ΑΠΟΨΕΙΣ
Οι πρόσφυγες θύματα της Ευρώπης: Κριτική θεώρηση της Συμφωνίας Ε.Ε.- Τουρκίας της 18/3/2016 για το προσφυγικό ζήτημα και των διατάξεων του άρθρου 86 του ν. 4399/2016 περί Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών
Της Βανέσσας- Παναγιώτας Ντέγκα, Πρωτοδίκη Δ.Δ.
Εισαγωγή
Με το παρόν άρθρο επιχειρείται μια επισκόπηση των βασικών νομοθετικών διατάξεων που θεσπίστηκαν για την αντιμετώπιση του προσφυγικού ζητήματος από την Ε.Ε. και την Ελλάδα. Ειδικότερα, σε διεθνές επίπεδο αναλύεται κατ’ αρχάς ένα βασικό σημείο της Συμφωνίας Ε.Ε.- Τουρκίας της 18ης Μαρτίου 2016 που αφορά την επιστροφή στην Τουρκία των παράτυπων μεταναστών, με έμφαση στο ερώτημα αν η εν λόγω χώρα μπορεί να θεωρηθεί ασφαλής τρίτη χώρα βάσει των εγγυήσεων του διεθνούς δικαίου για τους πρόσφυγες και του κεκτημένου του ασύλου της Ε.Ε. Στη συνέχεια, αναπτύσσεται ένα δεύτερο βασικό σημείο της εν λόγω Συμφωνίας που αφορά τις διατάξεις περί επανεγκατάστασης προσφύγων και διερευνάται η εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων στην πράξη. Τέλος, σε εθνικό επίπεδο εξετάζεται κατά πόσο η συμμετοχή διοικητικών δικαστών στις αρμόδιες για την εξέταση αιτημάτων ασύλου σε δεύτερο βαθμό Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών του νόμου 4399/2016 είναι συμβατή με τη συνταγματική έννομη τάξη. Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο οι ανωτέρω διατάξεις του διεθνούς και εθνικού δικαίου οδηγούν τελικά στον παράνομο αποκλεισμό των προσφύγων από το θεμελιώδες δικαίωμά τους στη διεθνή προστασία, προκειμένου να εξυπηρετηθεί η πολιτική βούληση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων για την πάση θυσία ανακοπή των προσφυγικών ροών από την Τουρκία προς την Ευρωπαϊκή Ένωση.
1.Η Συμφωνία Ε.Ε.- Τουρκίας της 18ης Μαρτίου 2016
Στις 18 Μαρτίου 2016 η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Τουρκία προέβησαν σε μια συμφωνία (Κοινή Δήλωση) για το προσφυγικό/μεταναστευτικό ζήτημα.
Α) Σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας αυτής, όλοι οι «παράτυποι μετανάστες» που θα φθάνουν από την Τουρκία στην Ελλάδα μετά τις 20/3/2016 θα επιστρέφονται στην Τουρκία στη βάση διμερούς συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας- Τουρκίας. Ειδικότερα, θα επιστρέφονται στην Τουρκία οι άνθρωποι που δεν υποβάλλουν αίτημα ασύλου και εκείνοι των οποίων οι αιτήσεις ασύλου εξετάζονται από τις ελληνικές αρχές και κρίνονται απαράδεκτες ή αβάσιμες.
Για τη χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας εκδόθηκε η Οδηγία 2013/32/Ε.Ε. του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση)» (L 180/29.6.2013), η οποία ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη αρχικά με το π.δ. 113/2013 (ΦΕΚ Α 146) και ακολούθως με το ν. 4375/2016 (ΦΕΚ Α 51).
Σύμφωνα με το άρθρο 33 της πιο πάνω Οδηγίας και το άρθρο 54 του τελευταίου ανωτέρω νόμου, οι αιτήσεις ασύλου μπορεί να απορριφθούν από τις ελληνικές αρχές ως απαράδεκτες, εάν κριθεί κατά περίπτωση ότι η Τουρκία συνιστά για τον αιτούντα άσυλο είτε «μια ασφαλή τρίτη χώρα», είτε μια «πρώτη χώρα ασύλου».
Η έννοια της «πρώτης χώρας ασύλου» εφαρμόζεται όταν ο αιτών έχει ήδη αναγνωριστεί ως πρόσφυγας στην αντίστοιχη τρίτη χώρα και μπορεί να συνεχίσει να απολαμβάνει της σχετικής προστασίας. Εναλλακτικά εφαρμόζεται όταν παρέχεται στον αιτούντα «επαρκής προστασία», συμπεριλαμβανομένης της αρχής της μη επαναπροώθησης, υπό την προϋπόθεση ότι θα γίνει εκ νέου δεκτός στη χώρα αυτή. Συμπερασματικά, η έννοια της πρώτης χώρας ασύλου αφορά τους πρόσφυγες που έχουν ήδη τύχει προστασίας σε μια τρίτη χώρα, προτού να εισέλθουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Όσον αφορά την έννοια της «ασφαλούς τρίτης χώρας», από τα άρθρα 38 της εν λόγω Οδηγίας και 56 του ως άνω νόμου προκύπτει ότι τα κράτη μέλη δύνανται να εφαρμόσουν την έννοια αυτή μόνο σε περίπτωση που οι αρμόδιες υπηρεσίες έχουν πεισθεί ότι ένα άτομο που αναζητεί διεθνή προστασία θα αντιμετωπίζεται σύμφωνα με ορισμένες αρχές στην εν λόγω τρίτη χώρα. Οι αρχές αυτές, οι οποίες πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά, είναι οι ακόλουθες:
α) η ζωή και η ελευθερία του αιτούντα δεν απειλούνται λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων,
β) δεν υπάρχει κίνδυνος σοβαρής βλάβης για τον αιτούντα όπως ορίζεται στην Οδηγία 2011/95/E.E. και το άρθρο 15 του π.δ. 141/2013,
γ) η χώρα αυτή τηρεί την αρχή της μη επαναπροώθησης σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951,
δ) η χώρα αυτή απαγορεύει την απομάκρυνση κάποιου σε χώρα όπου κινδυνεύει να υποστεί βασανιστήρια ή σκληρή, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, ή τιμωρία όπως ορίζεται στο διεθνές δίκαιο,
ε) υπάρχει η δυνατότητα να ζητηθεί το καθεστώς πρόσφυγα και σε περίπτωση που ο αιτών αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας να λάβει προστασία σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης και
στ) ο αιτών έχει σύνδεσμο με την εν λόγω τρίτη χώρα, βάσει του οποίου θα ήταν εύλογο για αυτόν να μεταβεί σε αυτή.
Με βάση τα παραπάνω ανακύπτει το εύλογο ερώτημα αν μπορεί η Τουρκία να χαρακτηριστεί ως ασφαλής τρίτη χώρα, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της Οδηγίας 2013/32/Ε.Ε και του ν. 4375/2016.
Αρχικά, πρέπει να παρατηρηθεί ότι παρότι η Τουρκία υπέγραψε τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και το πρόσθετο Πρωτόκολλο της 31ης Ιανουαρίου 1967, διατύπωσε ένα «γεωγραφικό περιορισμό» (geographical reservation) στον ορισμό του πρόσφυγα. Δυνάμει του ανωτέρω περιορισμού, η εν λόγω χώρα δε δεσμεύεται από τις υποχρεώσεις της Σύμβασης σε ότι αφορά τους πρόσφυγες που κατάγονται από «μη ευρωπαϊκές χώρες».
Ειδικότερα, η Τουρκία διαθέτει διπλό νομικό πλαίσιο περί ασύλου για τους μη Ευρωπαϊους πρόσφυγες. Κατ’ αρχάς, τον Απρίλιο του 2013 θεσπίστηκε ο νόμο περί αλλοδαπών και διεθνούς προστασίας, που παρέχει καθεστώς «πρόσφυγα υπό όρους» και καθεστώς «επικουρικής προστασίας» κυρίως σε μη Σύριους (διαδικασία διεθνούς προστασίας). Περαιτέρω, με τον Κανονισμό της 22/10/2014 θεσπίστηκε καθεστώς προσωρινής προστασίας ειδικά για τους υπηκόους της Συρίας και τους ανιθαγενείς Παλαιστίνιους που προέρχονται από τη Συρία, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν φτάσει στην Τουρκία απευθείας από τη Συρία.
Σύμφωνα με τη σχετική έκθεση της AIDA (Βάση Δεδομένων Πληροφοριών περί Ασύλου) για την Τουρκία (1), τα «υπό όρους» προσφυγικά καθεστώτα που χορηγούνται στις δύο ανωτέρω κατηγορίες προσφύγων που δεν προέρχονται από την Ευρώπη επιτρέπουν ουσιαστικά στους αναγνωρισμένους πρόσφυγες να παραμείνουν στη χώρα μέχρι να ενταχθούν σε πρόγραμμα επανεγκατάστασης, απαγορεύοντας τη μακροπρόθεσμη ένταξη στην Τουρκία. Ειδικότερα, για τους δικαιούχους προσωρινής προστασίας, το άρθρο 25 του Κανονισμού Προσωρινής Προστασίας αποκλείει ρητά κάθε προοπτική μακροπρόθεσμης νομικής ενσωμάτωσης, δηλώνοντας ότι το έγγραφο ταυτοποίησης «προσωρινής προστασίας» που εκδίδεται για τους δικαιούχους δε χρησιμεύει ως «άδεια παραμονής» και μπορεί να μην οδηγήσει σε «άδεια παραμονής μακράς διαρκείας» στην Τουρκία. Επιπλέον, το καθεστώς προσωρινής προστασίας μπορεί να είναι «περιορισμένο», να «ανασταλεί» ή να «τερματιστεί» οποιαδήποτε στιγμή με βάση τη διακριτική ευχέρεια του Συμβουλίου Υπουργών της Τουρκίας. Εξάλλου, τόσο οι αιτούντες διεθνούς προστασίας όσο και οι κάτοχοι του προσωρινού καθεστώτος πρέπει να εξασφαλίζουν τη στέγασή τους με δικά τους μέσα, χωρίς να λαμβάνουν καμιά βοήθεια από το κράτος, με αποτέλεσμα, όπως αποτυπώνεται σε σχετική έκθεση της Νορβηγικής Οργάνωσης για τους Αιτούντες Άσυλο (NOAS) (2), αυτοί να βρίσκονται αντιμέτωποι με την έλλειψη στέγης τουλάχιστον για μια αρχική περίοδο. Περαιτέρω, δυνάμει κανονισμού που εκδόθηκε τον Ιανουάριο του 2016 περί των προϋποθέσεων απασχόλησης δικαιούχων προσωρινής προστασίας, οι κάτοχοι καθεστώτος προσωρινής προστασίας δικαιούνται να υποβάλουν αίτηση για άδεια εργασίας αλλά σύμφωνα με ορισμένα κριτήρια κατοικίας και μόνο εφόσον μπορούν να βρουν έναν εργοδότη πρόθυμο να τους χρηματοδοτήσει. Τέλος, όπως αναφέρεται σε σχετική έρευνα του Ολλανδικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες (DCR) (3), οι συνθήκες υποδοχής των προσφύγων είναι ελλιπείς σε μεγάλο βαθμό και δεν ανταποκρίνονται στις τρέχουσες ανάγκες, δεδομένης ιδίως της υπερφόρτωσης του τουρκικού συστήματος υποδοχής και ασύλου. Η έλλειψη συνθηκών υγιεινής, τροφίμων και ιατρικής περίθαλψης έχουν ως αποτέλεσμα πολλοί αιτούντες άσυλο να βρίσκονται αντιμέτωποι με τον κίνδυνο να υπόκεινται σε απάνθρωπη και εξευτελεστική μεταχείριση.
Εξάλλου, σύμφωνα με εκθέσεις της Διεθνούς Αμνηστίας και του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (4), στο τέλος του 2015 και το 2016 η Τουρκία έχει επιστρέψει επανειλημμένα αιτούντες άσυλο στη Συρία, το Ιράκ και το Αφγανιστάν, παραβιάζοντας κατάφωρα τη θεμελιακή αρχή του διεθνούς δικαίου για τους πρόσφυγες, ήτοι τη μη επαναπροώθησή τους σε εδάφη όπου κινδυνεύουν να διωχθούν. Ειδικότερα, σύμφωνα με αναφορές των παραπάνω Μ.Κ.Ο. έχουν αυξηθεί πρακτικές παράνομης κράτησης, φυσικής βίας ή ακόμα και θανατηφόρων αποκρούσεων αιτούντων άσυλο στην προσπάθειά τους να εισέλθουν στην Τουρκία από τη Συρία και το Ιράκ. Περαιτέρω, η Τουρκία συγκαταλέγεται στις χώρες με τις περισσότερες καταδίκες από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου για παραβιάσεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τυχόν χαρακτηρισμός της Τουρκίας ως «ασφαλούς τρίτης χώρας» στο πλαίσιο της εξατομικευμένης εξέτασης αιτημάτων χορήγησης ασύλου έχει πολύ ισχνή θεμελίωση στο νομικό πλαίσιο και στα πραγματικά δεδομένα της Τουρκίας για τη διεθνή προστασία των προσφύγων.
Β) Ένα δεύτερο βασικό σημείο της Συμφωνίας Ε.Ε.- Τουρκίας είναι τα προγράμματα επανεγκατάστασης (resettlement). Ειδικότερα, με την παραπάνω Κοινή Δήλωση, προβλέφθηκε ότι για κάθε Σύρο που θα επιστρέφει στην Τουρκία από τα ελληνικά νησιά, ένας άλλος Σύρος θα επανεγκαθίσταται από την Τουρκία στην Ε.Ε. Προτεραιότητα επανεγκατάστασης στην Ε.Ε. έχουν οι μετανάστες που δεν έχουν στο παρελθόν εισέλθει ή προσπαθήσει να εισέλθουν στην Ε.Ε. Στο πλαίσιο του μηχανισμού επανεγκατάστασης, 18.000 θέσεις σε χώρες της Ε.Ε. απομένει να συμπληρωθούν από τη συμφωνία της 20ης Ιουλίου 2015 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Η νέα Συμφωνία προβλέπει επιπλέον 54.000 θέσεις κατ’ ανώτατο όριο σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Επικράτεια. Επομένως 72.000 Σύριοι πρόσφυγες προβλέπεται, κατ’ ανώτατο όριο να επανεγκατασταθούν μέσω της Τουρκίας στην Ε.Ε.
Κατ’ αρχάς πρέπει να παρατηρηθεί ότι τόσο η πρόβλεψη ότι μόνο Σύριοι θα γίνονται πλέον δεκτοί ως πρόσφυγες στην Ε.Ε. όσο και η συμφωνία περί ποσοτικών περιορισμών και ανώτατου ορίου προσφύγων που θα εγκαθίστανται στην Ε.Ε. συνιστούν ευθεία παραβίαση της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, η οποία επιτάσσει την εξατομικευμένη εξέταση κάθε αίτησης διεθνούς προστασίας και το σεβασμό της αρχής της μη επαναπροώθησης. Εξάλλου, το γεγονός ότι, ενώ υπάρχουν 2,76 εκατομμύρια Σύριοι στην Τουρκία (5) προβλέπεται να επανεγκατασταθούν μόνο 72.000 Σύριοι στην Ευρώπη φανερώνει την απροθυμία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να επιχειρήσει κάποια σοβαρή προσπάθεια επίλυσης του προσφυγικού προβλήματος. Παρόλα αυτά, ακόμα και η ανεπαρκής αυτή ρύθμιση της Συμφωνίας δεν εφαρμόζεται στην πράξη για τους Σύριους πολίτες που διαμένουν στην Τουρκία, δεδομένου ότι από τις 4/4/2016 έως τις 28/9/2016 έχουν επανεγκατασταθεί μόνο 1.614 Σύριοι σε κράτη μέλη της Ε.Ε. (6)
2.Εθνικές ρυθμίσεις για το άσυλο: Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών
Με το άρθρο 1 του νόμου 4375/2016 προβλέφθηκε ότι η Υπηρεσία Ασύλου είναι αρμόδια για την εξέταση και την απόφανση επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας σε πρώτο βαθμό, ενώ με το άρθρο 4 του ιδίου νόμου ορίστηκε ότι οι Επιτροπές Προσφυγών που λειτουργούν εντός της Αρχής Προσφυγών είναι αρμόδιες για τη συζήτηση, τη λήψη και έκδοση αποφάσεων επί των ενδικοφανών προσφυγών κατά των αποφάσεων της Υπηρεσίας Ασύλου. Με το άρθρο 86 του ν. 4399/2016 (ΦΕΚ Α 117) τροποποιήθηκε το άρθρο 4 του ν. 4375/2016 και προβλέφθηκε η συγκρότηση Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών, που θα έχουν τις ίδιες αρμοδιότητες με τις προγενέστερες Επιτροπές Προσφυγών, θα λειτουργούν εντός της Αρχής Προσφυγών και θα εδρεύουν στην Αθήνα με κατά τόπον αρμοδιότητα όλη την επικράτεια. Οι εν λόγω Επιτροπές είναι τριμελείς και αποτελούνται από δύο δικαστικούς λειτουργούς που θα υποδεικνύονται, κατόπιν σχετικής αίτησής τους από τον Γενικό Επίτροπο της Γενικής Επιτροπείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων και ένα μέλος που θα υποδεικνύεται από την Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 89 παρ. 2 και 3 και 118 παρ. 4 του Συντάγματος, όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά την αναθεώρηση του 2001, συνάγεται ότι ο αναθεωρητικός συνταγματικός νομοθέτης απαγορεύει πλέον από 1.1.2002 την ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς, με σκοπό την ενίσχυση της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας τους. Εξαίρεση από τη γενική αυτή απαγόρευση, η οποία, όμως, είναι, για το λόγο αυτό, στενώς ερμηνευτέα, προβλέπεται από την παράγραφο 2 του άρθρου 89, προκειμένου για τη συμμετοχή των δικαστικών λειτουργών, μεταξύ άλλων, σε συμβούλια ή επιτροπές πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα (ΣτΕ Ολομέλεια 3503/2009). Στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4399/2016 οι Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών ονομάζονται «οιονεί» δικαιοδοτικά όργανα, των οποίων τα μέλη απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας. Αποτελούν όμως οι εν λόγω Επιτροπές δικαιοδοτικά όργανα κατά την έννοια του άρθρου 89 παρ. 2 του Συντάγματος;
Σύμφωνα με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (Ολομ. 2011/2003) η συμμετοχή των εν ενεργεία δικαστών κατά πλειοψηφία ή ακόμη και κατ’ αποκλειστικότητα δεν αποτελεί επαρκές στοιχείο για να θεωρηθεί ένα όργανο δικαιοδοτικό και όχι συλλογικό όργανο της Διοίκησης.
Κατ’ αρχάς, πρέπει να σημειωθεί ότι οι αποφάσεις των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών εκδίδονται επί των ενδικοφανών προσφυγών που ασκούνται κατά των αποφάσεων της Υπηρεσίας Ασύλου και υπόκεινται σε αίτηση ακύρωσης ενώπιον του αρμόδιου Διοικητικού Εφετείου τόσο από τον αιτούντα διεθνή προστασία όσο και από τον Υπουργό Εσωτερικών (άρθρα 4 και 64 του ν. 4375/2016, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 4399/2016). Ωστόσο, σύμφωνα με τον Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, οι ενδικοφανείς προσφυγές κατατάσσονται στις διοικητικές προσφυγές και δεν αποτελούν ένδικα βοηθήματα ή μέσα. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 95 παρ. 1 του Συντάγματος, σε αίτηση ακύρωσης υπόκεινται οι εκτελεστές πράξεις της Διοίκησης και όχι οι αποφάσεις της δικαιοδοτικής λειτουργίας, οι οποίες υπόκεινται στα προβλεπόμενα από το νόμο ένδικα μέσα. Περαιτέρω, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνάδει με τον υποτιθέμενο δικαιοδοτικό χαρακτήρα των εν λόγω Επιτροπών η υποχρέωση συμμόρφωσης των μετεχόντων σε αυτές δικαστικών λειτουργών προς το ακυρωτικό δεδικασμένο, μετά από αναπομπή της κριθείσας υπόθεσης κατόπιν ακύρωσης των αποφάσεων των Επιτροπών από το αρμόδιο Διοικητικό Εφετείο.
Στη συνέχεια, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (Ολομ. 3503/2009, 449/2012, 99/2015, 3037/2015), απαραίτητα στοιχεία για τη στοιχειοθέτηση του δικαιοδοτικού χαρακτήρα ενός οργάνου του κράτους είναι η υποχρέωση εξασφάλισης της κατ’ αντιμωλία συζήτησης και της δημοσιότητας των συνεδριάσεων. Ωστόσο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 61 παρ. 1-3 του ν. 4375/2016, η διαδικασία ενώπιον των Επιτροπών είναι κατά κανόνα έγγραφη και η συζήτηση των προσφυγών διενεργείται με βάση τα στοιχεία του φακέλου, χωρίς την παρουσία του προσφεύγοντος. Κατ’ εξαίρεση, η Επιτροπή καλεί υποχρεωτικά τον προσφεύγοντα σε προφορική ακρόαση όταν α) με την προσφυγή προσβάλλεται απόφαση ανάκλησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας, β) ανακύπτουν ζητήματα ή αμφιβολίες ως προς την πληρότητα της συνέντευξης που πραγματοποίηθηκε κατά τον πρώτο βαθμό εξέτασης, γ) ο προσφεύγων υπέβαλε σοβαρά νέα στοιχεία που αφορούν σε οψιγενείς ισχυρισμούς και δ) η υπόθεση είναι ιδιαίτερα περίπλοκη.
Τέλος, σύμφωνα με τη νομολογία των ανώτατων δικαστηρίων (σχετ. Α.Ε.Δ. 20/2005, ΣΤΕ 2161/1957, 1581/1958) για να στοιχειοθετηθεί ο δικαιοδοτικός χαρακτήρας ενός οργάνου πρέπει οι αποφάσεις του να απαγγέλονται σε δημόσια συνεδρίαση. Σύμφωνα όμως με τα οριζόμενα στο άρθρο 62 παρ. 7 του ν. 4375/2016, όπως τροποποίηθηκε με το ν. 4399/2016, οι αποφάσεις των προαναφερόμενων Επιτροπών επιδίδονται στους προσφεύγοντες χωρίς να δημοσιεύονται.
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι εγείρονται σοβαρά ζητήματα συνταγματικότητας των διατάξεων του ν. 4399/2016 περί συμμετοχής δικαστικών λειτουργών στις Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών. Όπως δε αναφέρει στη σχετική έκθεση που δημοσίευσε (7), η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (Ε.Ε.Δ.Α.) εκφράζει την ιδιαίτερη ανησυχία της για το γεγονός ότι οι αλλαγές του ν. 4375/2016 συμπίπτουν χρονικά με την έκδοση αποφάσεων των εν λειτουργία Επιτροπών Προσφυγών, οι οποίες αποφάνθηκαν, στο πλαίσιο εξατομικευμένης εξέτασης προσφυγών, ότι η Τουρκία δεν είναι ασφαλής τρίτη χώρα για τους εν λόγω προσφεύγοντες.
Συμπεράσματα
Η συμφωνία μεταξύ Ε.Ε.- Τουρκίας της 18ης Μαρτίου 2016 αποτελεί μια άνευ ετέρου αξιακή υπαναχώρηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο στο πεδίο των δικαιωμάτων του ανθρώπου (8). Η επιλογή προσφύγων με βάση την εθνικότητά τους και η μαζική επαναπροώθηση τους στην Τουρκία με το σκεπτικό ότι αυτή αποτελεί ασφαλή τρίτη χώρα παραβιάζει κατάφωρα τη Σύμβαση της Γενεύης. Η πρόβλεψη ενός ανεπαρκούς προγράμματος επανεγκατάστασης, η υλοποίηση του οποίου παρίσταται απογοητευτικά αργή αντιμετωπίζει τους ανθρώπους με ανάγκες διεθνούς προστασίας ως ανεπιθύμητους εισβολείς που απειλούν την ασφάλεια και την ευημερία των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Σε εθνικό επίπεδο, η θέσπιση διατάξεων για τη συγκρότηση Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών αμφίβολης συνταγματικής νομιμότητας προκαλεί εύλογα ερωτηματικά ως προς τη σκοπιμότητά της.
Στις 20.6.2016, ο Ύπατος Αρμοστής του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες, Filippo Grandi, σε δήλωσή του με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα των Προσφύγων διατύπωσε τα ακόλουθα αμείλικτα ερωτήματα προς τις κυβερνήσεις των κρατών της Ε.Ε.: «Θα σταθούν οι κυβερνήσεις στο ύψος τους και θα αναλάβουν νέες δεσμεύσεις, ώστε να μοιραστούν την ευθύνη για τους πρόσφυγες, σε πνεύμα παγκόσμιας αλληλεγγύης, σε συμφωνία με τις θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς προσφυγικού δικαίου; Και επιπλέον, θα υπάρξει δέσμευση να αναλάβουμε το μερίδιο που μας αναλογεί για τους ανθρώπους που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και έχουν χάσει τα πάντα χωρίς να φέρουν καμία ευθύνη για όλα αυτά;» (9).
Παραπομπές
1) AIDA, «Country Report- Turkey», December 2015, σε http://www.asylumineurope.org./reports/country/turkey,
2) NOAS, «Seeking Asylum in Turkey, A critical review of Turkey’s asylum laws and practices», April 2016, σε http://www.noas.no/wp-content/uploads/2016/04/NOAS-rapport-Tyrkia-april-2016.pdf,
3) Dutch Council for Refugees, «Η βιβλιογραφική έρευνα του Ολλανδικού Συμβουλίου για τους πρόσφυγες (DCR) και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες και τους Εξόριστους (ECRE) για την εφαρμογή μιας ασφαλούς τρίτης χώρας και πρώτης χώρας αντιλήψεων περί ασύλου στην Τουρκία», Μάιος 2016, σελ. 19, σε http: www.asylumlawdatabase.eu/en/content/dcrecre-desk-research-application-safe-third-country-and- first- country- asylum-concepts,
4) βλ. ενδεικτικά, Amnesty International, «Europe’s Gatekeeper: Unlawful Detention and Deportation of Refugees in Turkey», 16 December 2015, σε http: // bit.ly/1NwzlRu, Human Rights Watch, «Turkey: Syrians Pushed Back at the Border», 23 November 2015, http: //bit.ly/1Mw06Wo,
5) Σύμφωνα με στοιχεία της ΄Υπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στις 26/11/2016, διαθέσιμα στον ιστότοπο http://data.unhcr.org/syrianrefugees/regional.php,
6) Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής «Implementing the EU-Turkey Statement – Questions and Answers», 28/9/2016, http://europa.eu/rapid/press-release_MEMO-16-3204_en.htm,
7) Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, «Δημόσια Δήλωση για την τροπολογία που αλλάζει τη σύνθεση των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών», 17 Ιουνίου 2016, σε http://www.nchr.gr/images/pdf/apofaseis/prosfuges_metanastes/Dimosia%20dilwsi%20EEDA.pdf,
8) Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, «Έκθεση για τη συμφωνία Ε.Ε.- Τουρκίας της 18ης Μαρτίου 2016 για το προσφυγικό/μεταναστευτικό ζήτημα υπό το πρίσμα του Ν. 4375/2016», 25 Απριλίου 2016, σε http://www.nchr.gr/images/pdf/EKTHESI_PROSFYGIKO.pdf,
9) Δήλωση του Ύπατου Αρμοστή του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες, Filippo Grandi, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα των Προσφύγων, σε https://www.unhcr.gr/nea/artikel/fb0afda2346a89b32a4c03d731563a10/dilosi-toy-ypatoy-a-4.html.