Βασίλης Φαϊτάς, Εφέτης ΔΔ, τακτικό μέλος του ΔΣ της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών
Φανή Σωτηριάδου, Πρωτοδίκης ΔΔ, αναπληρωματικό μέλος του ΔΣ της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών
Γεώργιος Μαρμαρίδης, Πρωτοδίκης ΔΔ, αναπληρωματικό μέλος του ΔΣ της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών
Προτάσεις για τον ΚΟΔΚΔΛ ενόψει του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου του Υπουργείου Δικαιοσύνης με τίτλο «ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΣΕ ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΒΑΘΜΟΥ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ ΜΕ ΤΟΝ Ν. 5108/2024 - ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ» και τοποθέτησή μας επί του νομοσχεδίου
Εισαγωγή: Ο Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων είναι πολύ σημαντικό νομοθέτημα για τη Δικαιοσύνη και τους δικαστικούς λειτουργούς, αφού ρυθμίζει τη λειτουργία των οργάνων απονομής Δικαιοσύνης και την προσωπική και υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστικών λειτουργών. Ως εκ τούτου, οι δικαστικές ενώσεις, πέραν του ότι έχουν ευθύνη για δικές τους προτάσεις, αυτονόητα πρέπει να είναι παρούσες σε κάθε πρωτοβουλία του Υπουργείου Δικαιοσύνης που αποσκοπεί στην τροποποίηση διατάξεων του Κώδικα. Δυστυχώς η Ένωση Διοικητικών Δικαστών (όπως έχει γίνει και σε άλλες ανάλογες περιπτώσεις σημαντικών νομοθετικών πρωτοβουλιών σε θέματα της ευθύνης της), με ευθύνη του προεδρείου της, και παρά την επιμονή της μειοψηφίας στο ΔΣ, αμελεί να παρέμβει επίκαιρα και να τοποθετηθεί σχετικά με το ως άνω υπό διαβούλευση νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Κατόπιν αυτών, η συνδικαλιστική μας ομάδα αναλαμβάνει να τοποθετηθεί δημόσια καλύπτοντας όσο γίνεται το κενό από την απουσία της Ένωσης.
1. Ρυθμίσεις που διευκολύνουν μελλοντικά την κατάργηση δικαστηρίων: Με το άρθρο 63 του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου τροποποιείται το άρθρο 2 του ΚΟΔΚΔΛ προς την κατεύθυνση της διευκόλυνσης των καταργήσεων δικαστηρίων. Ήδη βέβαια με το προαναφερόμενο άρθρο του ΚΟΔΚΔΛ έχουν τεθεί οι βάσεις υλοποίησης των σχεδιασμών περί νέου δικαστικού χάρτη που έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό τη συρρίκνωση των δικαστηρίων. Ειδικότερα, όπως ορίζει η ως άνω προτεινόμενη διάταξη, κατά τη συνεδρίαση της ολομέλειας του οικείου ανώτατου δικαστηρίου που θα λαμβάνει χώρα για να γνωμοδοτήσει περί της κατάργησης, συγχώνευσης κλπ. δικαστηρίου, δεν θα είναι πια υποχρεωτική η κλήση των εκπρόσωπων των επηρεαζόμενων δικαστηρίων (στην ουσία της Διοίκησής τους), της οικείας δικαστικής ένωσης, του οικείου δικηγορικού συλλόγου και της οικείας συνδικαλιστικής οργάνωσης των δικαστικών υπαλλήλων, αλλά οι φορείς αυτοί απλώς θα καλούνται να καταθέσουν υπόμνημα. Και μόνο αν η ολομέλεια το κρίνει σκόπιμο δύνανται να καλούνται στη συζήτηση. Τίθενται δηλαδή οι βάσεις ώστε η διαδικασία των καταργήσεων, συγχωνεύσεων κλπ. δικαστηρίων να προχωρά χωρίς τη ζωντανή παρουσία των ανωτέρω φορέων.
Εξάλλου, με σειρά διατάξεων του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου εναρμονίζεται ο ΚΟΔΚΔΛ με την κατάργηση των ειρηνοδικείων. Εξ αφορμής της ανάγκης να ρυθμιστούν τεχνικά και λεπτομερειακά ζητήματα που αντικειμενικά προκύπτουν από την κατάργηση των ειρηνοδικείων (όπως για παράδειγμα που και πώς μεταφέρεται και φυλάσσεται το αρχείο των καταργούμενων ειρηνοδικείων κλπ.), θεσπίζονται διατάξεις που αύριο θα διευκολύνουν ακόμη περισσότερο την κατάργηση λοιπών δικαστηρίων (βλ. π.χ. άρθρο 70 του νομοσχεδίου).
2. Μετακύλιση στους δικαστές ευθυνών της εκτελεστικής εξουσίας: Με το άρθρο 77 τροποποιείται το άρθρο 22 του ΚΟΔΚΔΛ. Κατά το νυν πλαίσιο, αν για λόγους ανωτέρας βίας καθίσταται αδύνατη η ομαλή λειτουργία ενός δικαστηρίου ο διευθύνων αποφασίζει την αναστολή μέρους ή του συνόλου των εργασιών του, ενώ αν καθίσταται αδύνατη η λειτουργία περισσότερων τη σχετική απόφαση λαμβάνει ο Υπουργός Δικαιοσύνης. Με τις αλλαγές που προτείνονται στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο και στην περίπτωση που καθίσταται αδύνατη η ομαλή λειτουργία περισσότερων δικαστηρίων θα αποφασίζει δικαστής, ο διευθύνων το οικείο εφετείο. Η αναστολή της λειτουργίας οποιασδήποτε δημόσιας υπηρεσίας, πολύ περισσότερο ενός δικαστηρίου, δεν μπορεί να είναι ευθύνη των εργαζόμενων σε αυτό, των δικαστών εν προκειμένω που το διευθύνουν, αλλά της κυβέρνησης. Γιατί η κυβέρνηση είναι εκείνη που οφείλει (και έχει αντικειμενικά την δυνατότητα) να έχει κάθε στιγμή υπόψη της όλα τα στοιχεία των αρμοδίων υπηρεσιών (Μετεωρολογική υπηρεσία, Πυροσβεστική, Πολιτική Προστασία κλπ.), ώστε να αποφασίζει υπεύθυνα π.χ. σε περίπτωση πλημμύρας, πυρκαγιάς, σεισμού κλπ. αν υπάρχει τέτοια ανάγκη λόγω μη ασφαλούς δυνατότητας μετακίνησης των πολιτών κλπ.
3. Διατάξεις για την ένταξη ειρηνοδικών στη γενική επετηρίδα: Αν και δικαστές διοικητικών δικαστηρίων, θεωρούμε ότι πρέπει να έχουμε άποψη για τα πλέον καίρια ζητήματα που αφορούν άλλους κλάδους της Δικαιοσύνης. Αφενός γιατί δεν αντιλαμβανόμαστε αποσπασματικά τη Δικαιοσύνη ως διακρινόμενη σε κλάδους που διαχωρίζονται με στεγανά μεταξύ τους, αφετέρου γιατί τα σχέδια που είναι σε εξέλιξη για τη Δικαιοσύνη (όπως έχουν αποτυπωθεί στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και σε άλλα παρεμφερή κείμενα και όπως σταδιακά υλοποιούνται) αγκαλιάζουν ενιαία ολόκληρη τη Δικαιοσύνη, έστω και αν σε πρώτη φάση επηρεάζουν ορισμένο κλάδο (όπως χαρακτηριστικά συμβαίνει με τον λεγόμενο νέο δικαστικό χάρτη που ξεκίνησε από τα ειρηνοδικεία, αλλά η στόχευση είναι να περιλάβει το σύνολο των δικαστηρίων).
H κατάργηση των ειρηνοδικείων, ως κρίσιμο και μεγάλης εμβέλειας στάδιο της υλοποίησης των σχεδίων του λεγόμενου νέου δικαστικού χάρτη, συνεπάγεται σημαντικό περιορισμό στην πρόσβαση των πολιτών, και ιδίως των οικονομικά ασθενέστερων, στη Δικαιοσύνη. Δυστυχώς οι φορείς του νομικού κόσμου (δικαστικές ενώσεις, δικηγορικοί σύλλογοι, συνδικαλιστικά όργανα δικαστικών υπαλλήλων), καθώς και η ίδια η κοινωνία που την αφορά δεν απέτρεψαν την εξέλιξη αυτή. Η κατάργηση των ειρηνοδικείων έθεσε δυσχερέστατα επιμέρους ζητήματα. Ένα από αυτά είναι η νέα υπηρεσιακή κατάσταση των πρώην ειρηνοδικών. Με το άρθρο 88 του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου προκρίνεται η λύση της παροχής δυνατότητας στους υπηρετούντες κατά την έναρξη ισχύος του ν. 5108/2024 ειρηνοδίκες να ενταχθούν στη γενική επετηρίδα, μετά από αίτησή τους, εφόσον έχουν ολοκληρώσει τα υποχρεωτικά προγράμματα επιμόρφωσης του άρθρου 7 του ν. 5108/2024 κλπ., πλην όμως ορίζεται ότι οι εντασσόμενοι στη γενική́ επετηρίδα των πρωτοδικών, κάθε φορά, τοποθετούνται μετά από τον τελευταίο πρωτοδίκη, με βάση τη σειρά́ που κατείχε ο καθένας εξ αυτών στην ειδική́ επετηρίδα κατά́ τον χρόνο υποβολής της αίτησης και καταλαμβάνουν τις οργανικές θέσεις των πρωτοδικών γενικής επετηρίδας των πρωτοδικείων στα οποία τοποθετούνται (σχετ. και το άρθρο 87). Κατά την άποψή μας, δεν είναι δίκαιο ένας ειρηνοδίκης 10, 20 ή και 30 ετών να ενταχθεί κάτω (ήτοι να είναι ιεραρχικά κατώτερος) από έναν νέο πρωτοδίκη, ακόμα κι από τον πρωτοδίκη που μόλις αποφοίτησε από την ΕΣΔΙ, να τεθεί υπηρεσιακά δηλ. σαν να διορίστηκε σήμερα! Εύλογα μπορεί κανείς να μιλήσει για αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση σε βάρος των πρώην ειρηνοδικών. Θα ήταν πιο δίκαιο τις δυσμενείς συνέπειες της κατάργησης των ειρηνοδικείων ως προς την υπηρεσιακή τους κατάσταση να επιμεριστούν συμμέτρως και οι πρωτοδίκες και οι ειρηνοδίκες. Για παράδειγμα θα ήταν πιο δίκαιο ένα σύστημα όπου ο ειρηνοδίκης θα εντασσόταν πίσω από πρωτοδίκη νεότερό του έως 4 ή 5 έτη (οπότε θα υπήρχε κάποια ισορροπία, πλέον της δικλείδας της μη ένταξης των ειρηνοδικών σε ανώτερων του πρωτοδίκη βαθμών).
Παράλληλα πρέπει να επισημανθεί η επικίνδυνη λογική των δικαστών δύο ταχυτήτων. Ιδίως μετά τις γνωστές σε όλους αλλαγές που έχουν λάβει χώρα πρόσφατα στον ΚΟΔΚΛΔΛ σχετικά με τα κριτήρια αξιολόγησης (όπου έχει τεθεί σειρά κριτηρίων που δεν σχετίζονται με τα δικαιοδοτικά καθήκοντα των δικαστών, ενώ έχουν ψηφιστεί και διατάξεις που αντικειμενικά μπορεί να οδηγήσουν σε αναξιοκρατική ανέλιξη κάποιων, όπως η κατάταξη των υποθέσεων σε κλίμακα 1 – 5), ανοίγει ο δρόμος, ώστε κάποιοι δικαστές με βάση αντικειμενικά κριτήρια να θεωρούνται δικαστές ανώτερων ή κατώτερων αντίστοιχα προσόντων. Αν αύριο, για παράδειγμα, επικρατήσει η λογική ότι οι δικαστές των μεγαλύτερων δικαστηρίων υπερέχουν σε προσόντα με το επιχείρημα (προφανώς αμφίβολο) ότι έχουν χειριστεί δυσχερέστερες υποθέσεις από ομοιόβαθμους συναδέλφους τους που υπηρετούν σε μικρότερα δικαστήρια, μπορεί να έχουμε ανάλογες ρυθμίσεις; Και εν τέλει η προοπτική της εξέλιξης εκάστου δικαστή μπορεί να καλύπτεται από πέπλο αβεβαιότητας;
5. Εξωδικαστική επίλυση φορολογικών διαφορών: Mε το άρθρο 102 προτείνονται τροποποιήσεις του άρθρου 16 του ν. 4710/2020 (εξωδικαστική επίλυση φορολογικών διαφορών). Θυμίζουμε ότι έχει συσταθεί Επιτροπή Εξώδικης Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών με σκοπό την εξώδικη επίλυση των εκκρεμών ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και των διοικητικών δικαστηρίων φορολογικών διαφορών, με έδρα την Αθήνα (για το ΣτΕ και τα διοικητικά δικαστήρια εφετειακών περιφερειών Αθήνας, Πειραιά, Πατρών, Τρίπολης και Χανίων) και με τμήματα στην Θεσσαλονίκη (για τα διοικητικά δικαστήρια εφετειακών περιφερειών Θεσσαλονίκης, Λάρισας, Ιωαννίνων και Κομοτηνής). Πρόεδρος κάθε Τμήματος είναι συνταξιούχος πρόεδρος εφετών διοικητικών δικαστηρίων και μέλη συνταξιούχος εφέτης διοικητικών δικαστηρίων και ένα μέλος του ΝΣΚ. Στα Τμήματα εισηγούνται χωρίς δικαίωμα ψήφου εφοριακοί υπάλληλοι. Της Επιτροπής προΐσταται Γενικός Προϊστάμενος. Ο φορολογούμενος διάδικος σε εκκρεμείς ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ή των διοικητικών δικαστηρίων διαφορές από πράξη επιβολής φόρου ή προστίμων κατά τη φορολογική νομοθεσία μπορεί να υποβάλει αίτηση ενώπιον της Επιτροπής με αίτημα την εξώδικη επίλυση της διαφοράς, ανεξάρτητα από το εάν έχει εκκινήσει ο ίδιος τη διαδικασία ενώπιον των ανωτέρω αρμόδιων δικαστηρίων ή όχι. Με το ισχύον πλαίσιο, η εξέταση της υπόθεσης στην Επιτροπή «ολοκληρώνεται το αργότερο έως τις 31 Οκτωβρίου 2024 και τα πρακτικά εξώδικης επίλυσης εκδίδονται έως τις 31 Δεκεμβρίου 2024 ημερομηνία, κατά την οποία λήγει η θητεία του Γενικού Προϊσταμένου, των μελών των Τμημάτων της Επιτροπής και των Γραμματέων. Αιτήσεις που δεν εξετάστηκαν μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 2024, θεωρείται ότι απορρίφθηκαν σιωπηρά και επανεισάγονται με επιμέλεια της Γραμματείας των Επιτροπών στο αρμόδιο δικαστήριο χωρίς τη σύνταξη πρακτικού. Για όσο διάστημα η υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον των Επιτροπών, η δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του αρμοδίου τακτικού διοικητικού δικαστηρίου αναστέλλεται. Η αναστολή δεν καταλαμβάνει την προσωρινή δικαστική προστασία».
Με το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο οι υποθέσεις που δεν θα εκδικαστούν έως 31 Οκτωβρίου 2024 δεν θα επανεισάγονται πια στο αρμόδιο δικαστήριο, η δε ανασταλείσα δίκη θα μπορεί να συνεχίζεται μόνο εφόσον ο διάδικος υποβάλει σχετική αίτηση. Για τη συνέχιση της δίκης θα εκδίδεται πράξη του Προέδρου του δικαστηρίου περί ορισμού δικασίμου, η οποία κοινοποιείται με επιμέλεια του αιτούντος τη συνέχιση της δίκης στον αντίδικο τουλάχιστον εξήντα ημέρες πριν από τη δικάσιμο.
Οι τροποποιήσεις που προτείνονται στο άρθρο 16 του ν. 4710/2020 (όπως και όσες ανάλογες έγιναν αφότου αρχικά θεσπίστηκε η συγκεκριμένη διαδικασία) αποτυπώνουν τις αντιφάσεις ενός πλαισίου εξωδικαστικής επίλυσης φορολογικών διαφορών που δεν αποσκοπούσε να διευκολύνει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας των πολλών. Εξαρχής ο μηχανισμός αυτός συνιστούσε (και στην πράξη έτσι λειτούργησε) ένα ακόμη πρόσκομμα (παρότι μη υποχρεωτικό) για τους πολλούς, κυρίως για τους οικονομικά ασθενείς φορολογούμενους (και ιδίως για τους αυτοαπασχολούμενους), καθόσον μεσολαβεί άλλη μία διαδικασία μεταξύ της έκδοσης της δυσμενούς πράξης της Φορολογικής Διοίκησης και της εκδίκασης της υπόθεσης από το αρμόδιο δικαστήριο. Επιπλέον αναπότρεπτα αυξάνεται το κόστος της δίκης (δικηγορική αμοιβή για τη συγκεκριμένη διαδικασία κλπ.), ενώ ο διάδικος χάνει κι άλλο χρόνο, με αμφίβολο αποτέλεσμα. Από την άλλη αντικειμενικά η διαδικασία αυτή διευκολύνει μεγαλο-οφειλέτες του Δημοσίου και γενικά όσους φοροδιαφεύγουν με άμεσο δόλο, οι οποίοι, αν εντοπιστούν να φοροδιαφεύγουν, έχουν μια δυνατότητα συμβιβασμού (δηλ. να πληρώσουν μέρος των αναλογούντων φόρων και προστίμων).
Επισημαίνουμε με την ευκαιρία εμφατικά την αντίθεσή μας με το επιτρεπτό της κατάληψης παρόμοιων θέσεων από συνταξιούχους δικαστές.
6. Προτάσεις της ομάδας μας για πολύ σημαντικά θέματα:
Με την ευκαιρία της τροποποίησης του ΚΟΔΚΔΛ, προτείνουμε:
α) Την κατάργηση του συστήματος κατάταξης των υποθέσεων σε κλίμακα 1 – 5 ανάλογα με τη δυσχέρειά τους (άρθρο 19 παρ. 5 του ΚΟΔΚΔΛ). Το σύστημα αυτό επιβαρύνει γραφειοκρατικά τα δικαστήρια, μπορεί να προκαλέσει συγκρουσιακό κλίμα μέσα σε κάθε τμήμα δικαστηρίου, ενώ αντικειμενικά αποτελεί εν δυνάμει πηγή αναξιοκρατίας, αφού τυχόν άστοχη κατάταξη υποθέσεων (και δεδομένου ότι ήδη το σύστημα ενσωματώνεται στο ΟΣΔΔΥ ΔΔ) θα καταστήσει αδίκως μειονεκτική τη θέση του δικαστή στο πλαίσιο της επιθεώρησης, με αντίστοιχες συνέπειες για την εξέλιξή του. Επιπλέον, ελλοχεύει ο κίνδυνος σε μία πορεία οι υποθέσεις που κατατάσσονται σε κατηγορία 1 ή και 2 να πάψουν να προσμετρώνται στην ετήσια χρέωση του δικαστή, γεγονός που θα εντατικοποιήσει έτι περαιτέρω το έργο του.
β) Την αλλαγή του ορισμού περί αδικαιολόγητης καθυστέρησης έκδοσης απόφασης, ώστε να μη θεωρείται σε καμία περίπτωση αδικαιολόγητη η έκδοση απόφαση εντός έτους από τη συζήτηση, ενώ μετά το έτος να μπορεί, κατά περίπτωση, να χαρακτηριστεί αδικαιολόγητη βάσει των κριτηρίων του άρθρου 109 παρ. 1 ε του ΚΟΔΚΔΛ.
γ) Την κατάργηση του πλαισίου περί περικοπής μισθού λόγω αδικαιολόγητης καθυστέρησης έκδοσης απόφασης. Το πλαίσιο αυτό διαγράφεται σήμερα στο άρθρο 50 του ΚΟΔΚΔΛ και αφενός είναι ασαφές (τι περικόπτεται, πότε και για πόσο), αφετέρου στην ουσία πρόκειται για πειθαρχική ποινή χωρίς την τήρηση της προβλεπόμενης πειθαρχικής διαδικασίας. Η κύρωση για τον δικαστή που καθυστερεί αδικαιολόγητα μπορεί να επιβληθεί μέσω της πειθαρχικής διαδικασίας (άρθρα 108 και επομ. του ΚΟΔΚΔΛ). Άλλωστε, εάν τελικά ο δικαστής που καθυστερεί αδικαιολόγητα και έχει υποστεί περικοπή μισθού, κριθεί ότι έχει υποπέσει για τον λόγο αυτό και σε πειθαρχικό παράπτωμα, θα υποστεί διπλή κύρωση για το ίδιο παράπτωμα.
δ) Να μην αξιολογείται στο πλαίσιο της επιθεώρησης των δικαστών η συμμετοχή τους σε εκπαιδευτικά σεμινάρια, αφού κάτι τέτοιο ουδόλως συνδέεται με το δικαιοδοτικό τους έργο (η δε επιστημονική κατάρτιση των δικαστών, κάτι που αποτελεί αυτοτελές κριτήριο αξιολόγησης, πρέπει να ελέγχεται μέσω της ποιότητας των αποφάσεών τους) και να καταργηθεί ο υποχρεωτικός χαρακτήρας των εν λόγω σεμιναρίων.
ε) Να μην συνεκτιμάται η τυχόν αναίρεση ή εξαφάνιση αποφάσεων που συνέταξαν οι επιθεωρούμενοι.