά κανόνα στο λιανικό εμπόριο  (39,3%) το χονδρικό εμπόριο (31,4%) και τις κατασκευές  (19,8) 13 . Σημαντική ανισότητα, τέλος, καταγράφεται και ως προς τη φροντίδα της υγείας και την πρόνοια.     

       Η μετανάστευση σήμερα. Οι ανταγωνισμοί παράγουν περιφερειακούς πολέμους τροφοδοτώντας τη μετανάστευση: Σήμερα, οι σχέσεις εξάρτησης και αλληλεξάρτησης των κρατών σε συνθήκες απελευθέρωσης αγορών, κίνησης κεφαλαίων και εργαζομένων, στη βάση της ανισόμετρης οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής ανάπτυξης έχουν καταστεί ιδιαίτερα σύνθετες. Οξύνονται οι ανταγωνισμοί των παραδοσιακά ισχυρών ανταγωνιστών (ιδίως χώρες της ΕΕ, Η.Π.Α.) για τη διευρυμένη διεθνή αγορά, για το μοίρασμα νέων πλουτοπαραγωγικών πηγών στην Αφρική και την Ασία και για τον έλεγχο των δρόμων μεταφοράς εμπορευμάτων και ενέργειας. Παράλληλα εμφανίζονται νέοι ανταγωνιστές, όπως ιδίως η Κίνα, η Ινδία και η Ρωσία. Σε αυτό το πολύπλοκο πλαίσιο ανταγωνισμών έχουν λάβει χώρα αλλεπάλληλες επεμβάσεις των ισχυρών δυνάμεων σε χώρες της Αφρικής και της Ασίας, ενώ ταυτόχρονα υποκινούνται νέοι εμφύλιοι πόλεμοι. Ως αποτέλεσμα της αναπαραγωγής πολέμου και εμφυλίων σε πολλές περιοχές των ηπείρων αυτών, εκατομμύρια ανθρώπων εγκαταλείπουν τις εστίες τους για να σωθούν από τους βομβαρδισμούς, από τη δράση διαφόρων ένοπλων ομάδων, από στρατούς κατοχής ή ντόπιους δικτάτορες.  

       Το 2015 περισσότεροι από 643.000 μετανάστες και πρόσφυγες κατέφθασαν στην Ευρώπη μέσω της Μεσογείου ανακοίνωσε πρόσφατα (20.10.2015) η Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες. Από αυτούς 502.500 περίπου έφθασαν στην Ελλάδα. Με νεώτερη ανακοίνωσή της η Ύπατη Αρμοστεία επισημαίνει ότι περισσότεροι από τους μισούς από τους μετανάστες που κατέφθασαν στην Ευρώπη φέτος από τη Μεσόγειο είναι Σύριοι (στην Ελλάδα, οι Σύριοι αντιπροσωπεύουν το 64% των αφίξεων). Τον Οκτώβριο του 2015, περισσότεροι από 160.000 άνθρωποι έφθασαν στην Ελλάδα από την Τουρκία, από τους οποίους 99.000 έφθασαν στη Λέσβο, 22.000 στη Χίο, 21.500 στη Σάμο και περίπου 7.500 στη Λέρο, σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης. Η εισροή στο μεταξύ συνεχίζεται με αμείωτη ένταση.

        Αξίζει στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι στις περιπτώσεις των χωρών που βρίσκονται στις πρώτες θέσεις στην προέλευση προσφύγων (όπως το Ιράκ, το Σουδάν, η Σομαλία, το Αφγανιστάν, το Πακιστάν), το 80% περίπου των προσφύγων φιλοξενείται σε γειτονικές, συνήθως αντίστοιχα καθυστερημένες καπιταλιστικές κοινωνίες και ζει σε καταυλισμούς κάτω από ιδιαίτερα άσχημα συνθήκες. Το στατιστικό αυτό στοιχείο αποδεικνύει ότι δεν ισχύει το επιχείρημα που τίθεται από χώρες της ΕΕ ότι η ΕΕ σηκώνει το βάρος της προσφυγιάς και συνακόλουθα ότι η ΕΕ δεν αντέχει άλλους πρόσφυγες.

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΟΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ – ΕΙΔΙΚΑ ΓΙΑ ΤΗ 18ΜΗΝΗ ΚΡΑΤΗΣΗ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΝΔΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΤΑ  ΑΥΤΗΣ 

          Οι μεταναστευτικοί νόμοι της τελευταίας εικοσιπενταετίας στην Ελλάδα. Από το ν. 1975/1991 στον ν. 4251/2014: Οι μεταναστευτικοί νόμοι που ίσχυσαν διαδοχικά στην Ελλάδα μετά το 1990 (ν. 1975/1991, ν. 2910/2001, ν. 3386/2005, ν. 3536/2007) σκιαγραφούν το διαχρονικό αυστηρό πλαίσιο νομιμοποίησης αλλοδαπών. Δεν παραγνωρίζεται το γεγονός ότι υπάρχουν διαφοροποιήσεις μεταξύ των ανωτέρω νομοθετημάτων. Ιδίως αναφορικά με το ότι οι διατάξεις του πρώτου από αυτά ήταν εμφανώς αστυνομικού χαρακτήρα (βλ. πχ. το ότι η αρμοδιότητα χορήγησης της άδειας παραμονής ανήκε σε αστυνομικές αρχές, καθώς και ότι ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης είχε ευρύτατες αρμοδιότητες ανάκλησής της – βλ. π.χ. άρθρα 12 και επομ.). Ωστόσο οι «καινοτομίες» που επέφεραν οι μεταγενέστεροι νόμοι, οι σημαντικότερες από τις οποίες ήταν ιδίως η πρόβλεψη δικαιωμάτων ανηλίκων στις βαθμίδες της εκπαίδευσης (άρθρο 40 του ν. 2910/2001), η μεταφορά της αρμοδιότητας της έκδοσης των αδειών παραμονής από τις αστυνομικές αρχές στην Περιφέρεια (άρθρο 8 παρ. 7 του ν. 2910/2001), η πρόβλεψη με το ν. 2910/2001 λεπτομερειακών διατάξεων για επιμέρους «τύπους» αδειών (π.χ. άρθρα 28 και επομ. για την οικογενειακή συνένωση, άρθρο 37 παρ. 4 για την περίπτωση της αδυναμίας απομάκρυνσης αλλοδαπού από την ελληνική επικράτεια για λόγους ανθρωπιστικής φύσης), η πρόβλεψη ακολούθως με το ν. 3386/2005 νέων «τύπων» αδειών, όπως πχ. η άδεια σε θύματα εμπορίας ανθρώπων (άρθρα 46 και επομ.), η εξειδίκευση με τον ίδιο νόμο των λόγων ανθρωπιστικής φύσης που δικαιολογούν τη χορήγηση άδειας (άρθρο 44), η θεσμοθέτηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος (άρθρα 67 και επόμενα του ν. 3386/2005) κλπ., δεν ήταν ικανές να επιλύσουν τα πλέον καίρια ζητήματα των μεταναστών και των οικογενειών τους, παρά αντιστοιχούσαν σε ορισμένες εκσυγχρονιστικές ανάγκες που αντικειμενικά αναφύονταν από την παρουσία μεγάλου αριθμού μεταναστών στη χώρα. Για παράδειγμα, η αλματώδης αύξηση του αριθμού των παιδιών μεταναστών που ζούσαν στην Ελλάδα έθετε επιτακτικά εκ των πραγμάτων το ζήτημα της ένταξής τους στο εκπαιδευτικό σύστημα προκειμένου, πέραν των άλλων, να αποκτήσουν και τις απαραίτητες γνώσεις ώστε να είναι αξιοποιήσιμοι ως εργατικό - τεχνικό κλπ. προσωπικό. Ιδίως όμως οι παραπάνω «καινοτομίες» δεν αντιμετώπιζαν συνολικά το ζήτημα της νομιμοποίησης ενός μεγάλου αριθμού μεταναστών, οι οποίοι ζούσαν και εργάζονταν πολλά χρόνια στην Ελλάδα, χωρίς να έχουν εμπλακεί σε παράνομες δραστηριότητες, πλην όμως δεν είχαν πετύχει να αποκτήσουν τίτλο παραμονής. Αποσπασματικές και προβληματικές ρυθμίσεις (π.χ. το άρθρο 91 παρ. 11 του ν. 3386/2005) δεν ήταν ικανές να επιλύσουν το ζήτημα αυτό. Γενικά οι διαδικασίες χορήγησης και ανανέωσης των αδειών παραμονής ή της απόκτησης του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος υπήρξαν χρονοβόρες, πολύπλοκες και δαπανηρές και η πράξη απέδειξε ότι αρκετοί μετανάστες ωθήθηκαν σε συναλλαγές με διάφορα κυκλώματα προκειμένου να εξασφαλίσουν κάποιο τίτλο παραμονής πέφτοντας συχνά και οι ίδιοι θύματα των κυκλωμάτων. Οι παραπάνω νόμοι αντανακλούσαν τη στρατηγική της επιλεκτικής αποδοχής των μεταναστών από μέρους της Πολιτείας. Έτσι περιείχαν ρυθμίσεις οι οποίες, ανάλογα με την οικονομική συγκυρία, την πορεία της ανεργίας ή τις ανάγκες επιμέρους τομέων της Οικονομίας, μπορούσαν να λειτουργούν κατά τρόπο ώστε να επιτυγχάνεται προσέλκυση μεταναστών ως φθηνή εργατική δύναμη για συγκεκριμένους κλάδους (π.χ. Ολυμπιακά Έργα, εποχιακοί εργάτες κα), γενικά όμως υπήρχε η βάση της αποτροπής εισόδου στη χώρα όσων μεταναστών δεν εξυπηρετούσαν τις ανάγκες της Οικονομίας. Η αυστηρότητα αντανακλάται στις ρυθμίσεις εκείνες που επέτρεπαν την απέλαση για οποιαδήποτε (έστω και ήσσονος σημασίας) παράβαση του εκάστοτε ισχύοντος μεταναστευτικού νόμου (π.χ. άρθρο 44 παρ. 1 β΄ του ν. 2910/2001 και άρθρο 76 παρ. 1 β΄ του ν. 3386/2005). Όσοι μετανάστες τελικά δεν κατάφερναν να νομιμοποιηθούν αντιμετωπίζονταν ακόμη πιο αυστηρά. Προβλέφθηκαν κυρώσεις σε βάρος των ίδιων (άρθρο 50 παρ. 1 ν. 2910/2001 και ακολούθως άρθρο 83 του ν. 3386/2005), αλλά και των εργοδοτών που τους απασχολούσαν (π.χ. άρθρο 53 παρ. 3 και 4 του ν. 2910/2001 και ακολούθως άρθρο 86 παρ. 3 και 4 του ν. 3386/2005) με αποτέλεσμα την ενθάρρυνση της αδήλωτης εργασίας. Οι μετανάστες αυτοί ήταν «παράνομοι» κι όταν προσπαθούσαν να καλύψουν τις στοιχειώδεις βιοτικές τους ανάγκες, αφού για παράδειγμα απαγορεύονταν, επ’ απειλή κυρώσεων, σε δημοσίους υπαλλήλους ή υπαλλήλους ΔΕΚΟ να τους παρέχουν κοινωνικές υπηρεσίες (άρθρο 51 του ν. 2910/2001 και ακολούθως άρθρο 84 παρ. 1 του ν. 3386/2005) ή σε ιδιώτες να εκμισθώνουν ακίνητα σε αυτούς (άρθρο 54 παρ. 1 του ν. 2910/2001 και ακολούθως άρθρο 87 παρ. 1 του ν. 3386/2005). Ένα τέτοιο πλαίσιο όμως αποτελεί αντικειμενικά βάση αναπαραγωγής ορισμένης μορφής εγκληματικότητας (π.χ. πλαστογραφία κλπ.), εγκυμονεί κινδύνους (π.χ. κλοπή ρεύματος) και πάντως αντικειμενικά ενθαρρύνει τη δραστηριοποίηση παράνομων κυκλωμάτων εκμεταλλευτών των μεταναστών. Δεν είναι εύκολο να δικαιολογηθεί  κοινωνικο-νομικά η σύνδεση της παροχής ορισμένων βασικών κοινωνικών υπηρεσιών, όπως είναι η ηλεκτροδότηση, με τη νομιμότητα της παραμονής. Αξίζει και μια επισήμανση: Με το άρθρο 31 παρ. 2 του ν. 1975/1991 απαγορευόταν σε υπηρεσίες του δημόσιου τομέα, καθώς και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου να δέχονται για εξέταση αίτημα αλλοδαπού που βρισκόταν στο ελληνικό έδαφος, αν ο τελευταίος δεν είχε άδεια παραμονής. Ωστόσο από την παραπάνω απαγόρευση, εξαιρέθηκαν τα πιστωτικά ιδρύματα!  

        Τους πιο πάνω νόμους διαδέχθηκε ο νέος Κώδικας Μετανάστευσης και Κοινωνικής Ένταξης (ν. 4251/2014). Ο Κώδικας αυτός προφανώς δεν αντιμετωπίζει τα οξυμένα προβλήματα των μεταναστών σήμερα. Ενσωματώνει τη βασική αντίληψη των προηγούμενων νόμων, μάλιστα  προσαρμόζει ακόμη περισσότερο τις διαδικασίες εισόδου εποχιακών μεταναστών εργατών στις ανάγκες των εργοδοτών (βλ. π.χ. άρθρο 13), ενώ δεν αποσυνδέει την ανανέωση της άδειας από την κτήση ορισμένων ενσήμων (άρθρο 15 παρ. 2 γ΄ και 136 παρ. 6 σύμφωνα με το οποίο «Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας καθορίζεται ο ελάχιστος αριθμός ημερομισθίων ή το ελάχιστο χρονικό διάστημα ασφάλισης, ανά ασφαλιστικό φορέα, όπου αυτό απαιτείται για την ανανέωση των αδειών διαμονής του παρόντος, τα απαιτούμενα, κατά περίπτωση, αποδεικτικά, καθώς και κάθε σχετικό θέμα»). Το σημαντικότερο όμως είναι ότι δεν αντιμετωπίζει το καίριο πρόβλημα των χιλιάδων μεταναστών που ζουν και εργάζονται χρόνια στην Ελλάδα, αλλά δεν έχουν καταφέρει να νομιμοποιηθούν. Πολύ περισσότερο ο Κώδικας αυτός δεν μπορεί να δώσει λύσεις για τους προερχόμενους από εμπόλεμες ζώνες μετανάστες και πρόσφυγες πολλοί από τους οποίους κινδυνεύουν να εγκλωβιστούν στην Ελλάδα. Εξάλλου, το γενικό πλαίσιο παραμένει αυστηρό. Διατηρούνται οι κυρώσεις σε βάρος όσων απασχολούν μετανάστες χωρίς άδεια διαμονής (άρθρο 28 παρ. 3 και 4), εξακολουθεί να απαγορεύεται η εκμίσθωση ακινήτων σε υπήκοο τρίτης χώρας που δεν κατέχει άδεια διαμονής ή ταξιδιωτικό έγγραφο (άρθρο 29 παρ. 1), εξακολουθεί επίσης απαγορεύεται σε δημόσιες υπηρεσίες, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, οργανισμούς και επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας και οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε πολίτες τρίτης χώρας, οι οποίοι δεν αποδεικνύουν ότι έχουν εισέλθει και διαμένουν νόμιμα στην Ελλάδα (άρθρο 26 παρ. 1).  

       Η κράτηση του υπηκόου τρίτης χώρας ενόψει επικείμενης επιστροφής του: Η  Οδηγία 2008/115/ΕΚ "σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη - μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών" προβλέπει την επιστροφή των παράνομων μεταναστών στη χώρα τους ή στη χώρα από την οποία προήλθαν. Η ενσωμάτωση της παραπάνω Οδηγίας στο ελληνικό δίκαιο έγινε με το ν. 3907/2011 «Ίδρυση Υπηρεσίας Ασύλου και Υπηρεσίας Πρώτης Υποδοχής, προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ. . .» (ΦΕΚ 7 Α΄).  Με την παρ. 1 του άρθρου 21 του ν. 3907/2011 (που ενσωμάτωσε το άρθρο 6 της ως άνω Οδηγίας) ορίζεται ότι σε περίπτωση απόρριψης αιτήματος χορήγησης ή ανανέωσης τίτλου διαμονής, καθώς και σε περίπτωση ανάκλησης ισχύοντος τίτλου διαμονής, η αρμόδια αρχή εκδίδει απόφαση επιστροφής του υπηκόου τρίτης χώρας, ως αναπόσπαστο τμήμα της σχετικής απόφασης (εδ. α΄και β΄). Στις λοιπές περιπτώσεις υπηκόων τρίτων χωρών που διαμένουν παράνομα στο ελληνικό έδαφος η απόφαση επιστροφής εκδίδεται από τα αρμόδια, κατά το άρθρο 76 παρ. 2 του ν. 3386/2005, όργανα (εδ γ΄), δηλαδή αστυνομικές αρχές. Η παραπάνω Οδηγία επιτρέπει την κράτηση του μετανάστη που έχει υπαχθεί σε διαδικασία επιστροφής, η οποία  δύναται, κατόπιν παρατάσεων, να διαρκέσει έως και δεκαοκτώ (18) μήνες. Πριν την ενσωμάτωση της παραπάνω Οδηγίας η κράτηση αλλοδαπού, ενόψει επικείμενης διοικητικής απέλασης, είχε ως απώτατο όριο τους τρεις (3) μήνες (βλ. το άρθρο 44 παρ. 3 του ν. 2910/2001 και ακολούθως το άρθρο 76 παρ. 4 του ν. 3386/2005 ως ίσχυε αρχικά). Με το άρθρο 30 του ν. 3907/2011 (που ενσωμάτωσε το άρθρο 15 της Οδηγία 2008/115/ΕΚ) ρυθμίστηκαν οι ειδικότερες προϋποθέσεις της κράτησης υπηκόων τρίτης χώρας για την προετοιμασία της επιστροφής τους και τη διεκπεραίωση της διαδικασίας απομάκρυνσης. Η παρ. 1 του άρθρου 30 ορίζει ότι η κράτηση επιβάλλεται «μόνο εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν δύνανται να εφαρμοσθούν αποτελεσματικά άλλα επαρκή και λιγότερο επαχθή μέτρα». Τα κριτήρια για την κράτηση κατά την εν λόγω διάταξη είναι: α) ο κίνδυνος διαφυγής β) η περίπτωση όπου ο υπήκοος τρίτης χώρας αποφεύγει ή παρεμποδίζει την προετοιμασία της επιστροφής ή τη διαδικασία απομάκρυνσης και γ) η συνδρομή λόγων εθνικής ασφάλειας. Η ανωτέρω διάταξη ορίζει ότι η κράτηση επιβάλλεται και διατηρείται για το απολύτως αναγκαίο χρονικό διάστημα διεκπεραίωσης της διαδικασίας απομάκρυνσης, η οποία μάλιστα «εξελίσσεται και εκτελείται με τη δέουσα επιμέλεια» και ότι πάντως  «για την επιβολή ή τη συνέχιση του μέτρου της κράτησης λαμβάνεται υπόψη η διαθεσιμότητα κατάλληλων χώρων κράτησης και η δυνατότητα εξασφάλισης αξιοπρεπών συνθηκών διαβίωσης για τους κρατουμένους», οι ρυθμίσεις αυτές συχνά καταστρατηγούνται. Η κράτηση σε πολλές περιπτώσεις διαρκεί  για χρονικό διάστημα που δύσκολα θα θεωρούνταν εύλογο, ενόψει των συγκεκριμένων συνθηκών, ενώ οι περιπτώσεις λήψης υπόψη της διαθεσιμότητας κατάλληλων χώρων κράτησης και της δυνατότητας εξασφάλισης αξιοπρεπών συνθηκών διαβίωσης για τους κρατουμένους είναι εξαιρετικά σπάνιες. Οι συνθήκες στα κέντρα κράτησης είναι γενικά ανυπόφορες. Και αυτό βέβαια δεν ισχύει μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για άλλες χώρες της νότιας Ευρώπης, όπως η Ιταλία, αλλά και σε μια σειρά αφρικανικές χώρες, επίσης στην Τουρκία, την Ουκρανία κα. Η κατάσταση έχει προκαλέσει επανειλημμένα διαμαρτυρίες κρατούμενων και άλλων φορέων, απεργίες πείνας, ενώ έχουν υπάρξει και θανάτων, ακόμη και αυτοκτονιών, μεταναστών συνδεόμενων προφανώς με τις συνθήκες της κράτησης. 

          Κράτηση αιτούντων άσυλο: Εξάλλου, με το π.δ. 114/2010 (ΦΕΚ 95 Α΄) καθιερώθηκε ενιαία διαδικασία αναγνώρισης σε αλλοδαπούς και ανιθαγενείς του καθεστώτος του πρόσφυγα ή δικαιούχου επικουρικής προστασίας σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου "σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα" (L 326/13.12.2005). Οι διατάξεις του παραπάνω π.δ. τροποποιήθηκαν από το π.δ. 113/2013 ‘‘Καθιέρωση ενιαίας διαδικασίας αναγνώρισης σε αλλοδαπούς και ανιθαγενείς του καθεστώτος του πρόσφυγα ή δικαιούχου επικουρικής προστασίας σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου. . .’’ (ΦΕΚ 146 Α΄). Αν και κατά την προαναφερόμενη Οδηγία (άρθρο 18) ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο ανιθαγενής, που αιτείται διεθνούς προστασίας, δεν κρατείται για μόνο το λόγο ότι εισήλθε και παραμένει παράνομα στη χώρα και παρότι η κράτηση προβλέπεται κατά το νόμο (άρθρο 13 παρ. 2 εδ α΄ του π.δ. 114/2010 όπως το εδάφιο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 35 παρ. 11 α του π.δ. 113/2013) «κατ’ εξαίρεση» και «εφόσον κριθεί ότι δεν μπορούν να εφαρμοσθούν εναλλακτικά μέτρα όπως αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 22 παρ. 3 του ν. 3907/2011» (ήτοι τακτική εμφάνιση ενώπιον αρχών, κατάθεση κατάλληλης οικονομικής εγγύησης, κατάθεση εγγράφων, υποχρέωση παραμονής σε ορισμένο μέρος), η κράτηση έχει καταστεί γενικευμένη πρακτική, όπως έχει επισημάνει και η Ύπατη Αρμοστεία14 . Οι λόγοι της κράτησης των αιτούντων άσυλο, η οποία και εδώ μπορεί να φτάσει συνολικά τους 18 μήνες, τέθηκαν σε συνάρτηση με τον κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια (ή τη δημόσια τάξη), αλλά και με τη δυσχέρεια διαπίστωσης των πραγματικών στοιχείων της ταυτότητας ή της καταγωγής του αιτούντος άσυλο ή την προοπτική ταχείας και αποτελεσματικής εξέταση του σχετικού αιτήματος (βλ. και άρθρο 12 του π.δ. 113/2013). 

          Οι αντιρρήσεις κατά της κράτησης: Ήδη υπό το καθεστώς του ν. 2910/2001 προβλεπόταν έννομη προστασία του υπηκόου της τρίτης χώρας κατά της απόφασης κράτησής του (δυνατότητα υποβολής αντιρρήσεων ενώπιον του προέδρου του διοικητικού πρωτοδικείου της περιφέρειας του τόπου κράτησης ή του οριζόμενου από αυτόν πρωτοδίκη). Το ένδικο βοήθημα των αντιρρήσεων ρυθμίζεται σήμερα από το άρθρο 30 παρ. 2 του ν. 3907/2011 συνδυαστικά με αυτές των παρ. 3 - 6 του άρθρου 76 του ν. 3386/2005. 

           Δικονομικοί κανόνες: Οι διατάξεις για τις αντιρρήσεις κατά της κράτησης, όπως ισχύουν, παραπέμπουν σε εφαρμογή των ρυθμίσεων της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 27 και της παραγράφου 1 του άρθρου 204 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Πρόκειται, επομένως, για μορφή ασφαλιστικών μέτρων. Ο πρόεδρος του διοικητικού πρωτοδικείου της περιφέρειας του τόπου κράτησης (ή ο οριζόμενος πρωτοδίκης) αποφαίνεται για τη νομιμότητα της κράτησης ή της παράτασης της σε εκτός ακροατηρίου διαδικασία και εκδίδει παραχρήμα την απόφασή του την οποία διατυπώνει συνοπτικώς στο τηρούμενο για το λόγο αυτό πρακτικό. Μάλιστα η εκδίκαση των αντιρρήσεων μπορεί να γίνει και σε ημέρα αργίας (άρθρο 76 παρ. 4 εδ. στ΄ του ν. 3386/2005). Η διαδικασία είναι ίδια και για την περίπτωση αντιρρήσεων όσων κρατούνται ενώ αιτούνται ασύλου. 

         Οι αντιρρήσεις μπορούν να ασκηθούν οποτεδήποτε μετά την έναρξη της κράτησης (απρόθεσμες). Επειδή στρέφονται κατά της κράτησης, κατά τη γνώμη μου, νοείται να ασκηθούν ακόμη κι αν δεν έχει εκδοθεί ρητή απόφαση κράτησης, αλλά ο αλλοδαπός κρατείται εν τοις πράγμασι ενόψει επικείμενης επιστροφής ή απέλασης (και όχι ασφαλώς όταν αυτός κρατείται με επίκληση παράβαση του ποινικού δικαίου). Λαμβανομένου υπόψη ότι ο «αντιλέγων» είναι κρατούμενος, και άρα βρίσκεται σε δυσχερή δικονομική θέση, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το Δικαστήριο μπορεί να αξιολογεί και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως ιδίως υπεύθυνες δηλώσεις και ανωμοτί καταθέσεις, κυρίως των εργοδοτών ή των προσώπων που συνοικούν με τον αντιλέγοντα (βλ. ενδεικτικά ως προς τούτο την απόφαση – πρακτικό 94/2009 της αρμόδιας Πρωτοδίκη του Διοικητικού Πρωτοδικείου Ηρακλείου, όπου αξιολογήθηκε υπεύθυνη δήλωση πολίτη που διαβεβαίωνε ότι ο αντιλέγων φιλοξενείται από τον ίδιο στην κατοικία του και ότι είναι φιλήσυχος και νομοταγής). Επίσης δεν αποκλείεται (αντιθέτως επιβάλλεται) η επικοινωνία του δικαστή που δικάζει τις αντιρρήσεις με την αστυνομική αρχή της κράτησης του αντιλέγοντος προκειμένου να ζητηθούν διευκρινίσεις ή να επιβεβαιωθούν ορισμένες πραγματικές καταστάσεις (π.χ. έχει υπάρξει περίπτωση όπου αναφερόταν στο οικείο διαβιβαστικό έγγραφο του διοικητικού φακέλου ότι ο αντιλέγων κρατείται σε κρατητήριο περιοχής εκτός της Περιφέρειας του Δικαστηρίου, πλην όμως αυτό ήταν ανακριβές και ο αντιλέγων κρατούνταν σε κρατητήριο της Περιφέρειας του Δικαστηρίου, γεγονός που διαφοροποιούσε την αρμοδιότητα του αρμόδιου δικαστηρίου), ενώ καθόλου δεν απαγορεύεται ακόμη και η μετάβαση του δικαστή που δικάζει τις αντιρρήσεις επί τόπου για να διαπιστώσει τις συνθήκες κράτησης στο βαθμό που αυτές συναρτώνται με την έκβαση των αντιρρήσεων. Η απόφαση επί των αντιρρήσεων μπορεί, τέλος, να ανακληθεί, ύστερα από αίτηση των διαδίκων, αν η αίτηση ανάκλησης στηρίζεται σε νέα στοιχεία, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 205 παρ. 5 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (άρθρο 76 παρ. 5 του ν. 3386/2005).

          «Ύποπτος φυγής» και «επικίνδυνος» για την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη: Η νομολογία θεωρεί ως «ύποπτο φυγής» για την παρούσα διαδικασία τον υπήκοο τρίτης χώρας που δεν πιθανολογείται ότι θα ανευρεθεί ώστε να καταστεί υλοποιήσιμη η απόφαση επιστροφής. Το πλέον καθοριστικό στοιχείο που κρίνει την έκβαση των αντιρρήσεων σε περίπτωση ο υπήκοος τρίτης χώρας κρατείται ενόψει επιστροφής του για το λόγο ότι κρίθηκε ύποπτος φυγής είναι η πιθανολόγηση εκ μέρους του τελευταίου ότι αυτός διαθέτει γνωστή διαμονή. Κάθε άλλο στοιχείο που στοιχειοθετεί ικανό κύκλο βιοτικών σχέσεων στη χώρα ενισχύει τη θέση του κρατούμενου υπηκόου τρίτης χώρας. Τα Δικαστήρια ιδίως συνεκτιμούν αν διαφαίνεται η δυνατότητα του υπηκόου τρίτης χώρας να εργαστεί σε περίπτωση που αφεθεί ελεύθερος, αν αυτός έχει εκπληρώσει κατά το χρόνο παραμονής του στη χώρα τις φορολογικές και ασφαλιστικές του υποχρεώσεις ή αν έχει οικογένεια (και ιδίως τέκνα που φοιτούν σε σχολεία). Με την 450/2010 απόφαση – πρακτικό του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης αποτυπώθηκε χαρακτηριστικά ο καθοριστικός ρόλος των ιδιαίτερων οικογενειακών συνθηκών στην κρίση περί του «ύποπτου φυγής». Επρόκειτο για περίπτωση υπηκόου τρίτης χώρας η οποία εισήλθε παράνομα στη χώρα για λόγους συμπαράστασης προς το σύζυγό της, ο οποίος είχε μακρά νόμιμη διαμονή και απασχόληση στην Ελλάδα, και ο οποίος εμφάνισε αιφνίδια πρόβλημα υγείας. Το Δικαστήριο, ενόψει των συγκεκριμένων αντικειμενικών (αιφνίδια ασθένεια του συζύγου) και υποκειμενικών (μη ταπεινά κίνητρα) συνθηκών, έκρινε ότι μόνη η παράνομη είσοδος στη χώρα εκ μέρους της αντιλέγουσας δεν αρκούσε για να θεωρηθεί αυτή ύποπτη φυγής. Θετικά, εξάλλου, προσμετράται η τυχόν απόπειρα του υπηκόου τρίτης χώρας να αποκτήσει τίτλο παραμονής. Τέλος η ανυπαρξία ενδείξεων επικινδυνότητας για τη δημόσια τάξη και την εθνική ασφάλεια επιδρά θετικά και στην κρίση καθαυτή για το αν ο υπήκοος τρίτης χώρας είναι «ύποπτος φυγής». 

         «Επικίνδυνος», άλλωστε, τουλάχιστον για την παρούσα διαδικασία, δεν μπορεί να θεωρηθεί ο υπήκοος τρίτης χώρας μόνο εκ του ότι βρίσκεται παράνομα στη χώρα, καθόσον σε τέτοια περίπτωση αναιρείται η δυνατότητα να τύχει δικαστικής προστασίας ο κρατούμενος δεδομένου ότι η επιστροφή συνδέεται εκ των πραγμάτων με τη μη νόμιμη παραμονή στη χώρα (είτε εξαρχής, είτε ενόψει της απόρριψης αίτησης ανανέωσης άδειας διαμονής). Ενόψει, εξάλλου, της φύσης του μέτρου της κράτησης, που άπτεται της προσωπικής ελευθερίας, η «επικινδυνότητα» δεν μπορεί να συναρτάται με ήσσονος σημασίας παραβατικές (έστω και ποινικώς κολάσιμες) συμπεριφορές. Και πάντως θα πρέπει να σταθμίζονται υπέρ του αντιλέγοντος τα μη ταπεινά κίνητρα της παραβατικής συμπεριφοράς, η πάροδος μακρού χρόνου από την τέλεση της παράβασης χωρίς στο μεταξύ ο αντιλέγων να έχει υποπέσει σε νέα παραβατική συμπεριφορά ή ο πρότερος έντιμος βίος, όπως αντιστρόφως επιβαρύνουν τη θέση του τελευταίου ο τυχόν επαναλαμβανόμενος χαρακτήρας ενός μικρής απαξίας έστω εγκλήματος, η τέλεση άδικης πράξης με ιδιαίτερα τεχνάσματα ή με χρήση όπλων κα. Σε κάθε περίπτωση η αιτιολογία αναφορικά με την επικινδυνότητα του υπηκόου τρίτης χώρας πρέπει να μην πάσχει αοριστία. Ως προς το τελευταίο τούτο ζήτημα θα αναφερθεί η ακόλουθη περίπτωση από τη δικαστηριακή πρακτική: Υπήκοος τρίτης χώρας υπήχθη σε διαδικασία επιστροφής στη χώρα του, κατ’ επίκληση των διατάξεων του άρθρου 21 του ν. 3907/2011, με την αιτιολογία ότι στο πρόσωπό του συνέτρεχαν λόγου δημοσίου συμφέροντος και συγκεκριμένα λόγοι δημόσιας τάξης και ασφάλειας γιατί αυτός είχε συλληφθεί «στα πλαίσια ειδικής δράσης σε χώρους που γίνεται διακίνηση ναρκωτικών ουσιών». Με την ίδια απόφαση αποφασίστηκε και η κράτησή του με την αιτιολογία ότι συντρέχουν εν προκειμένω λόγοι δημόσιας τάξης και εθνικής ασφάλειας. Ο υπήκοος τρίτης χώρας άσκησε αντιρρήσεις. Το Δικαστήριο έκρινε ότι τα παραπάνω περιστατικά, ως εκ της αοριστίας τους, δεν ήταν ικανά να στοιχειοθετήσουν λόγους δημόσιας τάξης και εθνικής ασφάλειας στο πρόσωπο του αντιλέγοντος οι οποίοι να δικαιολογούν την κράτησή του κατά την προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 30 του ν. 3907/2011, αφού στην απόφαση κράτησης δεν γινόταν μνεία σε συγκεκριμένες ενέργειες του αντιλέγοντος οι οποίες να συνιστούν παραβατική συμπεριφορά σχετικά με έγκλημα σχετιζόμενο με ναρκωτικά, ούτε άλλωστε από κάποιο στοιχείο της δικογραφίας προέκυπταν τέτοιες ενέργειες. Μόνη δε η παρουσία υπηκόου τρίτης χώρας σε χώρο όπου γινόταν διακίνηση ναρκωτικών, ο οποίος μάλιστα δεν εξειδικευόταν, δεν μπορούσε να αποτελέσει έρεισμα συνδρομής στο πρόσωπό του λόγων δημόσιας τάξης και εθνικής ασφάλειας (απόφαση – πρακτικό 528/2014 του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθήνας). Τέλος, κατά τη γνώμη μου, ενόψει του ότι το Δικαστήριο των αντιρρήσεων ελέγχει τη νομιμότητα της κράτησης, σε περίπτωση κατά την οποία η αιτιολογία της πράξης περιορίζεται στο ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας είναι ύποπτος φυγής το Δικαστήριο δεν έχει την ευχέρεια να τον κρίνει (το πρώτον) επικίνδυνο για την εθνική ασφάλεια, παρά μόνο ελέγχει αν είναι ορθή η κρίση της Διοίκησης σε σχέση με το ζήτημα αν αυτός είναι «ύποπτος φυγής». Το ίδιο ισχύει και στην αντίστροφη περίπτωση κατά την οποία ο υπήκοος τρίτης χώρας χαρακτηρίστηκε επικίνδυνος, όχι όμως και ύποπτος φυγής. Και ναι μεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο επικίνδυνος είναι εξ’ ορισμού και ύποπτος φυγής, ωστόσο στην περίπτωση αυτή η έννοια του ύποπτου φυγής είναι συνυφασμένη με την κρίση περί επικινδυνότητας και δεν μπορεί να κριθεί αυτοτελώς. 

         Ειδικά για τα δικαιώματα ανηλίκων. Ενδεικτική νομολογία: Η κράτηση των ανηλίκων υπηκόων τρίτων χωρών είναι ιδιαίτερα επιβαρυντική για την σωματική και ψυχική υγεία αυτών και για το λόγο αυτό πρέπει να προκρίνεται με ιδιαίτερη φειδώ και μόνο κατ’ εξαίρεση. Οι ανήλικοι εξάλλου που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Διεθνούς Σύμβασης για τα δικαιώματα του παιδιού τυγχάνουν ειδικού καθεστώτος το οποίο πρέπει να συνεκτιμά το δικαστήριο. Έτσι π.χ. με την 229/2011 απόφαση – πρακτικό του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά (Διοικ. Δίκη 2012 σ. 1520) κρίθηκε ότι η νομοθετική πρόβλεψη περί κράτησης του αλλοδαπού μέχρι να εκτελεστεί η απόφαση περί διοικητικής απέλασής του δεν ισχύει για τους ανηλίκους, που προστατεύονται από τη Διεθνή Σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού. Θα πρέπει να διερευνάται η δυνατότητα τα παιδιά να παραμείνουν σε άλλους χώρους. Η υπόθεση αφορούσε περίπτωση απέλασης ασυνόδευτου ανηλίκου στη χώρα καταγωγής του ή στη χώρα προέλευσης. Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι πρέπει να εξετάζεται αν στη χώρα αυτή υπάρχουν μέλη της οικογένειας του ανηλίκου ικανά να αναλάβουν την επιμέλειά του και αποφάσισε την άρση της κράτησης του αντιλέγοντος διαβιβάζοντας την υπόθεση στον Εισαγγελέα Ανηλίκων προκειμένου να διερευνηθεί ο τόπος διαμονής του. Σε άλλη περίπτωση ανηλίκου (απόφαση – πρακτικό 3080/2014 του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθήνας), ο οποίος μάλιστα κρατούνταν ήδη για χρονικό διάστημα έξι και πλέον μηνών, το Δικαστήριο αφού στάθμισε αφενός τις επιβλαβείς συνέπειες που θα επέφερε σε αυτόν η συνέχιση της κράτησής του ενόψει της κατάστασής του (ανηλικότητα) και αφετέρου τους λόγους δημοσίου συμφέροντος που συνέτρεχαν εν προκειμένω εξαιτίας της παραβατικής συμπεριφοράς του ανηλίκου (κατοχή αφενός ασήμαντου αριθμού πακέτων τσιγάρων που δεν έφεραν την ειδική ταινία γνησιότητας και αφετέρου μίας αυτοσχέδιας νάιλον συσκευασίας που περιείχε κατά πάσα πιθανότητα μικροποσότητα φυτικών αποσπασμάτων ινδικής κάνναβης), οι οποίοι πάντως, όπως έγινε δεκτό, ενόψει της φύσης και των ειδικότερων συνθηκών τέλεσης των αδικημάτων για τα οποία κατηγορούνταν καθώς και ενόψει της ηλικίας του, ενείχαν μειωμένη απαξία, αποφάσισε να αφεθεί ο αντιλέγων ελεύθερος και να φιλοξενηθεί από το Κέντρο Ασυνόδευτων Ανηλίκων Αιτούντων Άσυλο Αγριάς Βόλου. Σημαντική είναι και η απόφαση – πρακτικό 3101/2007 του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθήνας με την οποία έγινε δεκτό ότι εφόσον ο αντιλέγων ήταν ανήλικος και παρά ταύτα αυτός δεν κρατούνταν σε διακεκριμένο σχετικό χώρο, αλλά στο ενιαίο κρατητήριο από κοινού μαζί με ενήλικες διαφόρων ηλικιών, προελεύσεων, καταστάσεων και ιδιοτήτων, ελάμβανε χώρα παραβίαση των συνταγματικών διατάξεων περί σεβασμού της αξίας του ανθρώπου γενικώς (άρθρο 2 παράγραφος 1) και της ανθρώπινης προσωπικότητας ειδικότερα (άρθρο 5 παράγραφος 2), καθώς και των αντίστοιχων διατάξεων της Ε.Σ.Δ.Α (άρθρο 5 παράγραφος 1 περίπτωση δ΄). Ενόψει αυτών συνέτρεξε περίπτωση διαφωνίας του Προέδρου λόγω κράτησης υπό συνθήκες που αντιβαίνουν στον νόμο (τελευταία περίπτωση παραγράφου 4 τού άρθρου 76 του ν. 3368/2005) και αποφασίστηκε να διακοπεί η περαιτέρω κράτηση του αντιλέγοντος. 

        Προστασία της υγείας: Η κατάσταση της υγείας του κρατούμενου αλλοδαπού πρέπει να συνεκτιμάται κατά την κρίση περί της κράτησης ή όχι αυτού. Τούτο επιβάλλεται ευθέως εκ του Συντάγματος που προστατεύει τη ζωή και την υγεία καθενός που βρίσκεται στην ελληνική επικράτεια (άρθρο 5 παρ. 2 και 5 του Συντάγματος). Άλλωστε πρωτίστως την κατάσταση της υγείας αφορά η εκτίμηση που πρέπει ο δικαστής των αντιρρήσεων να κάνει κατά το νόμο σχετικά με το αν υπάρχει διαθεσιμότητα κατάλληλων χώρων κράτησης και αν μπορούν να εξασφαλιστούν αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης για τους κρατουμένους. Ενδεικτικά αναφέρεται η απόφαση – πρακτικό 406/2015 του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθήνας, με την οποία διατάχθηκε να αφεθεί ελεύθερος ο υπήκοος τρίτης χώρας (ο οποίος βαρυνόταν μόνο με την παράβαση της παράνομης παραμονής στη χώρα) λόγω επιβαρυμένης κατάστασης της υγείας του, όπως η κατάσταση αυτή βεβαιωνόταν από Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών Κρατικού Νοσοκομείου στο οποίο προσήχθη  λόγω «κολπικής μαρμαρυγής», «εικόνας λίθων» στο δεξιό νεφρό και «μικρού βαθμού διάταση του ΠΚΣ αριστερού νεφρού».

       Πότε η ταχεία και αποτελεσματική εξέταση του αιτήματος διεθνούς προστασίας δεν καθιστά αναγκαία την κράτηση: Περίπτωση κράτησης υπηκόου τρίτης χώρας που εισήλθε παράνομα στην Ελλάδα και για την οποία εκδόθηκε πράξη επιστροφής λόγω κινδύνου διαφυγής ενόψει στέρησης μονίμου καταλύματος και μέσων διαβίωσης. Μετά την αναστολή εκτέλεσης της πράξης επιστροφής λόγω υποβληθέντος αιτήματος χορήγησης διεθνούς προστασίας αποφασίστηκε η κράτησή της για την ταχεία και αποτελεσματική εξέταση του αιτήματός της. Οι αντιρρήσεις που άσκησε η ανωτέρω υπήκοος τρίτης χώρας έγιναν δεκτές καθόσον κρίθηκε ότι η ταχεία και αποτελεσματική εξέταση του αιτήματος δεν αναιρείται από την άρση της κράτησης γιατί η αλλοδαπή συντηρείται και φιλοξενείται από Έλληνα πολίτη (απόφαση – πρακτικό 147/2012 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης).

      Περιπτώσεις καταστρατήγησης του 18μηνου από τη Διοίκηση: Παρά την αυστηρότητα του πλαισίου της κράτησης των υπηκόων  τρίτων χωρών ενόψει επικείμενης επιστροφής τους, οι αρμόδιες αστυνομικές αρχές, όπως προκύπτει από σειρά δικαστικών αποφάσεων, συχνά καταστρατηγούν ακόμη και αυτό το αυστηρό πλαίσιο. Αναφέρονται τρεις χαρακτηριστικές κατηγορίες «καταστρατήγησης» που έχουν εμφανιστεί συχνά:  

        α)  Νέα σύλληψη για παράνομη παραμονή μετά το πέρας της 18μηνης κράτησης. Αναφέρεται η περίπτωση υπηκόου τρίτης χώρας που συνελήφθη το πρώτον στις 26.1.2013 για παράνομη παραμονή στη χώρα, κρατήθηκε από την ως άνω ημερομηνία, ενώ ακολούθως υπήχθη σε διαδικασία επιστροφής στη χώρα του και αποφασίστηκε η συνέχιση της κράτησης του με την αιτιολογία ότι αυτός ήταν ύποπτος φυγής. Η κράτηση παρατάθηκε διαδοχικά και μετά πάροδο 18 μηνών ο ενδιαφερόμενος αφέθηκε ελεύθερος. Στις 20.5.2015 συνελήφθη εκ νέου για παράνομη παραμονή και αποφασίστηκε εκ νέου η κράτησή του με επίκληση και πάλι τις διατάξεις του άρθρου 30 του ν. 3907/2011, αφού στο μεταξύ υπήχθη και πάλι σε διαδικασία επιστροφής στη χώρα του. Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι η πρώτη κράτηση του αντιλέγοντος είχε διαρκέσει 18 μήνες και εκτιμώντας περαιτέρω ότι τα πραγματικά δεδομένα επί των οποίων ερειδόταν η δεύτερη κράτηση βάσει της νέας απόφασης της Υποδιεύθυνσης Αλλοδαπών Αττικής δεν είχαν μεταβληθεί σε σχέση με αυτά για τα οποία είχε αρχικά κρατηθεί ο αντιλέγων, ήτοι συνίσταντο και αυτά στην παράνομη παραμονή του αντιλέγοντος στη χώρα, έκρινε ότι  η κράτηση του αντιλέγοντος δεν ήταν νόμιμη λόγω υπέρβασης του ανώτατου ορίου της κράτησης (18μηνου). Τα ανωτέρω δεν διαφοροποιούσε το γεγονός ότι μεσολάβησε νέα σύλληψη του αντιλέγοντος, αφού η νέα αυτή σύλληψη έγινε και πάλι για παράνομη παραμονή του αντιλέγοντος στην Ελλάδα και μάλιστα έγινε για την ίδια παράνομη παραμονή, μιας και δεν μεσολάβησε νομιμοποίηση αυτού οπότε θα διακόπτονταν ο παράνομος χαρακτήρας της εν λόγω πράξης (παράνομης παραμονής) και θα καθίστατο η μεταγενέστερη παράνομη παραμονή διακριτή πράξη (δεδομένου ότι η παράνομη παραμονή στη χώρα ως αδίκημα δεν έχει στιγμιαίο, αλλά διαρκή χαρακτήρα). Τα ανωτέρω δεν αναιρούσε ούτε το ότι τη δεύτερη  φορά έγινε και επίκληση της εκκρεμότητας εκτέλεσης της απόφασης επιστροφής και της συνεπεία αυτής εγγραφής του αντιλέγοντος στον κατάλογο ανεπιθυμήτων αλλοδαπών, διότι, πέραν του ότι και η νεώτερη απόφαση κράτησης είχε έρεισμα την ίδια παράνομη παραμονή, η εκτέλεση εκάστης απόφασης επιστροφής είναι προεχόντως ευθύνη του Κράτους, ενώ η εγγραφή στον κατάλογο ανεπιθυμήτων συναρτάται αναγκαία με την έκδοση της προηγούμενης απόφασης επιστροφής (απόφαση – πρακτικό 909/2015 του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθήνας).  

       β) Μέτρο «να διαμένει ο αλλοδαπός στον τόπο όπου κρατείται». Σε μια σειρά περιπτώσεις αμέσως μετά την παρέλευση του 18μηνου της κράτησης (ενίοτε δε αφού λήφθηκε υπόψη και άρνηση του αλλοδαπού να συνεργαστεί με την αστυνομική αρχή προκειμένου να εκδοθεί ταξιδιωτικό έγγραφο και να αναχωρήσει για την πατρίδα του) επιβλήθηκε σε βάρος του αλλοδαπού, με επίκληση των άρθρων 21, 22 παρ. 3 και 30 του ν. 3907/2011, «το μέτρο της υποχρεωτικής διαμονής του στο χώρο όπου ήδη κρατείται (ή σε οποιοδήποτε άλλο απαιτηθεί) έως ότου συναινέσει και συνεργαστεί με τις αρμόδιες αρχές για την έκδοση των απαραίτητων ταξιδιωτικών εγγράφων προκειμένου να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες επιστροφής στη χώρα καταγωγής του». Η εμφάνιση μεγάλου αριθμού τέτοιων αποφάσεων ενθαρρύνθηκε από την 44/2014 γνωμοδότηση του Δ΄ Τμήματος του Ν.Σ.Κ. σύμφωνα με την οποία «σε περίπτωση κράτησης αλλοδαπού επί 18 συνολικά μήνες κατόπιν προηγούμενης αποφάσεως επιστροφής ή απελάσεως. . . τα αρμόδια όργανα . . . δύνανται αυτομάτως. . . να επιβάλουν σε αυτόν το μέτρο της υποχρεωτικής διαμονής στον χώρο κρατήσεως». Με τη γνωμοδότηση αυτή η υποχρεωτική διαμονή στα κρατητήρια «διαχωριζόταν» από την κράτηση καθαυτή. Μάλιστα η γνωμοδότηση έκανε την αντιεπιστημονική εκτίμηση ότι αν οι κρατούμενοι αφεθούν ελεύθεροι μετά το 18μηνο θα ενταθούν οι μεταναστευτικές ροές, όταν τα αίτια των τελευταίων συναρτώνται με τον πόλεμο και τις γενικότερες συνθήκες στις χώρες προέλευσης, τις οποίες ουδόλως επηρεάζει η ερμηνεία της μεταναστευτικής νομοθεσίας από τα δικαστήρια της χώρας προορισμού. Και πράγματι τα διοικητικά δικαστήρια, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες εκδίκασαν αντιρρήσεις που στρέφονταν κατά τέτοιων αποφάσεων, κατά κανόνα έκριναν ότι το παραπάνω μέτρο αυτό «ισοδυναμεί με συνέχιση της κράτησης» του υπηκόου τρίτης χώρας, αφού αυτός «υποχρεώνεται να συνεχίσει τη διαμονή του στον ίδιο τόπο υπό συνθήκες εγκλεισμού, ήτοι χωρίς δυνατότητα απομάκρυνσης και χωρίς τη δυνατότητα κοινωνικών επαφών» (βλ. ενδεικτικά την απόφαση – πρακτικό 3109/2014 του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθήνας). Στην προαναφερόμενη γνωμοδότηση του Ν.Σ.Κ. εξάλλου είχαν ασκήσει έντονη κριτική και διάφοροι φορείς που δραστηριοποιούνται σε θέματα μετανάστευσης15  . 

          γ) Παράνομη παράταση κράτησης. Υπάρχει πλήθος περιπτώσεων όπου μετά το πρώτο εξάμηνο κράτησης εκδίδεται απόφαση παράτασης της κράτησης κατ’ επίκληση της παρ. 6 του άρθρου 30 του ν. 3907/2011, με μόνη αιτιολογία (τυποποιημένη) ότι «έχει προγραμματιστεί ραντεβού» με το Προξενείο της χώρας του υπηκόου τρίτης χώρας «για αναγνώριση και ταυτοποίησή των στοιχείων του προκειμένου να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες επιστροφής του». Ακόμη κι αν με ευρεία ερμηνεία γίνει δεκτό ότι μια τέτοια αιτιολογία είναι νόμιμη (είναι συζητήσιμο αν θα έπρεπε οπωσδήποτε η αστυνομική αρχή να στοιχειοθετήσει σε τι συνίστανται οι «εύλογες προσπάθειες» που ήδη έχουν γίνει και δεν ευοδώθηκαν και πάντως σε κάθε περίπτωση προφανώς θα πρέπει να αναφέρεται η ημερομηνία κατά την οποία ο αλλοδαπός θα μεταβεί στο Προξενείο της χώρας του προκειμένου να ελεγχθεί εάν η χρονική απόσταση είναι εύλογη), η επόμενη πάντως απόφαση παράτασης, η οποία τυχόν θα εκδοθεί (ένα τρίμηνο αργότερα), αν θα  φέρει την ίδια απολύτως αιτιολογία ότι δηλαδή «έχει προγραμματιστεί ραντεβού» με το Προξενείο της χώρας του αλλοδαπού «για αναγνώριση και ταυτοποίησή των στοιχείων του προκειμένου να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες επιστροφής του» δεν μπορεί παρά να είναι παράνομη. Και τούτο διότι, ενόψει και του εξαιρετικού χαρακτήρα της ρύθμισης της διάταξης της παρ. 6 του άρθρου 30 του ν. 3907/2011, θα έπρεπε να αιτιολογείται ειδικότερα για ποιους λόγους δεν πραγματοποιήθηκε ακόμη το αρχικό προγραμματισμένο ραντεβού με το Προξενείο της χώρας του αλλοδαπού. Διαφορετικά καθίσταται ανεξέλεγκτη η κρίση της Διοίκησης. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι είναι παράνομη η απόφαση παράτασης της κράτησης που επικαλείται περιστατικά που δεν υπάγονται σε αυτά της παρ. 6 του άρθρου 30 του ν. 3907/2011, π.χ. ότι ο αλλοδαπός είναι ύποπτος φυγής.  

              Ανάκληση της απόφασης επί των αντιρρήσεων λόγω προσκόμισης νέων στοιχείων: Κατά την ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 205 παρ. 6 του Κ.Δ.Δ. στην οποία παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 76 παρ. 5 του ν. 3386/2005, πρέπει να συνεκτιμάται ότι ο «αιτών» την ανάκληση της απόφασης που εκδόθηκε επί των αντιρρήσεων είναι κρατούμενος. Νέα στοιχεία είναι καταρχάς όσα προέκυψαν εκ των υστέρων (οψιφανή), αλλά και όσα υπήρχαν μεν κατά την εκδίκαση των αντιρρήσεων αλλά δεν τα γνώριζε ο αντιλέγων από δικαιολογημένη αιτία (οψιγενή). Τα τελευταία το Δικαστήριο πρέπει να εκτιμά με ευρύτητα λόγω ακριβώς της δυσχερούς δικονομικής θέσης του κρατούμενου. Η νομολογία στο σημείο αυτό γενικά είναι κυμαινόμενη. Έτσι (ενδεικτ.) με την 4053/2007 απόφαση – πρακτικό του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθήνας κρίθηκε ότι η προσωρινή διαταγή με την οποία αναστελλόταν η πράξη απέλασης ενόψει άσκησης αίτησης αναστολής, έχοντας εκδοθεί στις 7.8.2007, ήτοι πριν από την εκδίκαση των αντιρρήσεων (16.10.2007) δεν συνιστούσε νέο στοιχείο, ήταν δε δυνατόν να έχει αποκτηθεί και προσκομιστεί από τον αιτούντα κατά την εκδίκαση των αρχικών αντιρρήσεων. Αντίθετα πάντως με την 1500/2015 απόφαση – πρακτικό του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθήνας κρίθηκε, ενόψει του ότι ο αιτών κρατούνταν συνεχώς μετά την ημερομηνία της σύλληψής του, ότι παρίστατο δικαιολογημένη η μη προσκόμιση κατά την αρχική εξέταση των αντιρρήσεων στοιχείων που να πιστοποιούν τη συγγενική σχέση του αιτούντος με μάρτυρα που είχε εξεταστεί ανωμοτί κατά την εκδίκαση των (αρχικών) αντιρρήσεων και είχε ισχυριστεί ότι είναι αδελφός του κρατούμενου αλλοδαπού. 

         Επίλογος. Η συγκυρία υπό τις οποίες παρουσιάζεται η παρούσα εισήγηση διαμορφώνει από μόνη της το βασικό μήνυμα που οφείλει κανείς να δώσει με την παρουσία του στο παρόν Συνέδριο: Να μην συμβιβαστεί ο λαός μας και ο καθένας από μας χωριστά με τους πνιγμένους στη θάλασσα. Να μην σταματήσει να εκφράζει έμπρακτα την αλληλεγγύη του προς τους πρόσφυγες από τη Συρία, το Αφγανιστάν και τις άλλες εμπόλεμες ζώνες. Να μην ανεχτεί το ρατσιστικό λόγο και τις ρατσιστικές επιθέσεις σε κατατρεγμένους ανθρώπους.

-------------------------------------------------------

          1. Θα αναφέρουμε ένα από τα πολλά παραδείγματα της ιστορίας, τις μετακινήσεις πληθυσμών που έλαβαν χώρα στον Ελλαδικό χώρο από τα μέσα του 11ου έως τα τέλη του 9ου αιώνα π.Χ. (Πρώτος Ελληνικός Αποικισμός) και από τον 8ο  έως τον 6ο  αιώνα π.Χ. (Δεύτερος Ελληνικός Αποικισμός). Ο Πρώτος Ελληνικός Αποικισμός πραγματοποιήθηκε σε διαδοχικά κύματα. Οι Δωριείς, αφού δημιούργησαν ένα ισχυρό κράτος στην ορεινή Κεντρική Ελλάδα, εισέβαλαν στην Πελοπόννησο προκαλώντας μεγάλες ανακατατάξεις πληθυσμών. Έτσι οι Αχαιοί της Αργολίδας μετακινήθηκαν βόρεια (στην μετέπειτα Αχαΐα) εκτοπίζοντας τους Ίωνες, οι οποίοι μετακινήθηκαν προς την Εύβοια, ενώ αργότερα μαζί με τους Ίωνες της Αττικής, οι οποίοι επίσης εκτοπίστηκαν από την κάθοδο των Δωριέων, αποίκισαν ιδίως νησιά των Κυκλάδων, τη Σάμο, τη Χίο και τα κεντρικά μικρασιατικά παράλια (ιωνικός αποικισμός) ιδρύοντας σπουδαίες πόλεις όπως η Μίλητος και η Έφεσος. Οι Δωριείς στο μεταξύ κυριάρχησαν στη βορειοανατολική Πελοπόννησο και στη συνέχεια αποίκησαν την Αίγινα, τις νότιες Κυκλάδες, την Κρήτη, τα Δωδεκάνησα και ιδίως την Κω και τη Ρόδο και περιοχές της νότιας Μικράς Ασίας (δωρικός αποικισμός). Την ίδια περίοδο οι Θεσσαλοί μετακινήθηκαν από τη Θεσπρωτία στη σημερινή Θεσσαλία όπου εκδίωξαν διάφορες αιολόφωνες φυλές που ζούσαν εκεί, άλλες από τις οποίες (π.χ. Βοιωτοί) εγκαταστάθηκαν νοτιότερα, ενώ άλλες κατέφυγαν στο Βορειοανατολικό Αιγαίο (Λέσβος, Τένεδος). Οι φυλές αυτές (Αιολείς) αποίκισαν στη συνέχεια την απέναντι μικρασιατική ακτή (αιολικός αποικισμός) ιδρύοντας πόλεις όπως οι Αιγές, η Λάρισα (ή Αιολίς) και η Κύμη. Ο Δεύτερος Ελληνικός Αποικισμός εμφανίστηκε στη βάση της αναζήτησης πρώτων υλών, σε συνδυασμό και με την άνθιση του εμπορίου. Χαρακτηρίζεται από την οργανωμένη ίδρυση μεγάλων αποικιών σε περιοχές με εμπορικό πλεονέκτημα αλλά και δυνατότητα άμυνας σε περίπτωση επιδρομών. Τα ισχυρά Ευβοϊκά κράτη της Χαλκίδας και της Ερέτριας ίδρυσαν μεγάλες αποικίες στη Χαλκιδική (Όλυνθος, Τορώνη κα), οι Ίωνες αποίκισαν περιοχές στη Θράκη (Μαρώνεια, Άβδηρα κα), οι Σάμιοι τη Σαμοθράκη, οι Πάριοι τη Θάσο, οι Κορίνθιοι περιοχές του Ιονίου (Λευκάδα, Αστακό κα.), ενώ τον 8ο  π.Χ. αιώνα ίδρυσαν, μεταξύ άλλων, τη σημαντική αποικία των Συρακουσών στη Σικελία. Μεγαρείς και Ίωνες αποίκισαν περιοχές του Εύξεινου Πόντου (π.χ. η Σηλυμβρία και η Μεσημβρία ιδρύθηκε από τους Μεγαρείς, η Απολλωνία από τους Μιλήσιους κα), ενώ η εξάπλωση των αποικιών κάλυψε όλη τη Μεσόγειο (π.χ. η Φώκαια ίδρυσε τη Μασσαλία στη Γαλλία, η Θήρα την Κυρήνη στη Βόρεια Αφρική κα). Στα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ. Μιλήσιοι μισθοφόροι, τους οποίους εγκατέλειψε στην περιοχή ο Φαραώ Ψαμμήτιχος ο Α΄, ίδρυσαν στην Αίγυπτο τη Ναύκρατη [κατά τον Ηρόδοτο πάντως συμμετείχαν στην ίδρυσή της και άλλες ιωνικές πόλεις, όπως η Χίος και η Αλικαρνασσός].     

2. Λουκίας Μουσούρου: «Μετανάστευση και Μεταναστευτική Πολιτική στην Ελλάδα και την Ευρώπη», εκδ. Gutenberg, 1991, σ. 31.

3. Θ. Κονταργύρη:  «Ο Απόδημος Ελληνισμός της Αμερικής» , 1964, σ. 33.

4. Μπάµπη Μαλαφούρη: «Έλληνες της Αµερικής: 1528 – 1928» (Νέα Υόρκη 1948).

5. Μπάµπη Μαλαφούρη: «Έλληνες της Αµερικής: 1528 – 1928» (Νέα Υόρκη 1948).  

6. Ρίτσαρντ Ο. Μπόγιερ - Χέρμπερτ Μ. Μόρε: «Η άγνωστη ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ», σ. 366.

7. Ρίτσαρντ Ο. Μπόγιερ - Χέρμπερτ Μ. Μόρε: «Η άγνωστη ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ», σ. 369-370.

8. «Παρνέλ: «Ιστορία του 20ού αιώνα» (Συλλογικό), εκδόσεις «Χρυσός Τύπος», τόμος 3ος, σ. 1.154 – 1.155».

9. Τράπεζα της Ελλάδος: «Τα πενήντα χρόνια της Τράπεζας της Ελλάδος 1928 – 1958» σ. 510, 511 και  Ξ.  Ζολώτα «Νομισματικές και Οικονομικές μελέτες 1945 – 1996».

10. Οικονομικός Ταχυδρόμος , 25.6.1964.

11 Κ.Μ.Ε. «Η ανεργία και η απασχόληση στην Ελλάδα, έκδοση 1991». 

12. Σπ. Βρέλλη: «Δίκαιο Αλλοδαπών», Αθήνα 2002, σελ. 134.

13. Στοιχεία του Εμπορικού Επιμελητηρίου της Ελλάδας. 

14. Βλ. το δελτίο τύπου της Ύπατης Αρμοστείας της 3.7.2014 όπου αναφέρεται ότι η κράτηση των αιτούντων άσυλο έχει καταστεί «ρουτίνα» για πολλές χώρες. Στο ίδιο δελτίο τύπου αναφέρεται ότι «Η κράτηση των αιτούντων άσυλο και των προσφύγων προκαλεί περιττή ταλαιπωρία, συχνά με σοβαρές συνέπειες για την υγεία, ιδίως όταν τα άτομα κρατούνται για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Αυξάνει επίσης το άγχος, το φόβο και την απελπισία, και μπορεί να οξύνει προηγούμενες τραυματικές εμπειρίες. Για τα παιδιά, οι επιπτώσεις είναι ιδιαίτερα σοβαρές λόγω της καταστροφικής επίδρασης που μπορεί να έχει η κράτηση στη σωματική, συναισθηματική και ψυχολογική τους ανάπτυξη, ακόμη και στις περιπτώσεις που τα παιδιά δεν χωρίζονται από τις οικογένειές τους».

15. Βλ ενδεικτικά την από 7.5.2014 επιστολή του Ε.Σ.Π. προς την αρμόδια επίτροπο Σεσίλια Μάλμστρεμ και τον Υπουργό Δημόσιας Τάξης.