ΟΜΙΛΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΕΙΡΗΝΗΣ ΓΙΑΝΝΑΔΑΚΗ ΣΤΗΝ ΤΑΚΤΙΚΗ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ
ΤΗΣ11Ης ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2017
Κυρίες και Κύριοι
Σας Ευχαριστούμε θερμά που τιμάτε με την παρουσία σας την Γενική μας Συνέλευση.
Λυπούμαστε που ο υπουργός Δικαιοσύνης δεν μας έκανε την ίδια τιμή και θα μας ακούσει ωσεί παρών .
Αν κάνουμε μια ιστορική αναδρομή θα διαπιστώσουμε την διαχρονική αδυναμία, και έλλειψη ευθύνης της Πολιτείας μας στην αντιμετώπιση των προβλημάτων της ελληνικής δικαιοσύνης.
Η δικαστική αναδιοργάνωση, η ταχύτητα απονομής της δικαιοσύνης, η λειτουργία της δικαιοσύνης στη πράξη και η αδιαφορία των ελληνικών κυβερνήσεων για τη Δικαιοσύνη αποτελούν αντικείμενο συζήτησης και στη βουλή των ελλήνων , τουλάχιστον από το 1885,όταν μεταξύ άλλων και ο Γ. Φιλάρετος, δικηγόρος, κατ΄ επανάληψη βουλευτής και Υπουργός Δικαιοσύνης το 1891 δήλωνε στη βουλή «Εκείνο το οποίο δύναμαι να βεβαιώσω είναι ότι ημέρα με την ημέρα η δικαιοσύνη χειροτερεύει……Η μηχανή της εν Ελλάδι δικαιοσύνης κακώς και βραδέως λειτουργεί. Με τοιούτον πόλεμον τον οποίον εχει η εν Ελλάδι Δικαιοσύνη από την εκάστοτε κυβέρνησιν, δια της αδιαφορίας, δια της επεμβάσεως της πολλάκις , δια της μεροληπτικής προαγωγής , δια της γλισχρότητας των μισθών απορώ και πως σώζεται ίχνος δικαιοσύνης….»
Από τότε, άλλαξαν αρκετά πράγματα. Αλλά οι ίδιες λέξεις αποδίδουν και τη σημερινή κατάσταση. Τα ίδια προβλήματα λέγονται και ξαναλέγονται ακόμη χωρίς να προκαλούν έστω το εύλογο ερώτημα που πάμε.
Οι πολιτικοί μας δεν μπορούν βέβαια να ομολογήσουν ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά ή τουλάχιστον ότι δεν βελτιώνονται όσο λένε. Εμείς όμως δεν έχουμε λόγο , ούτε και το δικαίωμα να σιωπούμε.
Η Δικαιοσύνη επιβιώνει στα μικρά εδώ και χρόνια, αλλά κάθε φορά η ευθύνη πέφτει πάντα στους ώμους της κυβέρνησης που κυβερνά. Και σήμερα, το δικαστικό σύστημα στη χώρα μας νοσεί. Όπως νοσούσε πάντα. Και δεν οφείλεται σε αδυναμία που συνεπάγονται οι συγκυρίες αλλά σε αδυναμία που φαίνεται πως δεν μπορεί να ξεπεραστεί γιατί είναι μέρος μιας γενικότερης νοοτροπίας έναντι της δικαστικής λειτουργίας.
Πράγματι κύριε Υπουργέ της Δικαιοσύνης, - εμείς θα συμφωνήσουμε μαζί σας - οι πολίτες που αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα και αποτελούν μεγάλο μέρος του ελληνικού λαού έχουν φτάσει στο σημείο να μην μπορούν πλέον να απευθύνονται στη δικαιοσύνη, Γιατί η δικαστική λειτουργία αντιμετωπίζει πράγματι σημαντικά διαχρονικά προβλήματα που και αυτή η κυβέρνηση μέχρι σήμερα τουλάχιστον επιδεικνύει αξιοσημείωτη αδράνεια παρά τις κατ΄ επανάληψη και με σχετικά υπομνήματα επισημάνσεις του δικαστικού σώματος που παραμένουν στα συρτάρια αφού ο διάλογος με τις δικαστικές ενώσεις απουσιάζει. Γιατί στο όνομα της επιτάχυνσης αλλά και κάλυψης ταμειακών αναγκών του κράτους περιορίζεται διαρκώς το δικαίωμα του για δικαστική προστασία . Γιατί το συνεχώς αυξανόμενο κόστος της δίκης σε συνδυασμό με την καθυστέρηση εκδίκασης των υποθέσεων είναι παράγοντες αποτρεπτικοί για να προσφύγει κανείς στη δικαιοσύνη .
Γιατί μερικές από τις βασικές χιλιοειπωμένες αιτίες συμφόρησης των διοικητικών τουλάχιστον δικαστηρίων από υποθέσεις και της για τον λόγο αυτό καθυστέρησης απονομής της δικαιοσύνης. Είναι η πολυνομία και η κακονομία, που σε συνδυασμό με την εγγενή αναποτελεσματικότητα της Δημόσιας Διοίκησης δυναμιτίζουν την αποτελεσματική εφαρμογή των νόμων με πλημμελείς ερμηνείες των δικαιωμάτων των πολιτών από τα εκτελεστικά όργανα που καλούνται να τους εφαρμόσουν.
Είναι η επιβολή νέων διαρκώς φορολογικών βαρών στους ορατούς φορολογούμενους, οι κατασχέσεις και πλειστηριασμοί ακινήτων,οι κατασχέσεις τραπεζικών καταθέσεων,η συνεχής υποβάθμιση των παροχών κοινωνικής ασφάλισης, μέτρα που λόγω της υπερβολής τους και ανεξαρτήτως της νομικής τους βασιμότητας θεωρούνται άδικα από τους πολίτες που επειδή δεν έχουν που αλλού να απευθυνθούν καταφεύγουν στη Δικαιοσύνη.
Είναι η ανεξέλεγκτη σύγχρονη μετανάστευση και οι διαφορές που προκύπτουν από αυτήν .
Είναι η τακτική του Δημοσίου να μην συμμορφώνεται με δυσμενείς γι αυτό αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις, που αφορούν μεγάλες κατηγορίες πολιτών με αποτέλεσμα να ακυρώνεται ο θεσμικός ρόλος της δικαιοσύνης, αλλά και να επιβαρύνονται τα δικαστήρια με χιλιάδες υποθέσεις για τις οποίες το νομικό ζήτημα έχει λυθεί αμετακλήτως .
Είναι η υποχρηματοδότηση, υποστελέχωση, η εντεινόμενη έλλειψη δικαστικών υπαλλήλων.
Είναι γιατί τα μέσα που διαθέτει το κράτος για την λειτουργία της Δικαιοσύνης, είναι του περασμένου αιώνα και οι πόροι που διατίθενται για τον τομέα αυτό είναι ελάχιστοι, παρά το ότι η Δικαιοσύνη αποτελεί ένα από τους βασικούς πυλώνες της δημοκρατίας, αλλά, και αναγκαίο όρο για την ανάπτυξη της οικονομίας μας όπως επισημαίνει η Ευρωπαικη Επιτροπή και όχι μόνο.
Είναι η έλλειψη μηχανοργάνωσης και εν γένει οι γνωστές σε όλους τριτοκοσμικές συνθήκες κάτω από τις οποίες λειτουργούν οι δικαστές και τα δικαστήρια, ενώ για συντήρηση υποδομών και του υπάρχοντος απαρχαιωμένου εξοπλισμού ούτε κουβέντα.
Αν ληφθούν υπόψη όλα αυτά κύριε Υπουργέ της Δικαιοσύνης καταλαβαίνετε γιατί όπως είπατε μια αγωγή που κατατίθεται σήμερα εκδικάζεται μετά από 7 χρόνια. Θα σας έλεγα και περισσότερα και για ένα άλλο λόγο. Γιατί εξαιτίας του κατά προτίμηση προσδιορισμού των φορολογικών υποθέσεων λόγω μνημονιακής υποχρέωσης ο προσδιορισμός των αγωγών αποζημίωσης και όχι μόνο έμεινε πίσω.
Όμως η έμφαση σε μια μόνο διάσταση του προβλήματος , αυτή της καθυστέρησης απονομής της Δικαιοσύνης, χωρίς να γίνεται λόγος για όλες τις αιτίες που την προκαλούν είναι παραπλανητική και συσκοτίζει τα άλλα σημαντικά προβλήματα
Η χώρα μας είναι η πρώτη από 26 χώρες της ΕΕ με τον μεγαλύτερο αριθμό εκκρεμών διοικητικών υποθέσεων , γιατί στη Διοικητική Δικαιοσύνη μεταφέρονται κατά βάση τα προβλήματα λειτουργίας του κράτους .
Στα Διοικητικά Δικαστήρια εκκρεμούν σήμερα 288.229 υποθέσεις από τις οποίες 245.795 εκκρεμούν στα Πρωτοδικεία και 42.434 στα Εφετεία .
Από αυτές το σύνολο των εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων που κατά κανόνα προκαλούν το ενδιαφέρουν είναι 58.082 , ενώ οι εκκρεμείς υποθέσεις που αφορούν άλλα αντικείμενα είναι 230.147 .
Στο μεγαλύτερο Πρωτοδικείο, της Αθήνας, οι εκκρεμείς υποθέσεις φαίνεται να περιορίζονται σημαντικά από 103.490 το 2015 σε 91.453 το 2016 , από τις οποίες δεν έχει ακόμη προσδιοριστεί δικάσιμος για 44.000 έναντι 72.000 το 2015.
Αλλά και σ΄αυτό το ζήτημα δεν έγινε καμιά προσπάθεια να θεραπευτούν τα αίτια αλλά μόνο να αμβλυνθούν οι επιπτώσεις .
Μόνο τα τελευταία χρόνια ψηφίστηκαν, 38 νόμοι για την επιτάχυνση απονομής της δικαιοσύνης, αλλά το πρόβλημα δεν λύθηκε, αφού οι όποιες δικονομικές ρυθμίσεις δεν πλήττουν την ρίζα του προβλήματος.
Για να αντιμετωπιστεί η κατάσταση, προκρίθηκε και αυτή την φορά, η τροποποίηση του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, με θετικές μεν διατάξεις που αμβλύνουν δικονομικούς περιορισμούς των διαδίκων, αλλά δεν λύνουν το πρόβλημα καθυστέρησης εκδίκασης των υποθέσεων. Διατάξεις μάλιστα όπως εκείνη του εισηγητή δικαστή δημιουργεί ακόμη περαιτέρω καθυστέρηση στην εκδίκαση των υποθέσεων και ανισομερή χρέωση των δικαστών ζήτημα για το οποίο αγνοήθηκαν οι επισημάνσεις τόσο των προισταμένων των δικαστηρίων όσο και της Ενωσής μας που,έχουν άμεση αντίληψη της λειτουργίας των δικαστηρίων. Όπως και να το κάνουμε η γνώση της πραγματικότητας είναι πρωταρχικά εμπειρική και συνάγεται από την αμεσότητα της σχέσης με πρόσωπα και πράγματα.
Θεσμοθετήθηκε και η καταβολή παραβόλου όταν το δικαστήριο κρίνει νόμιμο το αίτημα χορήγησης αναβολής, διάταξη που εξυπηρετεί ταμειακές ανάγκες του ΤΑΧΔΙΚ και όχι τον σκοπό του νόμου δηλαδή την επιτάχυνση εκδίκασης των υποθέσεων, ενώ παραβλέπεται το γεγονός ότι η εκδίκαση των υποθέσεων αναβάλλεται σε ποσοστα που φθάνουν το 60 και 70% επειδή η Διοίκηση δεν προσκομίζει τον φάκελο της υπόθεσης και τις απόψεις της
Αρήκτως όμως συνδεδεμένη με την ουσιαστική αποτελεσματικότητα της δικαστικής λειτουργίας είναι και η εφαρμογή των δικαστικών αποφάσεων.
Είναι συνηθισμένη χρόνια τακτική της Πολιτείας μας να αρνείται την εφαρμογή των δυσμενών για το Δημόσιο αμετάκλητων δικαστικών αποφάσεων ή και να την αντιπαρέρχεται με νέες νομοθετικές ρυθμίσεις. Η τακτική αυτή παραβιάζει τους κανόνες που ή ίδια η Πολιτεία θέτει αλλά και την Ευρωπαικη σύμβαση δικαιωμάτων του ανθρώπου όπως σχετικώς ερμηνεύτηκε και με αποφάσεις του Ευρωπαικού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Πρόσφατα ο αναπληρωτής υπουργός οικονομικών μας ξεκαθάρισε ότι οι δικαστικές αποφάσεις θα εφαρμοστούν εάν και όταν εκλείψουν οι δημοσιονομικές δυσκολίες. Δηλαδή δεν είναι κατάλληλοι οι καιροί για συνταγματική νομιμότητα.
Η ιδιαιτερότητα όμως της οικονομικής κατάστασης που το κράτος καλείται να αντιμετωπίσει, δεν αναιρεί την συνταγματική υποχρέωσή του να σέβεται τις δικαστικές αποφάσεις και να εγγυάται, έστω και υπό τις παρούσες συνθήκες, το σεβασμό των θεμελιωδών αρχών του Συντάγματος, το οποίο είναι βέβαιο ότι δεν επιτρέπει την κατάργηση της διάκρισης των λειτουργιών.
Στους δείκτες για την αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης περιλαμβάνεται και η υιοθέτηση και εφαρμογή των τεχνολογιών πληροφορικής. Και καθό μέρος αφορά την υλοποίηση των σχετικών εφαρμογών στο Ολοκληρωμένο Σύστημα Διαχείρισης Δικαστικών Υποθέσεων των Διοικητικών Δικαστηρίων (ΟΣΔΥ) και το επίπεδο εξέλιξης τους απαιτείται η υποστήριξη δικαστικών υπαλλήλων με γνώσεις πληροφορικής οι οποίοι δεν υπάρχουν.
Μέχρι σήμερα η υποστήριξη λειτουργίας του συστήματος στηρίζεται μόνο στην βοήθεια των δικαστών και των δικαστικών υπαλλήλων που με την ευκαιρία αυτή τους ευχαριστούμε πολύ για την προσπάθεια που καταβάλουν. Λόγω όμως της εντεινόμενης έλλειψης δικαστικών υπαλλήλων απαιτείται και υπερωριακή απασχόληση υπαλλήλων για την καταχώρηση παλαιών αποφάσεων, που είναι προυπόθεση για να λειτουργήσει αποτελεσματικά το σύστημα και στην προσπάθεια αυτή είναι κρίσιμη η στήριξη του υπουργείου δικαιοσύνης.
Τα περισσότερα δικαστήρια, εκτός από την γνωστή σε όλους κατάστασή τους εξακολουθούν να παραμένουν χωρίς αστυνομική φύλαξη. Την προηγούμενη εβδομάδα λίγο πριν από την συνεδρίαση του Δ. Εφετείου Πειραιά άγνωστοι έκλεψαν το κουδούνι της έδρας του δικαστηρίου Μικρή η ζημιά αλλά είναι πιθανόν να προκύψουν μεγάλες.
Ενδιαφέρον έχει και το ποσοστό των δικαστών που συμμετέχουν σε εκπαιδευτικά και επιμορφωτικά προγράμματα ευρωπαϊκού δικαίου Και σε αυτόν τον δείκτη η Ελλάδα κατέχει μία από τις τελευταίες θέσεις με ποσοστό μόλις περίπου 20%, την ίδια ώρα που πολλά κράτη-μέλη έχουν ποσοστά από 40% έως και 150%.
Αυτή είναι η κατάσταση και τα δεδομένα της ελληνικής δικαιοσύνη και δεν αποτελούν εκτιμήσεις ούτε αφορισμούς Και αν κρίνουμε από το παρελθόν και το παρόν οι οιωνοί δεν είναι αίσιοι.
Δεν παραβλέπουμε την κρισιμότητα της κατάστασης και κατανοούμε ότι είναι πρακτικά δύσκολο να αποκατασταθούν οι πολλές διαστρεβλώσεις του παρελθόντος, αλλά ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι να κάνεις κάτι που θα μοιάζει με το παλιό Γιατί μ’ εκείνο θα συγκριθεί το καινούργιο και δεν έχει πολλές πιθανότητες να κερδίσει.
Μόνο για διαδικασίες που αποδεικνύονται αναποτελεσματικές γίνεται συζήτηση. Δεν συζητούμε για την ποιότητα της δικαιοσύνης. Δεν συζητούμε τι είδους δικαιοσύνη θέλουμε η οποία να μπορεί να σηκώσει το βάρος των περιστάσεων. Αυτό δεν συζητιέται καθόλου. Δεν υπάρχει το έμπρακτο ενδιαφέρον για να οργανωθεί και να λειτουργήσει αποτελεσματικά η Δικαιοσύνη, ζήτημα πολιτικής και πολιτικών αποφάσεων και πάντως κυριε Υπουργε της Δικαιοσύνης όχι πρωτοβουλιών των δικαστικών ενώσεων που συστηματικά αγνοούνται .
Η Ενωσή μας κύριε Υπουργέ της Δικαιοσύνης έχει καταθέσει υπόμνημα με προτάσεις σε όλους τους τελευταίους τουλάχιστον υπουργούς και έχει ζητήσει κατ΄ επανάληψη να σας δεί αλλά το αίτημά μας μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει δεκτό . Οι δικαστικές Ενώσεις έχουμε ζητήσει κατ΄ επανάληψη να δούμε και τον πρωθυπουργό αλλά το αίτημα μας μέχρι σήμερα δεν έγινε δεκτό.
Με αρνητική στάση και δυσανεξία αντιμετωπίζεται και το ζήτημα των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών τουλάχιστον από το 1949, όταν η τότε συσταθείσα επιτροπή για την αναθεώρηση του Συντάγματος εισηγήθηκε ότι το θέαμα «της ρακένδυτου δικαιοσύνης» έπρεπε να σταματήσει και να στηριχθεί το κύρος και κυρίως η ανεξαρτησία της.
Απο το 1952 και με πλήρη διακομματική συμφωνία, καθιερώνεται ρητώς σε όλα τα ελληνικά συντάγματα η ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των δικαστικών λειτουργών.
Ηδη από το 1950 σύμφωνα με παγιωμένη πλέον, χωρίς καμμιά απολύτως παρέκκλιση νομολογία, της Ολομ. του Σ.τ.Ε του ΑΠ αλλα και του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 του Συντάγματος, η οικονομική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών και η εξασφάλιση της κατ΄αρχήν σταθερότητας των αποδοχών τους αποτελεί αναγκαίο όρο της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας, με την οποία τους ζητείται να κρίνουν τη νομιμότητα των πράξεων των άλλων λειτουργιών και να υπερασπιστούν τα δικαιώματα των πολιτών. Τα ίδια έχουν γίνει παγίως δεκτά και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, από τα Συνταγματικά Δικαστήρια κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης καθώς και από τα ανώτατα δικαστήρια άλλων κρατών όπως ο Καναδάς και οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
Παρόλα αυτά, η διαχρονική εμμονή των κυβερνήσεων να θέλουν οικονομικά υποτιμημένη την δικαστική λειτουργία παραβιάζοντας συνεχώς τις σχετικές συνταγματικές διατάξεις και τις αποφάσεις των δικαστηρίων, είχε ως αποτέλεσμα την διαρκή αντιδικία μεταξύ της δικαστικής λειτουργίας και των άλλων δύο λειτουργιών και την υπό πίεση, κατάρτιση του κατά καιρούς δικαστικού μισθολογίου με βάση τις δικαστικές αποφάσεις.
Η κρίση για το ζήτημα αυτό συνεχίζεται και σήμερα. Το 2014, η τότε κυβέρνηση, αποκατέστησε τις δικαστικές αποδοχές των οποίων οι περικοπές του 2012 κρίθηκαν παράνομες και αντισυνταγματικές με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις.
Δύο χρόνια μετά, όπως μας δήλωσε ο αναπληρωτής υπουργός οικονομικών, η κυβέρνηση προτίθεται να νομοθετήσει νέο δικαστικό μισθολόγιο με περαιτέρω μειώσεις στις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών με το πρόσχημα του «εξορθολογισμού και αποσυμπίεσης» των ειδικών μισθολογίων . Εννοιες που όπως μας αναλύθηκαν από τον ίδιο υπουργό σημαίνουν, μείωση στις αποδοχές στους νέους δικαστές , με προσωπικές διαφορές στους υπόλοιπους και επιδόματα ευθύνης στους ανώτατους, ρυθμίσεις που συνεπάγονται και τη δημιουργία δικαστικών λειτουργών, δύο ταχυτήτων, όσον αφορά το θέμα αυτό.
Μια τέτοια εξέλιξη παραγνωρίζει πλήρως το γεγονός ότι η ψήφος του κάθε δικαστή ανεξαρτήτως του βαθμού ιεραρχίας έχει ίση αξία στην απόφαση του δικαστικού σχηματισμού και δεν μπορεί, να τιμολογείται με κριτήρια που προσιδιάζουν με υπαλληλική ιεραρχία Μια τέτοια εξέλιξη εισάγει ανεπίτρεπτη νομοθετική παρέμβαση σε αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις σύμφωνα με τις οποίες οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών δεν μπορούν να υποστούν νέες μειώσεις πέραν των ήδη επιβληθεισών.και πλήττει το κύρος της δικαστικής λειτουργίας, ισότιμης προς τις άλλες δύο.
Η συνταγματική αυτή προστασία καλύπτει και το συνταξιοδοτικό καθεστώς των δικαστικών λειτουργών που και αυτό εξακολουθεί να αποτελεί αιτία μεγάλης αντιδικίας με τις άλλες δυο λειτουργίες, παρα τις κατ΄ επανάληψη αμετάκλητες αποφάσεις του Ε.Σ και του ΣτΕ, με τις οποίες κρίθηκαν αντισυνταγματικές μειώσεις των συντάξεων, αλλα και πρόσφατα του Ειδικου Δικαστηρίου, του άρθρου 88 του Συντάγματος ,που έκρινε οτι το ύψος των συντάξεων δεν μπορεί να γίνεται κατά τρόπο που να αποκλίνουν ουσιωδώς από τις καθοριζόμενες αποδοχές ενεργείας.
Δεν διασφαλίζεται όμως, κύριοι εκπρόσωποι της πολιτικής εξουσίας η ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών , όταν οι πρόεδροι των ανωτάτων δικαστηρίων ,αλλά και οι άλλοι βαθμοί της δικαστικής ιεραρχίας υποβιβάζονται συνταξιοδοτικώς σε τάξη κατωτέρου δημοσίου υπαλλήλου. Ένα ζήτημα που πρέπει να διαβαστεί με προσοχή αν πράγματι εννοείτε και θέλετε την ανεξαρτησία τη δικαιοσύνης που συχνά επικαλείστε.
Το κύρος του δικαστή δεν μας επιτρέπει διαμαρτυρίες και κινητοποιήσεις στο πεζοδρόμιο. Αλλά μην μας φέρνετε συνεχώς στην άβολη,πολυ δυσάρεστη και δύσκολη θέση να αντιδικούμε με το Ελληνικό Δημόσιο και να επιβαρύνουμε και εμείς τα δικαστήρια με χιλιάδες υποθέσεις για ζητήματα που έχουν λυθεί αμετακλήτως.
Κυρίες και Κύριοι
Μέχρι σήμερα, οι έλληνες πολίτες κατά κανόνα σέβονται την Δικαιοσύνη .Βρίσκεται ακόμα υψηλά στις προσδοκίες τους και αποτελεί σταθερό σημείο αναφοράς τους επειδή η Δικαιοσύνη είναι συνώνυμο της νομιμότητας, της ανεξαρτησίας, αλλά και γιατί κανένας άλλος θεσμός δεν μπορεί να τους προστατεύσει όταν παραβιάζονται τα δικαιώματα τους.
Και προκαλεί ανησυχία το γεγονός ότι πολλές φορές οι πολιτικοί μας δείχνουν να το ξεχνούν σε μια εποχή που όλο και περισσότεροι χάνουν την αντοχή , την υπομονή και την εμπιστοσύνη τους στους θεσμούς.
Ενώ όλοι επισημαίνουν ότι η δικαιοσύνη είναι πυλώνας της δημοκρατίας και επικαλούνται συχνά την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης , το βασικό πρόβλημα είναι ότι στην πραγματικότητα δεν συμφωνούν όλοι για την αξία μιας ανεξάρτητης δικαιοσύνης στη λειτουργία του πολιτεύματος. Δεν συμφωνούν όλοι πως η δικαιοσύνη είναι αυτόδηλα πολύτιμη.
Eδω και μήνες δεν έλειψαν δηλώσεις και αναφορές με γενικευτικούς απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς για τους δικαστικούς λειτουργούς, με τις οποίες αμφισβητήθηκε ο θεμελιώδης συνταγματικός ρόλος της δικαιοσύνης να ελέγχει την εφαρμογή του νόμου και του Συντάγματος
Πρόσφατα, κάτω από οξύτατη πολιτική αντιπαράθεση αμφισβητήθηκε και η εγκυρότητα του ανωτάτου δικαστηρίου της χώρας μας και τέθηκε, υπό αμφισβήτηση η αξιοπιστία των μελών του, με κάθε μορφής αρνητικές συμπεριφορές, οι συνέπειες των οποίων είναι σαφείς και αδιαμφισβήτητες στην εμπέδωση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς.
Κυρίες και κύριοι
Είναι βέβαιο ότι μια αποτελεσματική δικαστική λειτουργία απαιτεί πολύ περισσότερα από όσα είναι συχνά διατεθειμένη να δώσει, η Πολιτεία μας, αλλά και όλοι εμείς. Οφείλουμε όλοι να αποδεχτούμε μερίδια ευθύνης για ότι συμβαίνει στο χώρο της δικαιοσύνης, ακόμη και αν η ευθύνη αυτή δεν μπορεί να επιμερίζεται ισομερώς .
Ωστόσο η συζήτηση για την κατάσταση στη δικαιοσύνη είναι και πρέπει να γίνει κατανοητή ως συζήτηση για την έξοδό της από αυτή την κατάσταση . Και αφού αυτή η έξοδος από ότι φαίνεται δεν μπορεί να γίνει με κριτήρια των παλαιών ξένοιαστων ημερών, πρέπει να σκεφτούμε πως θα αντέξει στα προβλήματα που προκαλεί και θα προκαλέσει στην κοινωνία η κρίση που βιώνουμε . Γατί τα σοβαρά προβλήματα στην λειτουργία της δικαιοσύνης έχουν φέρει το δικαστικό σύστημα της χώρας μας στα όρια του.
Σας ευχαριστώ πολύ