Οι θέσεις της ομάδας μας για τις δικονομικές αλλαγές που προτείνει το Υπουργείο Δικαιοσύνης - Επιπλέον προτάσεις
Βασίλης Φαϊτάς, Εφέτης ΔΔ
Παναγιώτα Χαραλαμπίδου, Πρωτοδίκης ΔΔ
Γιώργος Μαρμαρίδης, Πρωτοδίκης ΔΔ
Φανή Σωτηριάδου, Πρωτοδίκης ΔΔ
Παραμονές Χριστουγέννων τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση η νομοθετική πρωτοβουλία του Υπουργείου Δικαιοσύνης με τίτλο «Αντιμετώπιση νέων μορφών βίας κατά των γυναικών - Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2024/1385 - Πρόσθετες ρυθμίσεις στον νόμο περί ενδοοικογενειακής βίας - Αναδιοργάνωση των ιατροδικαστικών υπηρεσιών -Ενίσχυση της λειτουργίας της Eurojust - Μέτρα για την προστασία των ανηλίκων και την καταπολέμηση της εγκληματικότητας στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας - Δικονομικές διατάξεις αρμοδιότητας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και άλλες ρυθμίσεις», η οποία, μεταξύ άλλων, περιέχει προτάσεις που αφορούν τη διοικητική δικονομία και τον ΚΟΔΚΔΛ. Η διαβούλευση λήγει στις 7/1/2025. Πρόκειται για επίφαση διαβούλευσης, αφού ο στενός χρονικός της ορίζοντας μέσα στις εορτές δεν αφήνει μεγάλα περιθώρια επεξεργασίας των προτάσεων και δημόσιου διαλόγου. Όσον αφορά τις αλλαγές που προτείνονται στη διοικητική δικονομία και τον ΚΟΔΚΔΛ, το Υπουργείο ουδέποτε κάλεσε την Ένωση Διοικητικών Δικαστών, η οποία είναι ο αυθεντικός εκπρόσωπος των διοικητικών δικαστών, προκειμένου να τις συζητήσει μαζί της. Για να είμαστε πάντως δίκαιοι - και επειδή το ταγκό θέλει δύο - η (απερχόμενη) ηγεσία της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών ουδεμία αντίρρηση εκφράζει στην τακτική αυτή του Υπουργείου, η οποία έχει καταστεί πάγια.
Επί των προτεινόμενων αλλαγών στη διοικητική δικονομία:
Μια γενική παρατήρηση είναι ότι για μία ακόμη φορά αποσπασματικά ο νομοθέτης ετοιμάζεται να παρέμβει στη διοικητική δικονομία, και ιδίως στο πλαίσιο της καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμοδιότητας, δημιουργώντας ανασφάλεια δικονομικού δικαίου. Εύλογα κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να αναρωτιέται αν και για πόσο θα ισχύουν οι νέες ρυθμίσεις και πότε θα έχουμε την επόμενη τροποποίηση. Η δικονομία, όμως, είναι ένα σύστημα, που πρέπει κανείς να το θεωρεί διαλεκτικά. Δεν επιτρέπεται οι διατάξεις για την καθ’ ύλη και την κατά τόπο αρμοδιότητα να τροποποιούνται συνεχώς με κριτήριο τυχαίες στιγμιαίες μεταβολές στη ροή των υποθέσεων και τον φόρτο των δικαστηρίων ή ακόμα χειρότερα προς διευκόλυνση των εν εξελίξει μεταρρυθμίσεων, οι οποίες αποσκοπούν να καταστήσουν τη Δικαιοσύνη σε πυλώνα προσέλκυσης επενδύσεων (όπως π.χ. ο λεγόμενος επανασχεδιασμός του δικαστικού χάρτη κ.λπ.).
Διαφωνούμε με τη μεταφορά της καθ’ ύλην αρμοδιότητας των διαφορών από δημόσιες συμβάσεις προμηθειών και παροχής υπηρεσιών σε πρώτο και τελευταίο βαθμό στο τριμελές πρωτοδικείο (άρθρο 54): Η επίλυση των συγκεκριμένων διαφορών ιστορικά είναι συνδεδεμένη με τα εφετεία. Αρχικά με τα πολιτικά (άρθρο 17 του ν.δ. 1266/1972) και μετά τον ν. 1406/1983 και με τα διοικητικά, με τη δικαιοδοσία (μεταξύ των πολιτικών και των διοικητικών εφετείων) να καθορίζεται από τον χαρακτήρα της σύμβασης ως διοικητικής ή ιδιωτικής. Η διχοτόμηση της δικαιοδοσίας είχε ως αποτέλεσμα την συχνή έκδοση αντίθετων αποφάσεων διοικητικών και πολιτικών δικαστηρίων ως προς την ερμηνεία των ίδιων διατάξεων (και τη συχνή προσφυγή στο ΑΕΔ). Έτσι ο αναθεωρητικός νομοθέτης το 2001 (άρθρο 94 παρ. 3 του Συντάγματος) έδωσε τη δυνατότητα στον κοινό νομοθέτη να υπαγάγει τις σχετικές διαφορές σε κοινή δικαιοδοσία, κάτι που υλοποιήθηκε με το άρθρο 21 του ν. 4491/2017 για τα δημόσια έργα και με το άρθρο 43 παρ. 24α του ν. 4605/2019 για τις προμήθειες και τις υπηρεσίες. Έκτοτε δικαιοδοσία έχουν τα διοικητικά εφετεία για το σύνολο των δημοσίων συμβάσεων ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα της σύμβασης ως διοικητικής ή ιδιωτικής. Με βάση τα παραπάνω η προτεινόμενη με το παρόν νομοσχέδιο διάσπαση της συγκεκριμένης αρμοδιότητας δεν βρίσκει έρεισμα στην ιστορική παράδοση των εν λόγω διαφορών. Ούτε, άλλωστε, γίνεται επίκληση κάποιας σημαντικής εξέλιξης η οποία θα την καθιστούσε δικαιολογημένη. Η προτεινόμενη ρύθμιση θα επιφέρει χωρίς λόγο επιβάρυνσης στα διοικητικά πρωτοδικεία και σύγχυση στους δικηγόρους και τους διαδίκους. Ομοίως, διαφωνούμε με τη μεταφορά ήσσονος σημασίας ακυρωτικών υποθέσεων από τα διοικητικά εφετεία στα διοικητικά πρωτοδικεία (άρθρο 56), ενώ πάγια είναι η θέση μας ότι οι φορολογικές υποθέσεις πρέπει στο σύνολό τους να εκδικάζονται από τα διοικητικά πρωτοδικεία με δικαίωμα έφεσης στα διοικητικά εφετεία.
Σε κάθε περίπτωση, αν θεωρηθεί ότι ο δικαιολογητικός λόγος της μεταφοράς των ως άνω κατηγοριών διαφορών από το διοικητικό εφετείο στο διοικητικό πρωτοδικείο είναι η μειωμένη ροή υποθέσεων στα περιφερειακά διοικητικά δικαστήρια, η θέση μας είναι ότι η ανάσχεση της μείωσης της ροής υποθέσεων στα δικαστήρια αυτά δεν μπορεί να γίνεται «τεχνητά» με αποσπασματική και ασύνδετη μεταφορά κατηγοριών διαφορών. Η αύξηση της ροής των υποθέσεων προϋποθέτει άρση πολλών δικονομικών εμποδίων (όπως οι ενδικοφανείς διαδικασίες στις φορολογικές διαφορές κλπ.) και περιορισμών και μείωση των δικαστικών δαπανημάτων.
Ακόμη, κατά τη γνώμη μας, με τη μεταφορά διαφορών από δημόσιες συμβάσεις στα διοικητικά πρωτοδικεία, επιχειρείται να ικανοποιηθεί και η απαίτηση του Ταμείου Ανάκαμψης για δημιουργία ειδικών τμημάτων για τις υποθέσεις σημαντικού οικονομικού ενδιαφέροντος (βλ. Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας - Άξονας 4.3), καθόσον είναι βέβαιο ότι στα διοικητικά πρωτοδικεία θα δημιουργηθούν ειδικά τμήματα για τις διαφορές από δημόσιες συμβάσεις που μεταφέρονται σε αυτά. Βέβαια είναι αμφίβολο αν οι μεταφερόμενες εν προκειμένω διαφορές είναι πράγματι διαφορές επενδυτικού ή σημαντικού οικονομικού ενδιαφέροντος.
Από την άλλη η προτεινόμενη μεταβολή της κατά τόπο αρμοδιότητας επί φορολογικών διαφορών (η αρμοδιότητα του δικαστηρίου θα καθορίζεται κατά βάση από την κατοικία ή την έδρα του φορολογούμενου· βλ. άρθρο 57) θεωρούμε ότι συνδέεται (αποτελεί τη δικονομική έκφραση) της πρόσφατης μεταβολής στην νομοθεσία της ΑΑΔΕ (κεντρικοποίηση - ψηφιοποίηση επιχειρησιακών δράσεων της ΑΑΔΕ σε Αττική - Θεσσαλονίκη) και πιθανώς προμηνύει επέκταση της κεντρικοποίησης των επιχειρησιακών δράσεων της ΑΑΔΕ και σε άλλες περιοχές της επικράτειας. Η ομάδα μας από θέση αρχής θεωρεί πάντως ότι το κριτήριο της κατά τόπο αρμοδιότητας στις διοικητικές διαφορές πρέπει πράγματι να συνδεθεί με την κατοικία/έδρα του διοικούμενου, τούτο όμως κατόπιν ενδελεχούς μελέτης εκάστου νομικού πλαισίου και με τις αναγκαίες εξαιρέσεις (αγωγές αστικής ευθύνης κ.ά.).
Η μικρή αύξηση της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου έναντι του μονομελούς ως προς τις διαφορές που αφορούν τις πράξεις διοικητικής εκτέλεσης (άρθρο 59), αποτελεί εναρμόνιση με την πρόσφατη (ν. 5119/2024) αντίστοιχη αύξηση της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου για τις φορολογικές και χρηματικές διαφορές (το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο πλέον επιλαμβάνεται υποθέσεων με αντικείμενο από 40.000 ευρώ έναντι του ορίου των 60.000 ευρώ που ίσχυε προ του ν. 5119/2024). Η θέση μας είναι γενικά υπέρ των πολυμελών συνθέσεων, έναντι των μονομελών, οι οποίες πρέπει να περιορίζονται σε ήσσονος σημασίας και μικρού οικονομικού αντικείμενου υποθέσεις. Τα συλλογικά όργανα εμπνέουν μεγαλύτερη ασφάλεια (η συλλογική σκέψη είναι πάντοτε ανώτερη). Η διάσκεψη, άλλωστε, είναι η ουσία του δικαστικού έργου και πάντως στις πολυμελείς συνθέσεις ελαχιστοποιείται η υπόνοια μη αμερόληπτης κρίσης. Εξάλλου, δεν επιβεβαιώθηκε ότι οι πολυμελείς συνθέσεις ευθύνονται για την καθυστέρηση, τα αίτια της οποίας είναι βαθύτατα (συνδεόμενα ιδίως με τις νομοτελειακές αντιφάσεις του συστήματος που αναπαράγουν υπερβολικού αριθμού και σύνθετες διαφορές). Η μείωση της εισροής υποθέσεων τα τελευταία χρόνια (και η βελτίωση της εικόνας καθυστέρησης) δεν προέκυψε λόγω της γενίκευσης των μονομελών συνθέσεων, αλλά έγινε τεχνητά, μέσα από την εκτόξευση του κόστους της δίκης, τα δικονομικά βάρη που έχουν εισαχθεί μετά το 2010, την πιλοτική δίκη κ.ά.
Επί των προτεινόμενων αλλαγών στον ΚΟΔΚΔΛ:
Με το άρθρο 71 περιορίζονται οι εξαιρέσεις του κωλύματος εντοπιότητας λόγω διορισμού ως δικηγόρου στον τόπο όπου υπηρετεί ο δικαστής, του συζύγου ή του προσώπου με το οποίο έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης ή συγγενούς εξ αίματος μέχρι τον 2ο βαθμό, στις πόλεις των Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης. Θεωρούμε ότι μια τέτοια ρύθμιση που κατ’ αποτέλεσμα επαναφέρει το συγκεκριμένο κώλυμα σε μια σειρά μεγάλες πόλεις (Πάτρα, Ηράκλειο, Λάρισα, Βόλος, Ιωάννινα κ.λπ.) επιφέρει δυσανάλογο περιορισμό στη ζωή του δικαστή. Άλλωστε είναι αντιφατικό να διατηρούνται οι εν λόγω εξαιρέσεις στο κώλυμα εντοπιότητας λόγω εγκατάστασης σε ορισμένο τόπο του ίδιου του δικαστή ή της συζύγου του επί μία τριετία την τελευταία δεκαετία πριν από το διορισμό του. Η τυχόν μεροληπτική συμπεριφορά του δικαστή (λόγω συνύπαρξης σε μία μικρότερη πόλη δικαστών και δικηγόρων μελών της οικογένειάς τους) συνιστά αντικείμενο πειθαρχικού ελέγχου. Και πάντως να λάβουμε υπόψη ότι ήδη προ πολλού οι δικηγόροι μπορούν να ασκούν το λειτούργημά τους σε κάθε πόλη της χώρας.
Με το άρθρο 72 συγκεντρώνεται η εξουσία της επιβολής της κύρωσης της περικοπής μισθού σε δικαστή λόγω καθυστέρησης στον πρόεδρο του οικείου ανώτατου δικαστηρίου ή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ή του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου και φεύγει η αρμοδιότητα από τον Προϊστάμενο του εκάστοτε Δικαστηρίου, ο οποίος έχει τη συνολική εικόνα της υπηρεσιακής συνθήκης του υπηρετούντος σε αυτό Δικαστή. Η διαφωνία μας αφορά την ίδια την πρόβλεψη επαπειλούμενης στον ΚΟΔΚΔΛ περικοπής μισθού του δικαστή λόγω καθυστέρησης, η οποία αποτελεί παράγοντα εντατικοποίησης του έργου του δικαστή προς το σκοπό να ικανοποιηθεί η απαίτηση για ταχύτητα (σε βάρος συχνά της ποιότητας). Πρόκειται κατ’ ουσία για πρόβλεψη πειθαρχικής ποινής χωρίς τα εχέγγυα της πειθαρχικής διαδικασίας που μάλιστα κατατείνει κάποτε σε επιβολή διπλής ποινής για την ίδια παράβαση.
Επιπλέον προτάσεις για επείγουσες δικονομικές αλλαγές και αλλαγές στον ΚΟΔΚΔΛ:
Πέραν των ανωτέρω προτείνουμε άμεσα:
Αναβάθμιση των φορολογικών διαφορών. Προτείνουμε το σύνολο των φορολογικών διαφορών να εκδικάζεται σε πρώτο βαθμό από το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο και σε δεύτερο από το διοικητικό εφετείο, καθόσον πάντως ήδη εκλείπει ο δικαιολογητικός λόγος που οι εν λόγω διαφορές κατέστησαν διαφορές ενός βαθμού, ήτοι «η ανάγκη ταχύτερης εκκαθάρισής τους» (βλ. αιτιολογική έκθεση του άρθρου 13 του ν. 3900/2010). Η επαναφορά των υποθέσεων αυτών στα πρωτοδικεία θα ενδυναμώσει την ροή υποθέσεων σε αυτά και ιδίως στα περιφερειακά πρωτοδικεία, ενώ θα αποκλείσει τη μονομέρεια, αφού θα ασχολείται με σοβαρές φορολογικές υποθέσεις κατά βάση το σύνολο του Σώματος (σήμερα στην πράξη οι σοβαρές φορολογικές υποθέσεις εκδικάζονται - και αντίστοιχα τα σχετικά θέματα επιλύονται - από έναν μικρό αριθμό δικαστών των διοικητικών εφετείων, ιδίως αν λάβουμε υπόψη ότι στα μεγάλα εφετεία λειτουργούν ειδικά φορολογικά τμήματα). Με τον τρόπο αυτό παρεμπιπτόντως θα εξαλειφθούν και οι δυσλειτουργίες και οι αντιφάσεις που ενίοτε δημιουργούνται σε περιπτώσεις συναφών υποθέσεων άλλες από τις οποίες εκδικάζονται σε πρώτο βαθμό από το πρωτοδικείο και άλλες από το εφετείο (συνεχείς παραπομπές ή και αναπομπές, κίνδυνος αντιφατικών αποφάσεων κ.ά.). Περαιτέρω, στη λογική της αναβάθμισης των φορολογικών διαφορών θα πρέπει να καταργηθεί η διαφοροποίηση των διαφορών αυτών με τις λοιπές α) ως προς την προθεσμία της προσφυγής, η οποία προτείνουμε να οριστεί 60νθήμερη, β) ως προς την εξουσία του δικαστηρίου (προτείνουμε να καταργηθεί η παρ. 5 του άρθρου 79 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας) και γ) ως προς το παράβολο (προτείνουμε – με την επιφύλαξη ειδικής κατωτέρω πρότασης ως προς το παράβολο – να καταργηθούν οι διατάξεις περί αναλογικού παραβόλου και να ισχύει και για τις φορολογικές διαφορές το πάγιο παράβολο που προβλέπεται και για τις λοιπές διαφορές). Προκειμένου δε να διευκολυνθεί η πρόσβαση των πολιτών στα διοικητικά δικαστήρια ειδικά ως προς τις φορολογικές διαφορές προτείνουμε ακόμα α) την κατάργηση ή τον περιορισμό της ενδικοφανούς διαδικασίας ενώπιον της ΔΕΔ, καθόσον τα ίδια τα στοιχεία της ΑΑΔΕ καταδεικνύουν ότι δεν φτάνουν στα δικαστήρια γιατί «τερματίζονται» στην ΑΑΔΕ κυρίως εκείνες οι διαφορές για τις οποίες υπάρχει πάγια νομολογία του ΣτΕ ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου, οι οποίες όμως θα μπορούσαν, βάσει εγκυκλίων του Υπουργείου Οικονομικών, να μη γεννιόνταν καν αν δινόταν η λύση της νομολογίας εξαρχής (άλλωστε δεν φτάνουν στα δικαστήρια -και πολλές φορές ούτε και στην ΑΑΔΕ- υποθέσεις που οι φορολογούμενοι τις εγκαταλείπουν μπροστά στη γραφειοκρατία και το κόστος της παρεμβαλλόμενης ενδικοφανούς διαδικασίας) και β) την κατάργηση της υποχρέωσης καταβολής του 20% του οφειλόμενου κυρίου φόρου, ως προϋπόθεση παραδεκτού της έφεσης (άρθρο 93 παρ. 3 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας), καθόσον εξέλιπε πλέον ο επιτακτικός λόγος, όπως τον είχε δεχτεί ο νομοθέτης τα πρώτα χρόνια της οικονομικής κρίσης (βλ. και την αιτιολογική έκθεση του άρθρου 22 του ν. 3900/2010), να προκρίνεται «η μη καθυστέρηση στην είσπραξη των φορολογικών εισόδων μετά την πρωτόδικη δικαστική κρίση έναντι του δικαιώματος του φορολογούμενου για επανάκριση της υπόθεσής του από δευτεροβάθμιο δικαστήριο» και θα πρέπει να προκριθεί η διευκόλυνση της δυνατότητας άσκησης έφεσης.
Διευκόλυνση παράστασης χωρίς δικηγόρο. Ενόψει του δυσβάσταχτου κόστους της δίκης για υποθέσεις χαμηλότερου αντικειμένου θεωρούμε ότι μπορεί το όριο της παρ. 2 του άρθρου 27 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (αναφορικά με τη δυνατότητα δυνατότητας διενέργειας διαδικαστικών πράξεων και παράστασης χωρίς δικαστικό πληρεξούσιο στις χρηματικές διαφορές) να ανέλθει τουλάχιστον στο ποσό των 3.000 ευρώ.
Παράσταση δικαστικών λειτουργών και μελών του ΝΣΚ. Θα ρέπει να οριστεί ότι οι δικαστικοί λειτουργοί και τα μέλη του ΝΣΚ μπορούν να παρίστανται και να διενεργούν διαδικαστικές πράξεις σε οποιαδήποτε υπόθεση χωρίς δικαστικό πληρεξούσιο, τουλάχιστον για τις υποθέσεις που αφορούν τις αποδοχές μας ή τη φορολογική μας μεταχείριση.
Μείωση του εκκλητού. Το όριο των 5.000 ευρώ στερεί ικανό αριθμό σοβαρών διαφορών να κριθούν σε δεύτερο βαθμό. Προτείνουμε τη μείωση του εκκλητού στις χρηματικές διαφορές στο όριο του άρθρου 27 παρ. 2 περ. α΄ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, κάτι που άλλωστε είναι δικονομικά συνεπές (διαφορές που τεκμαίρονται ήσσονης σημασίας).
Aπλοποίηση της διαδικασίας διακοπής της δίκης. Η διακοπή της δίκης θα πρέπει να επέρχεται σε κάθε περίπτωση που προσκομίζεται με όποιον τρόπο στο δικαστήριο ληξιαρχική πράξη θανάτου του διαδίκου (π.χ. ακόμα και όταν δίνεται από κάποιον συγγενή του θανόντος στον δικαστικό επιμελητή που διενεργεί την επίδοση ή περιλαμβάνεται στον φάκελο του ασφαλιστικού φορέα κ.λπ.) και να μην εξαρτάται από ενέργειες οποιουδήποτε (ιδίως όποιων έχουν δικαίωμα να επαναλάβουν τη δίκη). Πέραν της διευκόλυνσης του δικαστηρίου, αποκλείεται και το «φυσικώς άτοπο» να απορρίπτεται ως ανομιμοποίητο ένα ένδικο βοήθημα, αν και είναι γνωστό ότι ο ασκήσας αυτό έχει αποβιώσει.
Κατάργηση της ενδοδικαστικής επίλυσης των διαφορών από αγωγές για απαιτήσεις από δημόσιες συμβάσεις (άρθρο 126 Β του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας). Ο θεσμός αυτός έχει αποτύχει, όπως προκύπτει από το γεγονός ότι στη συντριπτική πλειοψηφία των σχετικών υποθέσεων δεν επιτυγχάνεται συμβιβαστική επίλυση και μάλιστα τα μέρη δεν προσέρχονται καν. Πλην όμως δημιουργείται άσκοπος γραφειοκρατικός φόρτος για τη γραμματεία και τους δικαστές. Από την άλλη στις λιγοστές υποθέσεις που καταλήγουν σε συμβιβασμό, δεν είναι στην πραγματικότητα ο «μεσολαβητικός» ρόλος του δικαστή που τον επιφέρει, αλλά η (συμβιβαστική) λύση έχει συμφωνηθεί εκ των προτέρων από τα μέρη. Συνεπώς, θα μπορούσε να ικανοποιηθεί ο ενάγων χωρίς την παρέμβαση του δικαστηρίου (και ακολούθως να παραιτηθεί από την εκκρεμή αγωγή).
Κατάργηση του θεσμού του εισηγητή δικαστή στις διαφορές ουσίας και του συστήματος κατάταξης των υποθέσεων σε κλίμακα 1 – 5 (άρθρο 19 παρ. 5 β του ΚΟΔΚΔΛ). Ο θεσμός του εισηγητή δικαστή στις διαφορές ουσίας απέτυχε. Προκαλεί μόνο άσκοπη γραφειοκρατία. Συναφώς άσκοπη γραφειοκρατία θα προκαλέσει και η εφαρμογή του συστήματος κατάταξης υποθέσεων του άρθρου 19 παρ. 5 β του ΚΟΔΚΔΛ, μια ατυχής διάταξη, που πέραν των άλλων δύναται να μετατραπεί σε βάση αναξιοκρατίας.
Δημιουργία σώματος πραγματογνωμόνων. Προτείνουμε να προβλεφθεί στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (και να αξιώσουμε να υλοποιηθεί άμεσα) σώμα πραγματογνωμόνων με επιστημονικό προσωπικό (ιατρούς, μηχανικούς κλπ.) που θα έχει την αρμοδιότητα να γνωματεύει με απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου στις περιπτώσεις που είναι αναγκαία για την επίλυση μιας διαφοράς η διάγνωση ζητημάτων για τα οποία απαιτούνται ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης. Το σώμα αυτό θα απολαμβάνει εχέγγυα ανεξαρτησίας και θα είναι αποκλειστικής απασχόλησης. Έτσι θα περιοριστεί ο κίνδυνος μεροληπτικών πραγματογνωμοσυνών και θα εξαλειφθεί το φαινόμενο άρνησης των πραγματογνωμόνων.
Κατάργηση, άλλως μείωση παραβόλων. Κατά την αντίληψή μας ο πολίτης πρέπει να έχει απολύτως δωρεάν πρόσβαση στη Δικαιοσύνη. Τούτο λόγω της φύσης του θεσμού. Δεν μπορεί το κράτος στον πιο στενό του πυρήνα να λειτουργεί «με αντίτιμο». Αλλά και γιατί ο πολίτης μέσα από τη γενική φορολογική του υποχρέωση έχει «προπληρώσει» εκείνη την περίπτωση στη ζωή του που θα χρειαστεί δικαστική προστασία. Για τις απειροελάχιστες πράγματι περιπτώσεις διαδίκων που ανοίγουν δίκες χωρίς αιτία, μπορεί να προβλεφθεί ειδική ρύθμιση υπαγωγής τους στο πλαίσιο του άρθρου 42 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και να επιβάλλονται οι χρηματικές ποινές της παρ. 2 του άρθρου αυτού. Αν δεν ευδοκιμήσει μια τέτοια πρόταση θεωρούμε ότι πάντως το παράβολο θα πρέπει να κυμαίνεται σε τέτοιο ποσό που δεν θα επιδρά καθοριστικά στην απόφαση του πολίτη να ζητήσει προστασία από το Δικαστήριο.
Διαφορές κατά την εκλογική διαδικασία στους ΟΤΑ. Προτείνουμε την πρόβλεψη αυτοτελούς ένστασης κατά της ανακήρυξης των υποψηφίων των συνδυασμών, η οποία θα πρέπει να εκδικάζεται με ταχεία διαδικασία πριν τις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές. Σήμερα, εφόσον η προσβολή του κύρους της απόφασης ανακήρυξης των υποψηφίων γίνεται μετά τη διεξαγωγή των εκλογών ενιαία με την ένσταση κατά της πράξης ανακήρυξης των επιτυχόντων, η δυνατότητα αυτή καθίσταται στην πράξη δώρον άδωρον.
Ισχυροποίηση του θεσμού της νομικής βοήθειας. Μεγάλο μέρος του λαού αδυνατεί να ανταπεξέλθει στο κόστος μιας δίκης με αποτέλεσμα συχνά να απεμπολεί δικονομικά δικαιώματα. Ο θεσμός της νομικής βοήθειας αποδεικνύεται ελλιπής, πέραν του ότι το κράτος αρνείται να καταβάλει (επίκαιρα) τις προβλεπόμενες αμοιβές στους δικηγόρους που διορίζονται από τα δικαστήρια για την υπεράσπιση των δικαιούμενων νομικής βοήθειας. Προτείνουμε την αύξηση του εισοδηματικού ορίου υπαγωγής στην νομική βοήθεια στο σύνολο των ετήσιων ατομικών αποδοχών που προβλέπει η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (από τα 2/3 που είναι σήμερα).