Γιατί δεν πρέπει να μειωθεί ο αριθμός των διοικητικών δικαστηρίων

Άρθρο των Γιώργου Μαρμαρίδη, Πρωτοδίκη Δ.Δ., Φανής Σωτηριάδου, Πρωτοδίκη Δ.Δ. και Βασίλη Φαϊτά, Εφέτη Δ.Δ.

Το ζήτημα της συρρίκνωσης των διοικητικών δικαστηρίων έχει μπει για τα καλά στη συζήτηση την τελευταία περίοδο με αφορμή τη διαρροή πορίσματος μιας ομάδας υπό την προεδρεία του κ. Πικραμένου, με το οποίο προτείνεται η κατάργηση 14 διοικητικών πρωτοδικείων και 1 διοικητικού εφετείου ανά την επικράτεια, επιπλέον δε, παρατίθενται αναλυτικώς τα επιχειρήματα που περιβάλλουν αυτή την πρόταση. Ήδη, δικηγορικοί σύλλογοι της χώρας συζητάνε το ενδεχόμενο αποχών, ενώ το ΔΣ της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών έχει αποφασίσει τη σύγκληση έκτακτης Γενικής Συνέλευσης στις 12 Δεκεμβρίου.

Το παραπάνω πόρισμα δεν εισάγει τίποτα το καινοφανές. Αντιθέτως, έρχεται να εξειδικεύσει τον ήδη διακηρυγμένο στόχο για οργάνωση της δικαιοσύνης στη μη αποδεκτή λογική κόστους-οφέλους. Στόχος, ο οποίος διαμορφώθηκε παγκοσμίως για όλα τα δικαστικά συστήματα από την Παγκόσμια Τράπεζα και σε εθνικό επίπεδο αποτυπώνεται στο Ελληνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και στην περίφημη Έκθεση της Επιτροπής Πισσαρίδη. Εξάλλου, η άμεση υλοποίηση του δικαστικού χάρτη της χώρας αποτελεί προϋπόθεση για την αποδέσμευση κονδυλίων από το Ταμείο Ανάπτυξης.

Η συρρίκνωση των δικαστηρίων επιβάλλεται, σύμφωνα με τα παραπάνω κείμενα, προκειμένου τα δικαστήρια να οργανώνονται με βάση την οικονομία κλίμακας, δηλαδή με βάση αρχές που προσιδιάζουν σε ιδιωτικές επιχειρήσεις. Φιλοδοξεί δε να εξοικονομήσει κρατικούς πόρους, να ανεβάσει τον δείκτη παραγωγικότητας/αποτελεσματικότητας ανά δικαστήριο και ανά δικαστή και να καταστήσει τη δικαιοσύνη, μέσω της αύξησης της ταχύτητας και της παραγωγικότητας των δικαστών, πιο φιλική στους επενδυτές. Εξ’ ου και η εμμονή για ίδρυση ειδικών τμημάτων που θα δικάζουν επενδυτικές διαφορές, η πίεση για προτεραιοποίηση εκδίκασης των διαφορών εκ συμβάσεων έναντι των κοινωνικοασφαλιστικών κ.ά. Όπως διατυπώνεται στο εν λόγω πόρισμα, κριτήριο για την χωροταξική διάρθρωση των δικαστηρίων της χώρας δεν είναι ο πληθυσμός μιας περιοχής και η ανάγκη αυτού για ακώλυτη πρόσβαση στη δικαιοσύνη, αλλά η ζήτηση για απονομή της δικαιοσύνης σε συνδυασμό με την ύπαρξη επιχειρήσεων σε κάθε περιοχή. Η οργάνωση της δικαιοσύνης με όρους ελεύθερης αγοράς και συνακόλουθα ο περιορισμός του δικαιώματος δικαστικής προστασίας για το σύνολο των μεσαίων και ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων πρέπει να συναντήσει τη συνειδητή άρνηση του δικαστικού και δικηγορικού σώματος της χώρας.

Η εισαγωγή των τηλεματικών δικών ως επιπλέον δικασίμων στις μεταβατικές έδρες των δικαστηρίων είναι μία συζήτηση που έχει ανοίξει σκοπίμως, προκειμένου να εισάγει από την κερκόπορτα τις παραπάνω μεταρρυθμίσεις στη δικαιοσύνη. Οι τηλεματικές δίκες είναι ενταγμένες, ως ρύθμιση, στα παραπάνω, καθοριστικά για τη δικαιοσύνη κείμενα, ενώ στο προαναφερόμενο πόρισμα αναφέρεται ρητά ότι το πρώτο βήμα στην κατάργηση των διοικητικών δικαστηρίων της χώρας θα είναι η εισαγωγή των τηλεματικών δικών ως επιπλέον δικασίμων στις μεταβατικές έδρες. Σε κάθε περίπτωση η συζήτηση για το αν οι τηλεματικές δίκες είναι συμβατές με το Σύνταγμα είναι στην παρούσα φάση αποπροσανατολιστική, διότι αυτό που τίθεται επί τάπητος με την εξέλιξη της κατάργησης διοικητικών δικαστηρίων της χώρας είναι αν είναι επιτρεπτό η δικαιοσύνη να οργανώνεται ως ιδιωτική επιχείρηση, με το μάτι στραμμένο προς τους μεγάλους επενδυτές και αδιαφορώντας για το δικαίωμα δικαστικής προστασίας των πολλών. Για όσους δε υποστηρίζουν ότι η είσοδος της τεχνολογίας, υπό αυτή τη μορφή, θα διευκολύνει την πρόσβαση στη δικαιοσύνη, τους απαντάμε ότι οι δικαστές αποδεικνύουν καθημερινά με το έργο τους ότι μόνο τεχνοφοβικοί δεν είναι. Αν θέλουμε να μιλάμε για ουσιαστική διευκόλυνση πρόσβασης στη δικαιοσύνη, τότε πρέπει να ανοίξει η συζήτηση για αύξηση της χρηματοδότησης της δικαιοσύνης, μείωση των παραβόλων και κατάργηση των δικονομικών εμποδίων, που αποτρέπουν την μεγάλη πλειοψηφία να ασκήσει το συνταγματικό της δικαίωμα προσφυγής σε δικαστήριο.